Ήταν η εποχή,
που το ενδιαφέρον
και τον ελεύθερο
χρόνο μας, τα
μονοπωλούσε η θάλασσα.
Έρωτας μεγάλος
η θάλασσα και το windsurfing.
Που μας έχανες,
πού μάς έβρισκες,
στην Λούτσα και στο surf
club του Πώλ.
Τότε ήταν το
μοναδικό club της Λούτσας.
Άλλωστε,
όλα από αυτό το club ξεκίνησαν.
Τα περισσότερα
ελεύθερά μας
απογεύματα και σαββατοκύριακα τα
περνούσαμε στην παραλία,
είτε κάνοντας
windsurf, είτε
περιμένοντας τον
αέρα, πίνοντας
καφέ με άλλους σερφίστες.
Πολλές φορές
περιμένοντας το ρίχναμε στις
ρακέτες και άλλες
πάλι κάναμε μπάνιο.
Συνέβαινε επίσης
να βραδιαστούμε
στην παραλία κουβεντιάζοντας,
κι ύστερα μέχρι το ξημέρωμα καμιά
φορά, να
μετατρέψουμε
το surf
club σε
night
club.
Είχαμε αναγάγει
το surf σε τρόπο ζωής,
γι αυτό μας πίκραιναν
οι μέρες της άπνοιας. Τρωγόμασταν να
κάνουμε κάτι, να μην πηγαίνει «χαμένος
ο χρόνος μας!» Και ήταν τότε,
που έπεσε η ιδέα να έχουμε ένα ποδήλατο
γι αυτά
τα άεργα απογεύματα.
Έτσι
λοιπόν, για να κάνουμε κάτι διαφορετικό,
όταν ο αέρας δεν ήταν ο κατάλληλος για
να μπούμε στο νερό και να παίξουμε με
την σανίδα μας, καταφύγαμε
στα ποδήλατα,
τα οποία είχαμε
μεν σχεδόν όλοι,
αλλά
κάναμε χρήση
περιορισμένη.
Μικρές βόλτες μερικών δεκάδων χιλιομέτρων
στα πέριξ, αλλά
φυσικά και εκδρομές ημερήσιες,
φορτώνοντας όμως
τα ποδήλατα στα αυτοκίνητα και εξερευνώντας
ορεινές διαδρομές του Χελμού,
της Εύβοιας, του Ελικώνα κλπ. Κι
όλα αυτά με μια παρέα,
που περισσότερο μας έδενε η αγάπη μας
για την θάλασσα και το windsurf
παρά το ποδήλατο.
Το ποδήλατο
λειτουργούσε επικουρικά
στην αρχή. Σιγά-σιγά
όμως, ανιχνεύοντας τις
δυνατότητες του
μέσου, μας κέρδισε η γοητεία του,
και οραματιστήκαμε μάλλον παρά
συνειδητοποιήσαμε, το που θα μας
οδηγούσε το
καινούργιο μας παιχνίδι στο μέλλον.
Ήμασταν βλέπεις, οι
πρωτεργάτες αυτής της κίνησης. Η
αλήθεια είναι,
ότι δεν είχαν όλοι
την ίδια όρεξη να ποδηλατούμε για ώρες
ιδρωμένοι μες
τον ήλιο, μακριά
από τις ανέσεις
του σπιτιού, την
ευκολία του
αυτοκινήτου
και τις κοινωνικές
ευκαιρίες που
προσφέρει η «παραλία».
Άλλοι δεν είχαν
το χρόνο που απαιτούνταν
για τις μακρινές βόλτες, άλλοι δεν
το βρήκαν και τόσο ευχάριστο για να το
συνεχίσουν, άλλοι πάλι δεν ήθελαν να
κολάν τα ρούχα τους ιδρωμένα επάνω στο
σώμα τους. Ναι
υπήρχαν και τέτοιες περιπτώσεις.
Με τον καιρό
τελικά, φάνηκε
ποιοι είχαν την διάθεση να συνεχίσουν
να κάνουν μακρύτερες διαδρομές
κι έτσι από μόνο
του το πράγμα ξεκαθάρισε και με τους
πιο ορεξάτους συνεχίσαμε διαδρομές με
μεγαλύτερες απαιτήσεις σε χρόνο και
αντοχές.
Όπως και να ’ταν
την Αττική την
είχαμε οργώσει.
Αυτό που μας
δυσαρεστούσε και
μας φρέναρε λιγάκι,
ήταν η αρνητική στάση
των οδηγών αυτοκινήτων, που
μας κοιτούσαν με περίεργα βλέμματα,
έτοιμοι να βάλουν
τα γέλια, λέγοντα μας συχνά,
«πώς αυτά τα
πράγματα είναι για παιδιά και πρέπει
να σοβαρευτούμε κάποια στιγμή».
Εμείς βέβαια
επιμέναμε να μην σοβαρευτούμε.
Οι απογευματινές μας εξορμήσεις στις
γύρω περιοχές της Λούτσας, της
Βραυρώνας, της Ραφήνας, της Νέας
Μάκρης, είχαν
γίνει πια κανόνας.
Μας είχαν γνωρίσει
τα καφέ των γύρω περιοχών.
Σιγά-σιγά
πήραμε σβάρνα όλα τα παραλιακά μέρη
της ανατολικής αττικής.
Οι βόλτες
ξεμάκραιναν,
εμείς δυναμώναμε,
κι η Αττική μίκραινε.
Η πρώτη ιδέα για πολυήμερες εκδρομές
με το ποδήλατο μας ήρθε αρκετά χρόνια
πριν, τότε
που γεννιόντουσαν πολλοί από τους
σημερινούς ποδηλάτες. Κοντά στο
1995. Ήταν
παραμονές Χριστουγέννων,
που αποφασίστηκε να ανεβούμε με ποδήλατο
στην Μουσουνίτσα.
Δεν είχε κανείς
μας προηγούμενη εμπειρία από τέτοιου
τύπου εξορμήσεις.
Ήταν κάτι
διαφορετικό από αυτό που ξέραμε μέχρι
τότε. Έτσι
η ιδέα κουβεντιάστηκε ανάμεσα σε μένα
και τον φίλο και
συνάδελφο Τάσο.
Μας προκαλούσε το κάτι διαφορετικό,
κάτι δυναμικό, κάτι που να μην το έχουμε
ξανά κάνει. Χωρίς
πολλές κουβέντες και σκέψη και χωρίς
να πολυ-καταλαβαίνουμε
τις δυσκολίες ενός τέτοιου ποδηλατικού
ταξιδιού, είπαμε
και οι δύο μας το ναι και αρχίσαμε τις
προετοιμασίες.
Τον Τάσο τον
χαιρόμουνα,
γιατί έλεγε ναι στις
πιο περίεργες τρέλες και δύσκολες
εκδρομές όπως αυτή.
Ποτέ δεν έλεγε
όχι στις εξερευνήσεις.
Χωρίς να έχει
κανείς μας προηγούμενη εμπειρία από
ποδηλατικές πολυήμερες βόλτες, με αρκετά
υψόμετρα και δύσκολες καιρικές συνθήκες,
να μην φοβάσαι τίποτα, και να λες ναι!!
Ε, ή είσαι τρελός
ή έχεις πολύ
μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό σου.
Με τον καιρό
πάντως πείστηκα πως τρελός δεν ήταν!
Πράγματι, ο Τάσος είχε μια πολύ
καλή φυσική κατάσταση από παιδί
κι εγώ πειράζοντάς
τον, του έλεγα συνέχεια,
πώς “είχε πέσει μέσα στην μαρμίτα,
όταν ήταν παιδί”.
Παρμένο από τον
Αστερίξ το λογοπαίγνιο αυτό,
του χάριζε
υποτίθεται δυνάμεις και αντοχές
για δύσκολα αθλήματα και ας μην είχε
προηγούμενη τριβή και εμπειρία.
Είπαμε και οι
δύο μας το ναι και αρχίσαμε να
προετοιμαζόμαστε για το ταξίδι….
κάποια σακίδια,
κάτι μικροπράγματα,
να κοιτάξουμε τα ποδήλατα μας να είναι
εντάξει,
ρουχισμός,
απαραίτητα αντιανεμικά και κάποια ημέρα
νάμαστε έτοιμοι.
Δυστυχώς από αυτήν την εκδρομή δεν έχω
ούτε μία φωτογραφία, παρ ότι είχα μαζί
μου φωτογραφική μηχανή.
Τα φιλμ άργησα
να τα εμφανίσω και καταστράφηκαν.
Αυτά είναι τα
προβλήματα που έχει η τεχνολογία.
Μερικές φορές
ρωτάμε, αυτό το φωτογράφισες; Νομίζοντας,
ότι εάν δεν το φωτογραφίσουμε η εικόνα
θα χαθεί δια παντός.
Ευτυχώς η μνήμη
των ανθρώπων όσο ζουν και μπορούν να
περιγράψουν ό,τι
ζήσαμε είναι ο καλύτερος φωτογράφος
και κάμεραμαν, αρκεί να μπορέσει να το
περιγράψει με τα κατάλληλα λόγια.
Έτσι οι εικόνες
που περιγράφω βρίσκονται μόνο στον
προσωπικό μου “σκληρό δίσκο” που ακόμα
δουλεύει ευτυχώς νομίζω καλά, κι
έτσι θα προσπαθώ να τις
περιγράψω και να τις παρουσιάσω,
όσο μπορώ καλύτερα.
Ήταν η πρώτη
φορά τότε, που
μου ήρθε η ιδέα να χρησιμοποιήσουμε το
τραίνο για την μεταφορά του ποδηλάτου
σε μακρύτερα μέρη
από αυτά που συνήθως
κάναμε τις
βόλτες μας.
Αποδεσμευμένοι,
απελευθερωμένοι θα έλεγα πιο σωστά, από
τα αυτοκίνητά μας
και τις δυνατότητες
που οπωσδήποτε
προσφέρουν,
βάλαμε τα ποδήλατα στο τραίνο και φτάσαμε
στον σταθμό Μπράλο.
Για να αντιμετωπίσω
της γκρίνιες
των υπαλλήλων του ΟΣΕ για την μεταφορά
του ποδηλάτου χρησιμοποίησα την πρώην
ιδιότητά μου ως
υπαλλήλου του ΟΣΕ.
Έτσι φτάσαμε σε
έναν ήσυχο σταθμό,
σχεδόν εγκαταλελειμμένο,
χωρίς άλλα
προβλήματα και γκρίνιες.
Παρά την
εγκατάλειψή του
ο Μπράλος παραμένει ένας εντυπωσιακός
σταθμός, λόγω
της θέσης του, περιστοιχισμένος από
βουνά. Κομβικό
σημείο για τους κατοίκους
των γύρω χωριών και για τους ταξιδιώτες
των ορεινών αναβάσεων, μιας
και η περιοχή μας δίνει άπειρες
δυνατότητες για ταξίδια και περιπέτειες
όλων των ειδών, και για όλα τα γούστα.
Είχαμε ξεκινήσει από την Αθήνα με έναν
καιρό σχεδόν ανοιξιάτικο.
Πολλά φυτά είχαν ξεγελαστεί
κι αυτά και είχαν
ανθήσει. Φεύγοντας
από το Ηράκλειο περάσαμε κάτω από μια
κουτσουπιά και τα πέταλά
της είχαν πέσει στρώνοντας
τον δρόμο μας.
Κάτι τέτοιο το βλέπει κανείς μόνο
την άνοιξη.
Εντάξει, μη γελάτε,
ο δρόμος μας δεν ήταν στρωμένος με
ροδοπέταλα, το καταλάβαμε κι εμείς
αργότερα, όταν οδεύαμε προς Στρώμη.
Βλέποντας όμως
τον καιρό
στο ξεκίνημα, νιώθαμε και αισθανόμαστε
ανοιξιάτικοι, κι
έτσι ήταν όλη η πρώτη μέρα μέχρι που
φτάσαμε στην Παύλιανη.
Εκεί ζητήσαμε και
κλείσαμε δωμάτιο στο μέρος αυτό, που
είναι και ταβέρνα και πανδοχείο και
λίγο απ’ όλα. Το βράδυ κάναμε παρέα
και κουβεντιάζαμε με τους οδηγούς
φορτηγών, που κουβαλάγανε υλικά
διαμόρφωσης του υπό κατασκευήν
δρόμου, που
οδηγούσε στα Πυρά
(πυρά Ηρακλέους) και Μαυρολιθάρι.
Τώρα μπορώ να πω,
πως προετοίμαζαν τον δρόμο για μια
επόμενη διαδρομή,
που θα έκανα δεκαπέντε χρόνια μετά.
Θυμάμαι τον Τάσο να συζητά με έναν οδηγό
από αυτούς για ώρες.
-τον ξέρεις; τον
ρωτώ….
-όχι, αλλά
είναι πόντιος.
Πατριώτης μου
λέει. Όλο
το βράδυ μου έλεγε τον πόνο του. Την
αιώνια ιστορία ενός ξεριζωμένου, ενός
πρόσφυγα. Ξεριζωμένοι οι δικοί του από
τον πόντο, βρέθηκαν στην Γεωργία. Τώρα
κι αυτός με την σειρά του, στην Ελλάδα
που διαφορετική την είχε πλάσει στην
φαντασία του.
Αφού λοιπόν και
οι παππούδες του
Τάσου κατάγονταν
από τις περιοχές του πόντου,
λογικό να βρίσκει κοινά στοιχεία με
όλους τους πόντιους.
Λοιπόν, τα
πράγματα άλλαξαν την επομένη.
Όταν ξυπνήσαμε,
κοιτάξαμε
από το παράθυρό μας
και είδαμε, πως το σκηνικό
εκεί έξω είχε αλλάξει.
Από άνοιξη
μπήκαμε ξαφνικά στο χειμώνα.
Ο δρόμος ήταν
κάτασπρος
από το χιόνι, που
είχε πέσει την νύχτα.
Κατεβήκαμε να
πάρουμε το πρωινό
μας…. Μια
γρήγορη σύσκεψη για το τι κάνουμε τώρα,
πώς το αντιμετωπίζουμε…..
Αποφασίστηκε
να προχωρήσουμε,
φορώντας τα αδιάβροχά
μας και ό,τι
γίνει! Πήραμε
το πρωινό μας υπομονετικά και
προετοιμαστήκαμε ψυχολογικά για την
πορεία μας. Θα
ήταν, το υποψιαζόμαστε,
μια βασανιστική και συνεχόμενη
ανάβαση. Όταν
ξεκινήσαμε,
διαπιστώσαμε, πως
το πάχος του χιονιού
δεν ξεπερνούσε τους πέντε
πόντους, δηλαδή
ίσα-ίσα που
σκέπαζε το οδόστρωμα.
Το εντυπωσιακό
ήταν, πώς πρώτοι
εμείς και οι ροδιές μας χαραζαν το
πρωινό απάτητο χιόνι.
Ακούγοντας το
θόρυβο που έκαναν οι ροδιές μας πιέζοντας
το φρέσκο χιόνι ανεβαίναμε σιγά-σιγά,
κι όταν άρχισαν να μας προσπερνούν
τα πρώτα αυτοκίνητα,
περνώντας από δίπλα μας, βλέπαμε τις
κυρίες συνοδηγούς να κάνουν το σταυρό
τους, με το
«αναπάντεχο»
θέαμα που έβλεπαν.
δυο τρελοί
ποδηλάτες να ποδηλατούν στην ανηφόρα,
επάνω στο χιόνι παραμονές Χριστουγέννων
και να αφήνουν τα σημάδια τους στο φρέσκο
και απάτητο χιόνι.
Αδιαφορούσαμε για τους περαστικούς και
τις γκριμάτσες
τους, σχεδόν κάναμε πλάκα με την εντύπωση
που προκαλούσαμε.
Συνεχίζοντας
την πορεία μας, μετά από μερικά χιλιόμετρα
βγάλαμε και το αδιάβροχό
μας, μιας και
δεν ήταν αναγκαίο.
Φτάσαμε με κόπο στην
κορυφή… με ανακούφιση ετοιμαστήκαμε
για τα εύκολα…. αρχίσαμε να
κατηφορίζουμε και
είπαμε «α! ωραία, επί τέλους θα ξεκουραστούμε
λιγάκι». Εδώ όμως μας περίμενε άλλη
έκπληξη. Στην πλευρά αυτή το χιόνι ήταν
σχεδόν δέκα εκατοστά και παρ’ όλη την
κατηφόρα, το ποδήλατο αρνιόταν να
προχωρήσει. Απίστευτο! Φρέναρε στο
χιόνι. Το πετάλι δεν το γλιτώσαμε.
Συνεχίσαμε όμως. Ο στόχος είναι στόχος!
Φτάσαμε
στην πλατεία της Στρώμης.
Όμορφα χωριά ξεχασμένα και αφημένα
στην μοναξιά τους.
Το χωριό ενός
άλλου φίλου, που
τότε ζούσαν οι γονείς του ακόμα.
Μπήκαμε στην
πλατεία, μπροστά μας το καφενείο, του
οποίου η καμινάδα υποσχόταν ζεστούλα
και μπήκαμε. Τρεις άνθρωποι όλοι κι όλοι
στο χωριό και όλοι μαζεμένοι στο καφενείο,
να λύνουν τα προβλήματα της χώρας, ως
συνήθως. Μας είδαν… μας κοίταζαν λες
και βλέπανε φαντάσματα. Πως βρεθήκατε;
Πως ήρθατε; Τόλμησε ο καφετζής. Δεν μας
πίστεψαν, βγήκαν όλοι να δουν με τα μάτια
τους. Ύστερα,
μας υποδέχτηκαν εγκάρδια, έβαλαν τσάι
του βουνού και ήπιαμε από τρεις κούπες
ο καθένας. Ζεστή καρδιά, ζεστό περιβάλλον,
όσο να πεις ζεσταθήκαμε.
Συνεχίσαμε με
τα ποδήλατα μας,
κι αφού κατηφορίσαμε
περάσαμε σε λίγο
τον ποταμό
κι αρχίσαμε την ανάβαση για την
Μουσουνίτσα, συνεχίζοντας
σ’ έναν ατέλειωτο
(έτσι μας φάνηκε)
και κοπιαστικό λασπόδρομο, μια
απίστευτη ανηφόρα.
Πηγαίνοντας το
μεγάλο μέρος του με τα πόδια,
πήγαινε κανείς πιο γρήγορα από το να
πηγαίνει ποδηλατώντας.
Περάσαμε την
Μουσουνίτσα και
προς το απόγευμα,
φτάσαμε στον έρημο από κόσμο Αθανάσιο
διάκο. Όλα
κλειστά. Χτυπήσαμε την πόρτα σ’ ένα
μαγαζί, και μας άνοιξε ο μοναδικός
μάλλον, κύριος
Μαστροκωστόπουλος.
Ψάχναμε κάτι να καλοπιάσουμε το στομάχι
μας, να πάψει να διαμαρτύρεται. Κάνα δυο
σύκα είχαμε φάει όλη μέρα, και το τσάι.
Όταν λοιπόν μας
είδαν στο χωριό με
τα ποδήλατα, φορτωμένους, κατάκοπους,
λασπωμένους, μας ρώτησαν,
πώς ήρθαμε με αυτόν τον καιρό στα
Βαρδούσια, αφού ο
Αθανάσιος Διάκος είναι
το χωριό απ ό,που
ξεκινά κανείς την ανάβασή
του για την
κορυφή των Βαρδουσίων.
Θέλαμε εκείνη
την ώρα, όπως προείπα, επειγόντως
κάτι να φάμε κάτι
να πιούμε να συνέλθουμε από την
ολοήμερη ταλαιπωρία σε αυτή την ατελείωτη
λασπώ ανάβαση,
που μας ταλαιπώρησε,
αλλά την
νικήσαμε. Στο
μαγαζί οι μόνοι που βρίσκονταν
εκείνη την στιγμή ήταν ο μπάρμπα
Μαστροκωστόπουλος,
η Νύφη του ταΐζοντας το βυζανιάρικο
τότε εγγόνι του,
μιας και ο γιος
του βρισκόταν είτε στα ζώα,
είτε στο βουνό για κυνήγι.
Μια σούπα που
είχαν στο τραπέζι τους, τηγανητές
πατάτες και σαλάτα,
ήταν μέγας πειρασμός! Δεν μας τα αρνήθηκαν
πάντως και έτσι συνήλθαμε. Εξ’
ίσου όμως, να το καταθέσω κι αυτό,
μας συνέφερε η ζεστασιά που μας πρόσφερε
η σόμπα, που
έκαιγε μπροστά μας.
Ζέσταινε όλο το
μαγαζί και τα κόκαλά μας,
που είχανε παγώσει.
Νιώθαμε την
ζεστασιά να περιβάλει το κορμί μας και
αρχίσαμε να χαλαρώνουμε.
Είναι γεγονός, πως
σ’ αυτά τα δύσκολα ορεινά μέρη,
τον χειμώνα εάν δεν έχει κανείς πλούσια
θέρμανση, δεν μπορεί να επιβιώσει.
Έτσι κι αυτή
η οικογένεια,
μόνιμοι κάτοικοι
αυτού του ορεινού χωριού,
φρόντιζαν, ώστε η ζέστη να
μην τους λείπει
όλο τον χειμώνα.
Κάποια στιγμή έπρεπε να αφήσουμε την
θαλπωρή του μαγαζιού και να φύγουμε για
το σπίτι του φίλου του Τάκη.
Γιατί αλίμονο αν δεν είχαμε προνοήσει.
Πράγματι, όσον αφορά την διαμονή μας,
είχαμε εξασφαλισμένο καταφύγιο. Είχα
τα κλειδιά του εξοχικού του τότε εν ζωή
φίλου Τάκη. Ένα
ονειρεμένο σπιτάκι, μέσα στο δάσος και
δίπλα στο ποτάμι, που κατέβαινε από το
βουνό και σε νανούριζε με το πέρασμά
του ανάμεσα στα βράχια και τις κοτρώνες,
που με υπομονή αιώνες τώρα, είχε καταφέρει
να λειάνει και να στρογγυλέψει.
Είχαμε κακομάθει
στην ζέστη του μαγαζιού και όταν ανοίξαμε
την πόρτα του σπιτιού που θα περνάγαμε
την νύχτα μας, νιώσαμε λίγο περίεργα.
Είτε μέσα στο
σπίτι ήσουν,
είτε στο δρόμο ήταν το ίδιο
και το αυτό.
Για να κάτσουμε,
φορέσαμε όλα μας τα ρούχα και εννοείται,
πως αμέσως ανάψαμε το τζάκι και καθίσαμε
μπροστά στην φωτιά, να κάνουμε…. και
τον απολογισμό μας και τα σχέδια για
μελλοντικές, για νέες περιπέτειες!
Ανάψαμε
το τζάκι, όχι τόσο
για να ζεσταθούμε, αλλά για να
διώξουμε την υγρασία από την ατμόσφαιρα.
Γιατί ζέστη σε
αυτό το σπίτι εκείνη την εποχή ήταν
μάλλον αδύνατον
να πετύχουμε. Ένα
τηλέφωνο στον φίλο
Τάκη, ότι φτάσαμε
και είμαστε μέσα στο “ψυγείο” και ένα
ευχαριστώ για την φιλοξενία,
ήταν νομίζω απαραίτητο.
Ο Τάκης
ενθουσιασμένος,
που κατορθώσαμε
να φτάσουμε
καταχείμωνο στο σπίτι του,
από την άλλη άκρη,
μου δίνει ευχές να περάσουμε καλά.
Ανάβοντας ό,τι
μηχάνημα μπορούσε να προσφέρει
ζεστασιά, για να
βγάλουμε την νύχτα, κοιμηθήκαμε
όπως-όπως,
μα ζεστασιά δεν είδαμε.
Ρίξαμε πάνω μας
ό,τι μάλλινο
ρούχο υπήρχε στο σπίτι,
που θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο
κουβέρτας. Έτσι,
που και να ήθελε κανείς μας να στριφογυρίσει
κάτω απ’ αυτά την νύχτα, ήταν αδύνατον
από το βάρος που είχαμε επάνω μας.
Το πρωί ένας
βιαστικός καφές στο μαγαζί και ξεκινήσαμε
την επιστροφή για κάτω, μιας
και ο καιρός άρχισε να χαλάει περισσότερο.
Τώρα υπήρχε φόβος
να μείνουμε αποκλεισμένοι
χριστουγεννιάτικα στον Αθανάσιο Διάκο.
Κατεβαίνουμε χωρίς εμπόδια και
καθυστέρηση.
Φτάσαμε στο
ποτάμι, μια σχετικά μικρή ανάβαση και
ξανά στο χωριό
Στρώμη.
Καθίσαμε στο
καφενείο για ένα τσάι
(δεν χρειάζεται να σημειώσω πως και να
θέλαμε, δεν είχε τίποτε άλλο), να
πάρουμε μια ανάσα,
αλλά
και να βρούμε χρόνο να αποτυπώσουμε τις
όμορφες εικόνες στο μυαλό μας.
Απολαμβάναμε
το “κατόρθωμα”, γιατί εκείνη την εποχή
αυτό που κάναμε ήταν κατόρθωμα, μιας
και το καινούργιο μας χόμπυ
είχε ενδιαφέρον
και ήταν ιδιαιτέρως εκτονωτικό.
Είναι ένας
τρόπος να βγάλουμε τις
τοξίνες μας χειμωνιάτικα, να ανοίξουν
οι πόροι μας, να ιδρώσουμε, να γεμίσουμε
εικόνες να κάνουμε κάτι,
που μέχρι χθες μας ήταν άγνωστο σαν
σπορ, σαν τρόπος μετακίνησης.
Τώρα μας ανοίγει
άλλους δρόμους, άλλες προοπτικές, που
μόνο η φαντασία μας μπορούσε να μας
περιορίσει, αρκεί να έχουμε χρόνο και
όρεξη να εξερευνήσουμε την δύσβατη
Ελλάδα, που δεν
μπορούσαμε να την προσεγγίσουμε και να
εξερευνήσουμε με το αυτοκίνητο.
Πολλά και αναπάντητα τα ερωτήματα για
ταξίδια με το
αυτοκίνητο. Έχει
άσφαλτο; έχει δρόμο καλό; μπορεί να πάει
το αυτοκίνητο; έχει βενζινάδικο; μήπως
είναι γεμάτο λακκούβες; όλα αυτά τα
ερωτήματα που φρενάρουν την διάθεσή
μας για εκδρομές, ενώ με το ποδήλατο όλα
τα ερώτημα αυτά πάνε περίπατο.
Το ποδήλατο πάει
παντού, ακόμα και στα μονοπάτια φορτωμένο,
αρκεί να έχεις διάθεση να εξερευνήσεις
την άγνωστη Ελλάδα και εμείς είχαμε και
την όρεξη και την αγάπη για την ανεξερεύνητη
Ελλάδα, αλλά
πάνω από όλα θέλαμε να γνωρίσουμε την
άγρια φύση, και αυτό μέχρι χθες το κάναμε
μόνο με την
ορειβασία. Τώρα
με το ποδήλατο μας ανοίγεται
ένας καινούργιος
κόσμος.
Στην Παύλιανη δεν καθίσαμε καθόλου.
Μας είχε συνεπάρει
η κατηφόρα, η πλούσια βλάστηση και η
φύση. Έλατα
ατελείωτα, έλατα
παντού, ό,που
έβλεπε το μάτι σου.
Μέσα από το δάσος
αργά αναδυόταν
ένα πρωινό σύννεφο ομίχλης,
που πότε σκέπαζε το δάσος και πότε το
απεκάλυπτε. Μια
εικόνα από βόρειες χώρες, μια
φύση που την προσεγγίζαμε μέχρι χθες
με το αυτοκίνητο,
βλέποντάς την
μέσα από το μεταλλικό κουτί,
πίσω από το τζάμι, ενώ
τώρα με το ποδήλατο γινόμαστε ένα
με αυτήν, την νιώθαμε, την μυρίζαμε, την
απολαμβάναμε και νιώθαμε την ελευθερία,
που σου παρέχει ο οικολογικός αυτός
τρόπος μετακίνησης, το ποδήλατο.
Νιώθαμε
ανεξάρτητοι, σταματάγαμε σε επίκαιρα
σημεία να θαυμάσουμε τη φυσική αγριάδα
που βλέπαμε.
Στις
φουρκέτες σταματούσαμε να αγναντέψει
το βλέμμα μας μακριά, και όσο κατεβαίναμε
σχεδιάζαμε στο μυαλό μας τις νέες μας
εκδρομές και σε καινούργια μέρη,
που θα μπορούσαμε να πάμε με το ποδήλατο.
Μας είχε
ενθουσιάσει η εμπειρία, και το μυαλό
μας είχε απογειωθεί.
Φτάσαμε χωρίς
να το καταλάβουμε στον Μπράλο
και μάλιστα νωρίς.
Χρόνο είχαμε,
όρεξη το ίδιο καλή και συνεχίσαμε για
Αμφίκλεια, ό,που
από εκεί θα παίρναμε το τραίνο το
απόγευμα.
Λες και πηγαίναμε στην Αμφίκλεια για
πρώτη φορά στην ζωή μας, την βλέπαμε σαν
ένα καινούργιο χωριό.
Ήταν μια άλλη
οπτική και ένας διαφορετικός τρόπος
προσέγγισης της
ορεινής κωμόπολης.
Κάτω από τα
πλατάνια κάναμε βόλτες στην κεντρική
πλατεία, σαν
μικρά παιδιά.
Δεν πιστεύαμε
και οι ίδιοι αυτό που είχαμε κατορθώσει
να κάνουμε, να ανέβουμε στα δύσβατα
βουνά καταχείμωνο παραμονές Χριστουγέννων
με το ποδήλατο.
Είχαμε ολοκληρώσει
τον στόχο μας και τώρα με το δίκιο μας
φέρναμε βόλτα στην πλατεία της Αμφίκλειας
σαν μικρά παιδιά διότι…,
«γιατί να το κρύψωμεν
άλλωστε» το ποδήλατο σε βοηθά να
βγάλεις το παιδί,
που κρύβεις μέσα
σου. Όγκοι
προβλημάτων και υποχρεώσεων μας
αναγκάζουν να το καταχωνιάζουμε και να
το καταπιέζουμε μια
ζωή. Ε,
τώρα μας είχε βγει στην επιφάνεια και
δεν μπορούσαμε να το συγκρατήσουμε,
να το χαλιναγωγήσουμε.
Έτσι κάναμε
βόλτες μέσα στο χωριό χωρίς λόγο και
αιτία. Έτσι!
γιατί είχαμε χρόνο και καλή διάθεση
μέχρι να περάσει η ώρα για να έρθει το
τρένο, που θα
μας πάει στην Αθήνα.
Το ποδήλατο για πρώτη φορά στην ζωή μας
το χρησιμοποιούσαμε όχι μόνο σαν μέσον
μετακίνησης και βόλτας,
αλλά
και σαν μέσον
διακοπών. Νιώθαμε
μια πρωτόγνωρη ελευθερία μια ανεξαρτησία
μοναδική, απαλλαγμένοι από θορύβους,
από βενζινάδικα, από ταχύτητες,
και το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν
χρόνος και
υπομονή, σχετική μυϊκή
δύναμη και κέφι,
για να αντιμετωπίσουμε τις
δυσκολίες που υπήρχαν στην ορεινή μας
διαδρομή. Με
λίγη υπομονή και θέληση όλα τα
αντιμετωπίζαμε.
Γνωρίζαμε χωριά,
αγρότες που μας κοιτούσαν περίεργα,
περαστικούς, και φύση ατελείωτη, και
δάση, ατελείωτα δάση.
Είχαμε βρει ένα
τρόπο να βγάλουμε την έντασή
μας, την δύναμή
μας, που εκείνη
την εποχή περίσσευε είναι αλήθεια.
Μέχρι τότε για
να ξεφύγουμε,
να διασκεδάσουμε και να εκτονωθούμε,
είχαμε πότε την ορειβασία,
πότε το windsurf και καμιά
φορά το σκι. Τώρα
έμπαινε δυναμικά στην ζωή μας και το
ποδήλατο, αλλά
το ποδήλατο ήταν ένα ήπιο μέσον
μεταφοράς, διαφορετικό από όλα τα άλλα,
πιο γρήγορο από το περπάτημα αλλά
το ίδιο απολαυστικό.
Αν και πολύ
πιο αργό από το αυτοκίνητο που
είχαμε συνηθίσει, σε
αντίθεση μ’ αυτό,
το ποδήλατο δημιουργούσε πλήθος
περιπετειών και εκπλήξεων χωρίς
απαραίτητα να
το επιδιώκει κανείς.
Η ύπαρξή του και
την παρουσία του γινόταν αφορμή ποικίλων
σχολίων και εντυπώσεων.
….. αναμοχλεύοντας
τη μνήμη έρχονται στην επιφάνεια πολλές
θύμισες.
….. θα επανέλθω….
Κώστας Στουμπιάδης
Τάσος Συμεωνίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου