Στην Κάρυστο με ποδήλατο
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την ανάβαση στον Αθανάσιο Διάκο και μας έτρωγε να ξανακάνουμε κάτι δυναμικό, κάτι που να μας μείνει χαραγμένο στην μνήμη μας για καιρό. Τον ελεύθερο μας χρόνο συνεχίζαμε να τον χαιρόμαστε στην παραλία κάνοντας windsurfing.
Καιρό τώρα κυριαρχούσε, σταθερά στην ζωή μας ως κύριο σπορ που «έτρωγε» τον ελεύθερο χρόνο μας, όσο για το ποδήλατο συνέχιζε να λειτουργεί σαν επικουρικό μέσο εκτόνωσης κυρίως για τις απογευματινές μας βόλτες, άντε και καμιά Κυριακή. Από τα χέρια μας δεν το αφήναμε και με κάθε ευκαιρία μας έβρισκες επάνω στη σέλα να ποδηλατούμε στην παραλιακή Βόρεια Αττική.
Καιρό τώρα κυριαρχούσε, σταθερά στην ζωή μας ως κύριο σπορ που «έτρωγε» τον ελεύθερο χρόνο μας, όσο για το ποδήλατο συνέχιζε να λειτουργεί σαν επικουρικό μέσο εκτόνωσης κυρίως για τις απογευματινές μας βόλτες, άντε και καμιά Κυριακή. Από τα χέρια μας δεν το αφήναμε και με κάθε ευκαιρία μας έβρισκες επάνω στη σέλα να ποδηλατούμε στην παραλιακή Βόρεια Αττική.
Λίγη Ιστορία δεν βλάπτει
Ένα ντοκιμαντέρ της τότε ΕΡΤ για την παρουσίαση της άγνωστης Ελλάδας με είχε συγκλονίσει. Ήξερα και εγώ για ένα ποτάμι που ξεκινά από την κορυφή του βουνού της Όχης επάνω από την Κάρυστο και έπεφτε στην θάλασσα αφού κατά την πορεία του έφτιαχνε σουβάλες και λούμπες με τρεχούμενο ποταμίσιο πεντακάθαρο νερό, όπου ακολουθώντας τες οι ορειβάτες μπορούσαν στην κατάβαση να κάνουν μπάνιο, ώσπου η κατάβαση αυτή, το σούρουπο κατέληγε μέσα σε μια απερίγραπτη φύση σαν ζούγκλα, καταλήγοντας στην παραλία των Καλλιανών.
Για φαγητό στο μοναδικό ταβερνάκι, το οποίο έχει και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Όσο γι αυτούς που θέλουν παραπάνω περιπέτεια υπάρχει βαρκάκι που σε παίρνει από την όμορφη παραλία των Καλλιανών και σε μεταφέρει στην Κάρυστο. Ήμουν γνώστης αυτής της ιστορίας, από την θητεία μου, σαν ορειβάτης με τον ορειβατικό σύλλογο των Αθηνών, όπου η εκδρομή αυτή διοργανωνόταν μια φορά τον χρόνο από μια παρέα πολύ κλειστή, η οποία θα έπρεπε κάθε φορά να πληροί κάποια στάνταρ σύμφωνα με τις απαιτήσεις του διοργανωτή!!!!
Για φαγητό στο μοναδικό ταβερνάκι, το οποίο έχει και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Όσο γι αυτούς που θέλουν παραπάνω περιπέτεια υπάρχει βαρκάκι που σε παίρνει από την όμορφη παραλία των Καλλιανών και σε μεταφέρει στην Κάρυστο. Ήμουν γνώστης αυτής της ιστορίας, από την θητεία μου, σαν ορειβάτης με τον ορειβατικό σύλλογο των Αθηνών, όπου η εκδρομή αυτή διοργανωνόταν μια φορά τον χρόνο από μια παρέα πολύ κλειστή, η οποία θα έπρεπε κάθε φορά να πληροί κάποια στάνταρ σύμφωνα με τις απαιτήσεις του διοργανωτή!!!!
Έτσι, είχα δώσει μια μυθική διάσταση στο μυαλό μου σε μια τέτοια εκδρομή. Το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ έκανε το οδοιπορικό γύρω από τα χωριά του βουνού Όχη θεωρώντας εκείνο τον καιρό, ότι ήταν ένα από τα πιο δύσκολα και απόμακρα μέρη της Ελλάδας, όχι από άποψη απόστασης αλλά δυσκολιών που είχε η περιοχή. Όλο τον εξοπλισμό και τα κινηματογραφικά τους σύνεργα μετέφεραν με μουλάρια που είχαν νοικιάσει από την Κάρυστο προκειμένου να γυρίσουν το ντοκιμαντέρ. Από τον αφηγητή δε, μάθαμε μερικά ιστορικά συγκλονιστικά στοιχεία άγνωστα μέχρι τότε, όπως ότι το Κάβο Ντόρο ήταν ο «κάβος του χρυσού». Στην περιοχή, κατά την αρχαιότητα γινόταν εξόρυξη χρυσού, η οποία συνεχίστηκε και κατά την Βυζαντινή περίοδο. Από τους χώρους εξόρυξης έβγαζαν τον χρυσό και στο διπλανό χωριό, τους Καλλιανούς, ήταν το νομισματοκοπείο του Βυζαντίου. Αποτελούσε το χώρο όπου παράγονταν τα χρυσά κωσταντινάτα νομίσματα της εποχής.
Όταν έγινε η Άλωση της Πόλης, στην παραλία των Καλλιανών ήταν έτοιμα να αναχωρήσουν τρία καράβια γεμάτα με χρυσά νομίσματα για την Πόλη, όταν όμως μαθεύτηκαν τα δυσάρεστα μαντάτα, τα πλοία δεν έφυγαν ποτέ, έμειναν εκεί και με τον καιρό βούλιαξαν. Έτσι τα καράβια όπως και τα νομίσματα έμειναν στον πάτο της θάλασσας. Τους χειμώνες, όταν υπάρχει κακοκαιρία και φουρτούνα, η παραλία ξεβράζει κατά καιρούς ακόμα και σήμερα παλιά χρυσά κωσταντινάτα, όπου αρκετοί από τους κατοίκους του χωριού των Καλλιανών τα δείχνουν περιχαρείς.
Πριν τους Καλιανούς βρίσκεται το χωριό Αντιάς όνομα περίεργο αλλά με μεγάλη ιστορία ζωντανή ακόμα και στις ημέρες μας, φέρει την καταγωγή του από την Περσία και η σημασία του ταυτίζεται με τα δύο βασικά εξαρτήματα του αργαλειού ύφανσης, όπου το ένα τυλίγει από την μια μεριά το αδιαμόρφωτο ύφασμα και το άλλο το τελειωμένο πια ύφασμα κρατώντας το τεντωμένο, από την μια άκρη τους. Το Αντί ήταν ένα χοντρό ξύλο 10- 15 εκατοστά, τρυπημένο, διαμπερές για να μπαίνει μέσα ένα ξύλο που θα τέντωνε το ύφασμα. Όσο παράξενο και εάν φαίνεται, η εμπειρία αυτή εικάζεται, ότι προήλθε από έναν Πέρση στρατιώτη, που άφησαν οι Πέρσες από την εποχή των περσικών πολέμων σαν φύλακα, μια και στην περιοχή είχαν στρατοπεδεύσει πριν την τελική επίθεση για την μάχη του Μαραθώνα. Οι Πέρσες έχασαν τη μάχη και ο Πέρσης στρατιώτης έμεινε στην περιοχή, και για να επιβιώσει άρχισε να φτιάχνει το “Αντί” κάτι που ήξερε από την περιοχή του. Άρχισε λοιπόν, να τα πουλά στα γύρω χωριά και στους ντόπιους κατοίκους της περιοχής, που εκείνο τον καιρό ύφαιναν. Έτσι όλοι πήγαιναν στον Πέρση να τους φτιάξει ένα Αντί για τον αργαλειό τους και με τον καιρό, το όνομα του χωριού όπου διέμενε ο Πέρσης έμεινε ως Αντιάς.
Ωστόσο, η ιστορία του χωριού συνεχίζεται με αρκετά διαφορετικό τρόπο, αφού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ο κόσμος για να επιβιώσει βρήκε έναν ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας, την λεγόμενη στην τοπική τους διάλεκτο “σφυριά”. Η συνομιλία δηλαδή γινόταν (και γίνεται ακόμη) με σφύριγμα, ώστε να μην γίνεται αντιληπτή από τους Τούρκους. Μ’ αυτόν τον τρόπο επικοινωνούσαν μεταξύ τους έστω και αν βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση, προειδοποιώντας ο ένας των άλλον. Αυτός ο ιδιόμορφος τρόπος επικοινωνίας έφτασε μέχρι τις μέρες μας και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να πάμε να τους ακούσουμε ζωντανά. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ενθουσιάστηκε με αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας και στην ταινία του “ταξίδι στα Κύθηρα” τον είχε συμπεριλάβει σ’ αυτήν, βάζοντας τον Μάνο Κατράκη να επικοινωνεί με έναν συγχωριανό του σφυρίζοντας ο ένας στον άλλον .
Πριν από τον Αντιά βρίσκεται το χωριό Πλατανιστός, ένα χωριό μέσα στα νερά αφού μέσα από το χωριό περνά ένα ποτάμι που χύνεται στην θάλασσα φτιάχνοντας μια φοβερή διαμαντένια παραλία το λεγόμενο “Ποτάμι”. Κάτω από τα πλατάνια, και δίπλα στην παραλία το καλοκαίρι ξεκουράζονται ομάδες νέων κάνοντας διακοπές με τις σκηνές τους, μέσα από το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ μάθαμε πώς η ΔΕΗ έχει σχεδιάσει να γίνει κάποτε ένα πυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος για την Αθήνα. Η πρότασή της, σχεδιαστικά μέχρι τώρα τουλάχιστον, είναι να γίνει σε αυτήν ακριβώς την παραλία.
Πηγαίνοντας λίγο πίσω στον χρόνο, πριν από την κατοχή από το χωριό αυτό καταγόταν ένας αγωνιστής της εθνικής αντίστασης, ένας τίμιος και απλός αγωνιστής, ονόματι Σταύρος Βερούχης, η πληροφορία δεν προέρχεται από την ΕΡΤ αλλά προέρχεται από τα απομνημονεύματα του Α. Στίνα. Στα απομνημονεύματά του ο Στίνας περιγράφει, πώς από εκτίμηση οι συγχωριανοί του Πλατανιστού έστησαν ένα άγαλμα στην μνήμη του, έτσι ώστε μπαίνοντας κανείς στο χωριό να το βλέπει. Όμως η συνέχεια της πολιτικής ελληνικής ιστορίας δεν ήταν ήρεμη, θέλεις ο εμφύλιος πόλεμος, θέλεις τα ξερονήσια, κάποιοι θέλοντας να αποφύγουν πολιτικά αντίποινα από τις τοπικές εξουσίες το κατέστρεψαν, περισσότερες πληροφορίες για τον Σταύρο Βερούχη εδώ.
Όλες αυτές οι ιστορικές πληροφορίες που έχω στο μυαλό μου έχουν φτιάξει μια εντυπωσιακή εικόνα της περιοχής αυτής και των χωριών γύρω από την περιοχή της Όχης. Την εποχή που τα είχα όλα αυτά στο μυαλό μου, ήθελα να τα ψάξω, αλλά δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ ούτε Google earth ούτε Google maps ούτε τίποτα από τις ψηφιακές δυνατότητες που έχουμε σήμερα, έτσι για να προετοιμάσουμε μια εκδρομή γύρω από αυτά τα χωριά η μόνη βοήθεια εκείνη την εποχή ήταν ένας χάρτης της περιοχής που είχε αποτυπωμένη την Κάρυστο και όλα τα χωριά αυτά και αλλά πολλά που υπήρχαν στην περιοχή σαν απλές κουκίδες και τίποτε άλλο. Όμως για να σχεδιάσει κανείς ποδηλατικές βόλτες θέλει στοιχειωδώς να ξέρει και τα υψόμετρα και τις κλήσεις, και την εποχή εκείνη, μόνο οι χάρτες του Στρατού μπορούσαν να μας δώσουν αυτές τις πληροφορίες και κανείς άλλος. Η Google ήταν άγνωστη λέξη και όλα αυτά το “μακρινό” σωτήριο έτος του 2004, τόσο παλιά δηλαδή, έτσι για να δούμε με πόσο γοργούς ρυθμούς έχουν προχωρήσει τεχνολογικά τα πράγματα στις μέρες μας.
Οι προετοιμασίες αρχίζουν
Η μόνη διέξοδος για μας ήταν η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού Γ.Υ.Σ, καθώς η υπηρεσία αυτή είχε καταγράψει για στρατιωτικούς λόγους βέβαια, όλη την Ελλάδα με φοβερές λεπτομέρειες, με υψομετρικές καμπύλες ανά εικοσιπέντε μέτρα, τις πηγές, τα εκκλησάκια, τις χαράδρες τα λούκια τα πάντα. Εάν οι ιδιώτες για ταξιδιωτικούς λόγους ήθελαν να γνωρίζουν αυτές τις λεπτομέρειες θα έπρεπε να αγοράσουν τα κομμάτια του χάρτη της περιοχής που τους ενδιέφερε. Έτσι και εγώ μια και δυο βρέθηκα στη συγκεκριμένη υπηρεσία να ζητώ τους χάρτες της περιοχής γύρω από την Όχη, η επόμενη κίνηση ήταν να βάλω κάτω τους χάρτες για να φτιάξω την διαδρομή μας, τα χωριά που θα περάσουμε και να κάνω ένα σχεδιάγραμμα των ανυψώσεων και των βυθίσεων που θα έχει ο δρόμος μας για να ξέρω περίπου τι μας περιμένει και σε ποια χιλιόμετρα θα έχουμε δυσκολίες και τι βαθμού, απλά για να έχουμε ένα μπούσουλα της πορείας μας.
Όταν ήμασταν έτοιμοι από χάρτες, προσδιόρισα και τα σημεία που θέλαμε να κοιμηθούμε και αν υπήρχε δυνατότητα, μιας και τότε ακόμα δεν είχα αρχίσει να χρησιμοποιώ την λύση ατομικής σκηνής. Έτσι, κρινόταν απαραίτητο να κλείσουμε δωμάτια στα χωριά Αντιάς και Καλλιανοί, και να πάρουμε κάποιες στοιχειώδεις πληροφορίες για τον δρόμο και την κατάσταση των χωριών που θα περνούσαμε, καθώς και άλλα τέτοια στοιχεία, που μας ήταν αναγκαία για το ταξίδι μας. Από την επικοινωνία που είχα, κατάλαβα τις δυσκολίες που λίγο πολύ θα βρίσκαμε μπροστά μας. Το πρώτο που κατάλαβα, ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου που θα βρίσκαμε θα ήταν χωματόδρομος, δηλαδή πολύ πριν τον Αντιά τελείωνε η άσφαλτος και άρχιζε ο χωματόδρομος και από εκεί και πέρα ήταν το χάος. Ένας χωματόδρομος με ατελείωτες λακκούβες, με ρηγματώσεις από τις βροχές, νεροφαγώματα και πιθανά σε κάποια σημεία μικρές πτώσεις βράχων, και η συνομιλία κατέληγε “εν ολίγοις ένα τζιπ θα ήταν καλύτερο, από τα ποδήλατα, τώρα τι να σας πω, εσείς ξέρετε!!!!!” .
Η επικοινωνία μου έκανε την καρδιά περιβόλι!!!! Όμως ήταν και κάτι που εγώ και ο φίλος ο Τάσος το θέλαμε πολύ και το κουβεντιάζαμε καιρό. Αυτό που προσπαθούσα να εξασφαλίσω τουλάχιστον ήταν ένας ύπνος και ένα στοιχειώδες φαγητό, όσο για νερό υπέθετα, πώς δεν μπορεί να είχαμε πρόβλημα μιας και η περιοχή ήταν γεμάτη από νερά και πράγματι έτσι ήταν. Τώρα από κόσμο δεν περιμέναμε και πολλά πράγματα, αλλά τουλάχιστον ένα καφενείο μερικούς κατοίκους σε κάθε χωριό φανταζόμαστε πώς θα βρίσκαμε, όλα τα αλλά τα αφήσαμε στην τύχη. Από το τηλέφωνο μας προετοίμασαν, ότι τα πράγματα εκεί ήταν λίγο δύσκολα, μας παρότρυναν να πάρουμε μαζί μας εξαρτήματα για να αντιμετωπίσουμε πολλές δυσκολίες!!! Οι ειδήσεις επιβεβαίωναν την εικόνα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου, στόχος ήταν να φτάσουμε την δεύτερη ημέρα στους Καλλιανούς και την επόμενη να φτάσουμε ξανά στο Μαρμάρι απ όπου είχαμε ξεκινήσει.
Με τον Τάσο εκείνο το καιρό ήμασταν αυτοκόλλητοι, στο windsurf μαζί, στις ποδηλατικές βόλτες μαζί, στις ορειβασίες και βέβαια σε ό,τι τρελό μου ερχόταν, το σχεδιάζαμε και το εκτελούσαμε. Όλα σχεδιαζόντουσαν σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις ορέξεις μας, μιας και οι δυνατότητές του ήταν απέραντες και χωρίς τέλος, αυτό που μου άρεσε ήταν ότι όλα τα αντιμετωπίζαμε με ψυχραιμία, σύνεση, ηρεμία και πάντα με αρκετή δόση χιούμορ. Οι αντοχές μας για τέτοιες τρέλες ήταν απύθμενες και ατελείωτες. Είχαμε μια δίψα ακαταμάχητη για τρέλες λες και είχαμε παιδικά απωθημένα, που μπορεί…..… να ήταν κι έτσι! Μόνο που δεν ξέρω πότε θα κορεστεί αυτή η δίψα για τρέλες και για ταξίδια….. “ας όψεται το φρένο”. Σε οποιαδήποτε τρέλα και εάν του πρότεινα, ο Τάσος δεν έλεγε ποτέ όχι, μάλιστα όσο μεγαλύτερη τρέλα περιείχε το σχέδιο μας, τόσο περισσότερο του άρεσε. Οι περιγραφές μου για την άγνωστη για μας και τη σχεδόν απάτητη Ελλάδα, με την άγνωστη και άγρια φύση τον έκανε να πει «ναι». Όταν άρχισα να του περιγράφω για Διμοσάρη, ποτάμια, Πέρσες, για Αντιά, για Κάβο Ντόρο, για Κοσταντινάτα, και πυρηνικά εργοστάσια, τότε τον συνεπήρε και αυτόν η ιδέα της εκδρομής και άρχισε τις δικές του προετοιμασίες.
Εκείνη την εποχή μόλις είχα πάρει ένα ποδήλατο του γιου μου mountain με μπροστινή ανάρτηση, οκτάρα κασετίνα και με την ιδιομορφία το έβδομο γρανάζι να είναι 28 δόντια και το όγδοο να πετάγεται στα 34. Οι κατασκευαστές το ονόμαζαν mega race νομίζω. Έτσι, όταν έβαζες το 34 γρανάζι ανέβαινες παντού αλλά το ποδήλατο γινόταν αρκετά αργό, κάτι που στην συγκεκριμένη εκδρομή το είχα ανάγκη, χώμα είχε, ανάβαση ατελείωτη είχε, είμαστε μια χαρά. Τον εξοπλισμό μου δε τον συμπλήρωσα με ένα πάνελ ηλιακό, που το έδεσα στο επάνω μέρος από τα σακίδια μου, όπου το ρεύμα αποθηκευόταν σε μια μπαταρία 2,2 Αh και με μια έξοδο αυτοκινήτου έπαιρνα 12 Volt ρεύμα και με ένα μικρό ινβέρτερ στα 220 Volt φόρτιζα την κάμερα, την φωτογραφική μηχανή και τα κινητά τηλέφωνα. Όλα φόρτιζαν με 220 Volt. Ο ρουχισμός μας ήταν απλός, δεν είχαμε πολλά ρούχα μιας και είχαμε μπει στον Ιούλιο. Έτσι, το κυρίως φόρτωμα ήταν μόνο στο πίσω μέρος του ποδηλάτου με ένα μικρό τσαντάκι στο τιμόνι για τα φωτογραφικά, κάμερες, λεφτά και ό,τι άλλο σημαντικό αντικείμενο είχαμε μαζί μας. Από εξαρτήματα είχαμε εργαλεία αλλαγής λάστιχου, μερικά γερμανικά κλειδιά για να λύσουμε της ρόδες, δύο εσωτερικά λάστιχα, υλικά συγκόλλησης, φαρμακείο και όρεξη…. πολύ όρεξη για περιπέτεια.
Έχοντας αυτόν τον εξοπλισμό φανταζόμαστε πως θα είμαστε εντάξει, αλλά μερικές φορές η σιγουριά δεν είναι καλός σύμβουλος. Τελειώσαμε την βόλτα μας αυτή και δεν συνέβη κανένα απρόοπτο και κανένα λάστιχο δεν έσκασε. Όμως όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, σε μια κοντινή βόλτα, μας έσκασε το λάστιχο και σίγουροι πως έχουμε τα πάντα που θα μπορούσαμε να το επισκευάσουμε, ανοίξαμε τα σύνεργα για να φτιάξουμε το λάστιχο, αλλά μείναμε έκπληκτοι γιατί διαπιστώσαμε πως η κόλλα μας είχε γίνει πέτρα, κοιταχτήκαμε εγώ και ο Τάσος και βάλαμε τα γέλια. Φαντάσου να μας έπιανε λάστιχο στην βόλτα γύρω από την Νότιο Εύβοια! Στο χωματόδρομο! Στο πουθενά! Τι θα κάναμε;
Το ταξίδι ξεκινά
Την Πέμπτη, το βράδυ στις 2 Ιουλίου, το 2005 φορτώσαμε από την Αθήνα τα ποδήλατά μας στο αυτοκίνητο, διανυκτερεύσαμε στο τροχόσπιτο στη Λούτσα, κοιμηθήκαμε σαν πουλάκια και κατά τις 5 το πρωί ξυπνήσαμε. Με έκπληξη καταλάβαμε, ότι το βράδυ είχε βρέξει και ο καιρός συνέχιζε να δείχνει βροχερός με απροσδιόριστη την εξέλιξή του για την υπόλοιπη ημέρα. Ωστόσο εμείς κάναμε τις τελευταίες μας ρυθμίσεις στα εξαρτήματα, πριν την αναχώρησή μας και ξεκινήσαμε. Το πλοίο από την Ραφήνα έφευγε το πρωί στις 7.30 π.μ, σε περίπου δέκα λεπτά από το τροχόσπιτο βρισκόμασταν στο λιμάνι κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό και κατά τις 9 το πρωί πίναμε καφέ στο Μαρμάρι. Χωρίς πολλές καθυστερήσεις ξεκινήσαμε για την πόλη της Καρύστου. Μετά από δεκατρία χιλιόμετρα και μέσα από ένα κατάφυτο κάμπο φτάσαμε στην υπέροχη πόλη της Καρύστου. Από την όρεξή μας να ποδηλατήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε είχαμε ήδη αρχίσει να ανεβαίνουμε στα ορεινά έχοντας θέα τα παράλια της Αθήνας ακριβώς απέναντί μας.
Παρασκευή 3 Ιουλίου 2005 με ένα συννεφιασμένο ουρανό, με μια απερίγραπτη ησυχία, ό,τι καλύτερο για ποδηλατική ανάβαση, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την μία ανηφόρα μετά την άλλη, έχοντας για παρέα τις ανθισμένες πικροδάφνες από την μία πλευρά του δρόμου να μας συντροφεύουν και από την άλλη πάντα με θέα την θάλασσα και τον ευβοϊκό κόλπο. Την Κάρυστο την είχαμε αφήσει πίσω μας και απέναντί μας είχαμε την Αττική, που πριν μερικές ώρες είχαμε ξεκινήσει. Στο δρόμο μας συναντούσαμε συνεχώς κοπάδια από κατσίκες και πρόβατα, πηγές, μικρούς καταρράκτες, και στις ρεματιές η βλάστηση πλήθαινε με τα πλατάνια να συναγωνίζονται τις πικροδάφνες και τα αγριολούλουδα. Αυτή είναι η χάρη του ποδηλάτου. Δίνει στον ποδηλάτη την δυνατότητα να απολαμβάνει την φύση να την φωτογραφίζει, να την μυρίζει, να γίνεται ένα μ’ αυτήν, να την αποτυπώνει στην μνήμη του και να την κουβαλά μαζί του. Το μάτι μας πότε το τράβαγαν σπάνια λουλούδια που βρίσκαμε στον δρόμο μας και πότε η θέα που μεταβαλλόταν συνεχώς. Τώρα είχαμε φτάσει στα ψηλώματα και είχαμε πια χάσει από τα μάτια μας την Κάρυστο και την Αττική. Πλέον κυριαρχούσε μπροστά μας η Άνδρος και η αρχή του Κάβο Ντόρο, του μυθικού ακρωτηρίου που φοβούνται όλοι οι θαλασσινοί με τις ιδιοτροπίες του και τις φουσκοθαλασσιές του.
Είχαμε φτάσει στις βουνοκορφές που είχαν γεμίσει με ανεμογεννήτριες, σχεδόν δάσος από αυτά τα μεταλλικά τέρατα, που λόγο της άπνοιας ήταν ακίνητες και ήταν σε κάθε κορυφογραμμή. Με το μπλε να γεμίζει την ματιά μας, χωματόδρομοι εδώ και εκεί να κατεβαίνουν ως κάτω στην θάλασσα πλησιάζοντας τις μικρές και απόμερες παραλίες και το μυαλό μας να ταξιδεύει.
Μικρά αγροτικά σπιτάκια που δύσκολα τα ξεχώριζε κανείς λόγο του ότι είχαν το ίδιο χρώμα με την γη που τα περιέβαλε. Η ακαλλιέργητη γη ήταν ελάχιστο δείγμα, πώς ο κόσμος τα έχει παρατήσει, σίγουρα τους έχει κερδίσει η Αθήνα και οι απολαύσεις της. Είχαμε ξεχάσει τα αυτοκίνητα τελείως, θα είχε περάσει πάνω από ώρα και δεν είχαμε δει ούτε ένα αυτοκίνητο. Ήμασταν μόνοι μας με αυτό το απέραντο μπλε με την Άνδρο να γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Μπροστά μας ακόμα μια πηγή, λίγο νερό πριν την απαλή κατηφόρα που είχαμε μπροστά μας. Τα αγροτικά σπιτάκια πολλαπλασιάζονταν, δείγμα πώς πλησιάζαμε στο Πλατανιστό, ένα χωριό που πάντα ονειρευόμουν να το επισκεφτώ. “και γατί άργησες τόσο;” με ρώτησε ο Τάσος, η αλήθεια είναι ότι όλο και κάτι τύχαινε και το ανέβαλα και έτσι το έφερε η ιστορία να το επισκεφτώ τώρα για πρώτη φορά με το ποδήλατο.
Θες η ιστορίες που γνώριζα, θες η απομόνωσή του, θες η παραλία που η ΔΕΗ έχει δεσμεύσει τη θέση για ένα πιθανό πυρηνικό εργοστάσιο στο μέλλον, θέλεις οι ιστορίες που γνώριζα για τον Βερούχη από τον ανταρτοπόλεμο, αυτό το χωριό είχε μεγαλώσει στην φαντασία μου. Ήθελα να κάτσω να μιλήσω με τους ντόπιους να το γνωρίσω, να μου πουν περισσότερες λεπτομέρειες από αυτές που εγώ ήξερα, να μου πουν γεγονότα άγνωστα για τους πολλούς, από την ιστορία του χωριού.
Από τα πρώτα σπίτια του χωριού καταλάβαινε κανείς, πώς το χωριό είχε ζωή κάποτε, τώρα όλα ήταν κλειστά και έρημα, μαγαζιά που διαφήμιζαν τσιγάρα sante, ένας μοναχός να φωνάζει στον άλλον τα μακαρόνια να είναι misko και ένα οινομαγειρείο που η είσοδός του ήταν αραχνιασμένη και έτοιμη να καταρρεύσει. Η μόνη ανθρώπινη ύπαρξη που πρόδιδε κάποια ίχνη ζωής ήταν μια γιαγιά κοντά στα ογδόντα με σκαμμένο πρόσωπο από τις δυσκολίες της ζωής.
Μετά τα τυπικά, εγώ το χαβά μου, “το Βερούχη τον ξέρετε; Με κοιτά περίεργα με ένα βλέμμα που πρέπει να έλεγε από μέσα της, που βρέθηκε αυτός ο τρελός, η απάντηση της με άφησε άφωνο “που τον θυμήθηκες αυτόν τον αναρχικό παιδί μου;” Η απάντηση αυτή έκανε τον Τάσο να βάλει τα γέλια, όπως και αυτόν που καθόταν πιο δίπλα. Ο χρόνος δυστυχώς τα σβήνει όλα σαν την άμμο όλα ξεχνιούνται και χάνονται. Συνεχίσαμε στο εσωτερικό του χωριού, στην ανηφόρα και εκεί βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το πιο εντυπωσιακό σημείο του χωριού. Το χωριό το χώριζε στην μέση ένας ποταμός ο οποίος κατέληγε στην παραλία, που έχει και το όνομα "Ποταμι". Τα πλατάνια είχαν σκεπάσει τα πάντα και τα νερά κτυπούσαν με δύναμη στα μεγάλα βράχια που βρίσκονταν στο κατέβασμα του νερού κάνοντας ένα υπέροχο αλλά και δυνατό θόρυβο, εκεί ξεπλυθήκαμε λίγο φορτώσαμε νερό και συνεχίσαμε, μήπως και βρούμε λίγο περισσότερη ζωή πιο πάνω.
Το μοναδικό καφενείο που υπήρχε, ήταν γεμάτο άντρες που έπαιζαν χαρτιά, κλεισμένοι μέσα λες και είχαμε χειμώνα. Ένα αναψυκτικό στάθηκε η αφορμή περισσότερο για να πιάσουμε κουβέντα όχι για τίποτε άλλο, παρά να γνωριστούμε λίγο, να μιλήσουμε, να μάθουμε ιστορίες και γεγονότα. Όλα αποτελούσαν ενδιαφέροντα στοιχεία για μας, ακόμα και η ομιλία τους, η κουλτούρα τους, οι συνήθειες τους, η ζωή τους σήμερα. Διψούσαμε για πληροφορίες άλλωστε γι αυτό δεν είχαμε έρθει; Αλλά τίποτε….
Το χωριό μας περιμένει να το ξανά επισκεφτούμε ώστε να μείνουμε και το βράδυ στην παραλία του, έτσι ώστε με την κουβέντα να γίνει μεταφορά ιστορικής και πολιτισμικής γνώσης.
Το χωριό μας περιμένει να το ξανά επισκεφτούμε ώστε να μείνουμε και το βράδυ στην παραλία του, έτσι ώστε με την κουβέντα να γίνει μεταφορά ιστορικής και πολιτισμικής γνώσης.
Αφήσαμε πίσω μας τον Πλατανιστό και συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε, τώρα είχαμε φάτσα μας την Άνδρο. Την βλέπαμε σε όλο της το μήκος και με λίγη προσπάθεια μερικά χωριά από την Βόρεια πλευρά της. Μετά από κάθε πεταλιά μας όλο και πλησιάζαμε τις ανεμογεννήτριες, αυτά τα μεταλλικά τέρατα, που εδώ περιστρέφονταν με όλη τους την ταχύτητα τόσο ώστε να ακούγεται ο θόρυβος που έκαναν τα πτερύγιά τους. Από αυτήν την πλευρά, λόγω του ότι βρισκόμαστε στο μάτι του δίαυλου που διαμορφώνεται ανάμεσα στην Άνδρο και στον Κάβο Ντόρο, οι ανεμογεννήτριες ήταν παντού και ήταν άπειρες, μιας και ο αέρας εδώ λυσσομανά. Εκείνη την ημέρα απλά φύσαγε λίγο. Κάποια στιγμή μετά από μερικά χιλιόμετρα ακόμα ανάβασης βρισκόταν μπροστά μας ένα ίσιωμα και μετά από λίγο η πολυπόθητη ταμπέλα που έλεγε Αντιάς. Είχαμε φτάσει στο χωριό που επικοινωνούν με την “Σφυριά”, μετά από λίγα μέτρα να και το σχολείο του Αντιά. Πάμε κατ’ ευθείαν στο μαγαζί του κυρ Παναγιώτη που τηλεφωνικά του είχαμε κλείσει ένα δωμάτιο για να ξεκουραστούμε και να φάμε.
Ένα μαγαζί που η βεράντα του έβλεπε σε μια καταπράσινη ρεματιά, το μόνο αρνητικό ήταν πώς την ησυχία μας την χάλαγε ένας μόνιμος θόρυβος από τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, που περιστρέφονταν ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Ήταν τόσο κοντά, που νόμιζες πώς εάν έφευγε κανένα πτερύγιο θα μας ερχόταν στο κεφάλι. Ήταν ένα μαγαζί, που ήταν το κέντρο του χωριού και όλοι ήθελαν δεν ήθελαν είχαν πάρε δώσε μ’ αυτό. Όποιαδήποτε καταναλωτική ανάγκη είχαν στο χωριό καλυπτόταν από το μαγαζί του κυρ Παναγιώτη, το οποίο το κρατούσε ουσιαστικά το μικρότερο παιδί του, καθώς τα αλλά είχαν φύγει στην Αθήνα και στην Κάρυστο. Η κόρη του τότε κοντά στα σαράντα την είχε εγκλωβίσει εκεί ο κυρ Παναγιώτης αφού δεν ήθελε να φύγει κι αυτός για Αθήνα. Έτσι ήθελε δεν ήθελε η κόρη του μια θαυμάσια υπομονετική κοπέλα, καθόταν και κατά κάποιον τρόπο γηροκομούσε τον πατέρα της. Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα που είχαμε φτάσει και να σου τα σφυρίγματα να δίνουν και να παίρνουν. Μια κυρία έξω από το μαγαζί σφύριζε στον κυρ Παναγιώτη και εκείνος ανταπαντούσε με μια ευκολία λες και μίλαγε, ο μεταφραστής αυτού του περίεργου διαλόγου ήταν η κόρη του, που μας εξηγούσε τι έλεγαν, λες και μίλαγαν μια άγνωστη γλώσσα.
Με καμάρι ο κυρ Παναγιώτης μας εξήγησε πώς η ιδιόμορφη γλώσσα τους καταγράφηκε από την UNESCO σαν κάτι το σπάνιο και προστατεύεται σαν γλώσσα παγκόσμιας κληρονομιάς. Με καμάρι μας είπε, πώς τους είχαν φωνάξει στο μέγαρο μουσικής και μπροστά στον πρόεδρο της δημοκρατίας σφύριζαν και επικοινωνούσαν με τον ίδιο απλό τρόπο που μιλούσαν όλοι οι άλλοι άνθρωποι.
-Αλλά μοναξιά, πολύ μοναξιά ρε παιδιά, αυτό είναι το πρόβλημά μας. Τα παιδιά μας έφυγαν για τις πόλεις και μείναμε μονάχα γερόντοι»,
-«έχετε τηλεόραση όμως και καλύπτετε την μοναξιά σας» του αποκριθήκαμε εμείς, όμως μας απάντησε, ότι το σήμα δεν έφτανε εκεί και έτσι δεν μπορούσαν να δουν όλα τα κανάλια παρά μόνο ΕΡΤ. Μιλήσαμε για την ιστορία με τον Πέρση χάρις στον οποίο το χωριό έχει πάρει αυτό το όνομα και για τη «σφυριά» που τους έσωσε επί τουρκοκρατίας.
-«μόνο αυτή μας έσωσε, από μακριά ο ένας ειδοποιούσε τον άλλον για τους Τούρκους πού έρχονταν, ώστε να βρίσκεται ο χρόνος προκειμένου να προλάβουμε να κρύψουμε τα πρόβατα, τα κατσίκια και τα τυριά μας. Έτσι την βγάλαμε καλά. Σήμερα αυτοί με τις ανεμογεννήτριες μας την έφεραν μας ξεγέλασαν και δεν μας έδωσαν τίποτα. Κι έχουμε και αυτά τα “σίδερα” επάνω από το κεφάλι μας κάθε μέρα και κάθε βράδυ χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα» και άρχισε να μας περιγράφει την κατεργαριά τους.
-«Είχε έρθει ο αντιπρόσωπος της εταιρίας και μια μέρα λέει της Μαρίας (της κόρης του κυρ Παναγιώτη) να πάρεις 30 κιλά παιδάκια και να τα ψήσετε…. και την τάδε ημέρα θα έρθουμε εδώ….. και να φωνάξετε όλο το χωριό. Πήραμε κι εμείς τα κρέατα και αρχίσαμε να τα ψήνουμε, ήρθανε που λέτε παιδιά αυτοί της εταιρίας με συμβολαιογράφους, και δικηγόρους, και αφού μαζεύτηκε το χωριό όλο, άρχισαν να κερνάνε, τσιγάρα, μπύρες, κρασιά, ό,τι ήθελε ο καθένας. Έδιναν τσιγάρα, πολλά τσιγάρα. Από ένα πακέτο στον καθένα, τα παιδάκια ελεύθερα όποιος ήθελε έτρωγε και άρχισαν να τους λένε, στο κάθε κτήμα που θα βάλουμε την κολόνα μέσα, θα σας δώσουμε 75.000 χιλιάδες δραχμές για 25 χρόνια ενοικίαση.
πετάγεται ένας και λέει, εγώ θέλω 100.000 χιλιάδες. Εντάξει, εσύ θα πάρεις 100. Ο κόσμος είχε φάει είχε πιει, κρασιά μπίρες, ό,τι άλλο ήθελε είχαν γίνει σκνίπα, είχε μαζευτεί εδώ όλο το χωριό και άρχισαν να περνούν μπροστά από το τραπεζάκι του συμβολαιογράφου και του δικηγόρου και να υπογράφουν ο ένας μετά τον άλλον. Έτσι μας πήραν τα χωράφια μας για ένα κομμάτι ψωμί!!!!,
όταν πέρασαν μερικά χρόνια μερικοί ξύπνησαν και τα παιδιά τους, τους παρότρυναν να κάνουν δικαστήρια. Έτσι σήμερα πήραν κάπου 15 εκατομμύρια δραχμές για το κάθε οικόπεδο, μετά ήρθε η πολιτεία και έβαλε κανόνες, έτσι ώστε να μην κάνει ό,τι θέλει ο κάθε κατεργάρης που θέλει να στήσει αυτά τα μεταλλικά τέρατα χωρίς προϋποθέσεις».
Ακούγοντας τον κυρ Παναγιώτη να μας περιγράφει αυτήν την άγνωστη για μας ιστορία, ο νους μου πήγε στην ταινία του Θοδωρή Αγγελόπουλου “Ταξίδι στα Κύθηρα”, όπου στην ταινία περιγράφεται ένα περιστατικό που μοιάζει με αυτό που μας διηγήθηκε ο κυρ Παναγιώτης, η σκηνή έχει ως εξής: «μαζεύτηκαν στο χωριό οι κάτοικοι για να δώσουν τα χωράφια τους σε μια εταιρία και ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν όλοι, αν έστω και ένας δεν υπέγραφε η εταιρία θα έφευγε και το έργο δεν θα γινόταν.
Τότε βρίσκεται ένας “αντάρτης” που αρνείται να δώσει την γη του και η συμφωνία της εταιρίας και των κατοίκων ακυρώνεται και φεύγει». Όταν είχαμε δει αυτήν την σκηνή δεν είχαμε καταλάβει τί ακριβώς ήθελε να πει ο σκηνοθέτης, τώρα όμως που μάθαμε αυτά που είχαν συμβεί σ’ αυτόν τον άγονο και παρατημένο τόπο, σαν κάτι να πήρε από την περιοχή ο μεγάλος μας σκηνοθέτης. Εκτός αυτού στην ίδια ταινία ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε την «σφυριά» η οποία και έγινε γνωστή στο ελλαδικό κοινό. Αυτή η ιδιόμορφη διάλεκτος, που χάνεται λίγο λίγο, μιας και λίγοι έμειναν σήμερα που την μιλούν. Ένας από αυτούς είναι και ο κυρ Παναγιώτης, που μας τα αφηγήθηκε σαν ζωντανή ιστορική εγκυκλοπαίδεια.
Είχε νυχτώσει και οι ιστορικές αφηγήσεις του κυρ Παναγιώτη συνεχίζονταν, κρεμόμασταν κυριολεκτικά από τα χείλη του, τόσο που το αντιλαμβανόταν και ο ίδιος, πώς ό,τι μας έλεγε το ρουφούσαμε σαν σφουγγάρια. Αυτό άλλωστε ήλπιζε και αυτός, αυτά που μας έλεγε ήθελε να γίνουν γνωστά και να μην χαθούν στο χρόνο, να τα μάθουν και άλλοι τα παθήματά τους μπας και σε ανάλογη περίπτωση αντιδράσουν καλύτερα.
Είχαμε ξυπνήσει και πίναμε τον καφέ μας, όταν ο κυρ Παναγιώτης δίπλα μας άρχισε να σφυρίζει. Στην αρχή δεν καταλάβαμε σε ποιόν απευθύνεται. Ύστερα, είδαμε μακριά μια συγχωριανή του, που του ανταπαντούσε και αυτή με σφύριγμα. Κι αφού δεν είχαμε μεταφραστή την κόρη του εκείνη την στιγμή, μας μετέφραζε ο ίδιος.
Μας είπε, ότι ήταν η συγχωριανή του η Κατίνα, που είχε πάει στο νοσοκομείο και είχε γυρίσει. Εμείς είχαμε σκάσει στα γέλια με αυτήν την ιδιόμορφη ομιλία, που αυτοί την ονομάζουν «σφυριά». Οι ιστορίες του κυρ Παναγιώτη ήταν ατελείωτες μα έπρεπε κάποια στιγμή να φύγουμε. Έτσι χαιρετήσαμε και βρεθήκαμε ξανά στον δρόμο. Και αυτή τη φορά το χώμα ήταν παντού, ατελείωτος χωματόδρομος με τις λακκούβες να συναγωνίζονται τα νεροφαγώματα τα οποία τα συναντούσαμε σε κάθε μας στροφή.
Ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά και ο αέρας δυνατός. Μια εικόνα απέραντου γαλάζιου και καφετιάς γης, με σκόρπια άσπρα σπιτάκια μα και αρκετά κτίσματα από τοπική πέτρα στο χρώμα του εδάφους, που δύσκολα τα αναγνώριζε κανείς από μακριά, κτισμένα με την τεχνική της ξερολιθιάς και των μεγάλων πέτρινων όγκων, σφιχτοδεμένες κατασκευές, που δύσκολα τις ξεχωρίζεις από το έδαφος. Εμείς ορεξάτοι και ξεκούραστοι, ποδηλατούσαμε για νέες περιπέτειες. Πορευόμαστε για το χωριό Κόμητο, όνομα που προήρθε από την διαμονή του Κόμη στο χωριό αυτό, απομεινάρια από την εποχή τις ενετοκρατίας. Το χωριό αυτό κάποτε είχε 350 κατοίκους. Την εποχή που το επισκεφθήκαμε δεν είχε ούτε πέντε. Περισσότερο με ησυχαστήριο έμοιαζε παρά με χωριό. Μήτε καφενείο μήτε τίποτα, μόνο μια πηγή για να πίνουν οι περαστικοί είχε.
Ποδηλατούσαμε πάνω από δύο ώρες και αμάξι δεν είχαμε δει, μόνο μερικές χελώνες στο δρόμο μας και ακούγαμε σφυρίγματα τσομπάνηδων γύρω από τα χωριά, μόνο που εμείς δεν τους βλέπαμε πουθενά. Έρημα χωριά δίχως ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε μία διασταύρωση που οδηγούσε στα ορεινά εμείς ποδηλατούσαμε περιμετρικά του όρους Όχη. Βρήκαμε μια ταμπέλα που μας περιέγραφε τα χωριά που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή της κοινότητας Αμυγδαλιά, που στο τέλος της ήταν το ακρωτήρι Καφηρέας αλλιώς Κάβο Ντόρο. Μια διακλάδωση 19 χιλιομέτρων που δεν την ακολουθήσαμε, ίσως είναι αιτία για μελλοντικές εξερευνήσεις μας.
Από αυτόν τον άγονο και άγριο τόπο, πριν από 100 ίσως και πλέον χρόνια οι γονείς του πεθερού μου, έφυγαν με τα πόδια, ίσως και με τα μουλάρια κανείς δεν ξέρει, ψάχνοντας για πιο εύφορα εδάφη και ίσως περισσότερες δουλειές. Μιας και από τότε ήταν δύσκολη η επιβίωση σ’ αυτά τα άγρια μέρη, καθώς δείχνουν τα στοιχεία και η ιστορική γνώση που έχουμε, μετακινήθηκαν κουβαλώντας όλη τους την φαμίλια, μεγάλα κομμάτια πληθυσμού από την περιοχή, εγκαταστάθηκαν και “έχτισαν” την ζωή τους στα χωριά γύρω από την Κύμη για να επιβιώσουν. Έτσι σήμερα το επίθετο «Σταμέλου» (της συζύγου μου) φέρει την καταγωγή του από την Αμυγδαλιά, δίπλα από την περιοχή του κάβο Ντόρο. Σήμερα μετά τις μετακινήσεις που αναφέρω, είναι διάσπαρτο σε όλη την κεντρική Εύβοια.
Φτάσαμε στο χωριό Καψούρη και πάλι ερημιά και απέραντη ησυχία. Ακούγαμε φωνές και σφυρίγματα αλλά δεν βλέπαμε κανέναν κάτοικο του χωριού. Θέλαμε να πάρουμε εικόνες από το χωριό για να θυμόμαστε και κάτι από το Καψούρη. Έτσι μπαίνουμε σε ένα ξωκλήσι και βλέπουμε τους Δωρητές. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και συγγενείς της γυναίκας μου. Καταγράψαμε τις εικόνες σε video και συνεχίσαμε το χωματόδρομο, συναντώντας διάσπαρτα δρακόσπιτα μικρότερου μεγέθους από τα κανονικά. Κατασκευές από τεράστιες πέτρες, που δύσκολα τις ξεχωρίζεις από το έδαφος, οι καταπράσινες ρεματιές με τα νερά να ακούγονται να κελαρύζουν λες και ο θεός έχει ρίξει όλα τα νερά της Όχης από την πλευρά του Αιγαίου πελάγους. Το αναφέρω, επειδή από την πλευρά του Ευβοϊκού κόλπου υπάρχει ατελείωτη ξηρασία.
Συνεχίζοντας περάσαμε από το χωριό Θύμιον, όπου δεν υπήρχε τίποτα ουσιαστικό, και πάλι σκόρπια σπίτια και απέραντο γαλάζιο με το χωματόδρομο να συνεχίζεται για το χωριό Ζαχαριά. Τα αυτοκίνητα εδώ ήταν άγνωστο είδος. Ψάξαμε να βρούμε έναν άνθρωπο να συνομιλήσουμε, να πούμε μια καλημέρα, αλλά μάλλον εδώ είναι άγνωστο οτιδήποτε θυμίζει πολιτισμό με την μορφή που τον γνωρίζουμε. Το μόνο χρώμα που βλέπαμε συνεχώς ήταν το πράσινο των ρεματιών με τα νερά να τρέχουν και στο βάθος μπλε, απέραντο μπλε και μικρές παραλίες, που μπορεί το καλοκαίρι να ονειρεύεται κάθε επισκέπτης μιας μεγαλούπολης, που θέλει ένα μέρος για να ξεκουραστεί. Παρατημένες ξερολιθιές σε υπήνεμες πλαγιές που κάποτε οι αγρότες εδώ τις καλλιεργούσαν και κάλυπταν τις ανάγκες τους. Τώρα παρατημένες να τις βολοδέρνει ο αέρας και η ξηρασία.
Φτάσαμε στην διακλάδωση που δεξιά οδηγεί προς Αμυγδαλιά και τις σπηλιές των αρχαίων ορυχείων, που έβγαζαν τον χρυσό και από εκεί στο Κάβο Ντόρο, και αριστερά συνεχίζει ο δρόμος προς άγνωστα για μάς χωριά. Η αγριάδα του τοπίου δεν σου έδινε την εντύπωση πώς πρέπει να περιμένεις κάτι πιο ήρεμο και γαλήνιο από αυτό που είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Το γκρίζο και το μπλε συνεχίζουν με πολλαπλές παραλλαγές. Αναφέρω διαρκώς χωριά και θα νομίζει ο αναγνώστης, ότι πρόκειται για χωριά με την κλασική εικόνα που έχουμε στον νου μας, μαγαζιά, ανθρώπους, ζώα, παιδιά, και φωνές ανθρώπων που δουλεύουν την γη. Ο ορισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των συγκεντρωμένων σπιτιών που συναντάμε, μιας και αυτά εδώ οι χάρτες τα καταγράφουν σαν χωριά, αλλά είναι συγκέντρωση σκόρπιων σπιτιών και τίποτε άλλο, που συγκροτούν μια ιδιότυπη κοινότητα χωρίς κέντρο και κοινωνική συνοχή. Ίσως κάποτε να αποτελούσαν χωριά σήμερα όμως είναι δείγμα χωριού ή καλύτερα σκόρπιων αγροικιών χωρίς ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ένα χωριό εξίσου απομονωμένο από τα άλλα. Από μακριά που το αγναντέψαμε έδειχνε μια κάποια δραστηριότητα, μποστάνια, κήπους, χωράφια οργωμένα, πλαγιές καλλιεργημένες, εδώ μερικές πεζούλες ήταν καλλιεργημένες και περιποιημένες, αλλά ανθρώπινη κίνηση καμία. Μόνο σφυρίγματα και φωνές, αλλά άνθρωπος μαγαζί κανένα. Τώρα βρισκόμασταν στο πίσω μέρος της Όχης. Η βουνοπλαγιά από επάνω μας ήταν κατάφυτη με χαμηλή βλάστηση, αδιαπέραστη και σχεδόν ζούγκλα, αδύνατον να την διαπεράσει άνθρωπος και κάτω βλέπαμε τα αφρισμένα κύματα, μιας και το υψόμετρο που βρισκόμασταν δεν έπρεπε να ήταν πάνω από 200 μέτρα και σε αυτό το ύψος ο δρόμος με ανηφόρες και κατηφόρες συνεχιζόταν χωμάτινος και μισο-κατεστραμμένος από τα νερά του χειμώνα.
Συνεχίσαμε μέσα σε αυτήν την κακοτράχαλη και παρατημένη από τους ανθρώπους φύση και τις βουνοπλαγιές και σε κάθε στροφή ελπίζαμε να βρούμε κάτι πιο ανθρώπινο, κάτι πιο βατό και ήπιο, αλλά μπροστά μας το μόνο που βλέπαμε ήταν χωματόδρομος ερημιά και μια ανέγγιχτη φύση και τον ήλιο από πάνω μας να τα ομορφαίνει όλα. Σε μια στροφή μπροστά μας ξεπρόβαλε ανθρώπινη δραστηριότητα. Ξερολιθιά, αγροτόσπιτο, βεράντα, παγωμένο νερό, και λίγη ξεκούραση στο απομονωμένο πλην φιλόξενο σπιτικό του κυρ Βαγγέλη. Και πώς να μην είναι ο κυρ Βαγγέλης φιλόξενος μιας και ζούσε απομονωμένος σε αυτήν την έρημη από ανθρώπους γη; Βλέποντας άνθρωπο μια φορά την εβδομάδα, τόσο αραιά περνούσαν από δω οι άνθρωποι μας είχε πει. Έμενε μόνος του με την κυρά του, μας εξήγησε πως εδώ σε αυτό τον απομονωμένο τόπο ζει χωρίς τα παιδιά του που έφυγαν για την πόλη. Η κυρά του εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο μποστάνι τους.
Εκείνος κοίταζε μόνος του το απέραντο γαλάζιο, τις πράσινες και άγριες πλαγιές. Καθώς τα παιδιά έφυγαν από κοντά τους ένα ένα, ήταν μόνοι εδώ και τρία χρόνια. Η μόνη επικοινωνία με τον πολιτισμό ήταν το τηλέφωνο που του είχαν βάλει από την Κάρυστο. Λοιπόν, ο κυρ Βαγγέλης, για να ξέρετε, είχε τηλέφωνο όχι τώρα, αλλά χρόνια πριν, όταν εμείς δεν είχαμε στο σπίτι μας στην Αθήνα. Είχαν «τρέξει» καλώδιο από την μια ως την άλλη πλευρά του βουνού και του είχαν προσωπική σύνδεση με Κάρυστο! Με μανιατό παρακαλώ, μια μανιβέλα που περιστρέφοντας την παρήγαγε μια ποσότητα ρεύματος που έφτανε στο άλλο άκρο της συσκευής, έτσι που ένα κουδούνι από την άλλη μεριά του βουνού με το γραφείο του ΟΤΕ της Καρύστου καλούσε για να μιλήσουν. Έκανε τις παραγγελίες που ήθελε και τού τα έφερναν την επόμενη εβδομάδα. Για την εποχή εκείνη ήταν αρκετά προχωρημένο ένα τηλέφωνο μέσα στην ερημιά και σ’ αυτήν την απομονωμένη και αφιλόξενη γη.
Φυσικά, πρέπει να πούμε, ότι το τηλέφωνο αυτό δεν είχε μπει με αίτηση για προσωπική χρήση, αλλά απλά για κάποιο λόγο το τοποθέτησε το δημόσιο σ’ αυτόν τον ακρίτα, μάλλον για να ειδοποιεί σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο.
Τα παιδιά του κυρ Βαγγέλη έφυγαν από αυτή την ερημιά, το ένα μετά το άλλο, το ένα έφυγε για την Κάρυστο, το άλλο κλέφτηκε με ένα τσοπάνο της περιοχής και την κοπάνησε μέσα από τα βουνά νύχτα μαζί με τον αγαπημένο της. Έτσι τώρα ο γέροντας έμενε με την κυρά του μέσα στην μοναξιά της φύσης, μιλώντας με τα λουλούδια του, τους βασιλικούς του και το μποστάνι του, που βρισκόταν στην ρεματιά, το οποίο τώρα το είχε αναλάβει η κυρά του. Εκείνος το επισκεπτόταν το πρωί, ενώ το απόγευμα ήταν η εκτόνωση της κυράς του. Μας ενημέρωσε πως μετά το βουνό και μετά την στροφή κοντά στο χωριό Αγαθό βρισκόταν ένα μαγαζί που τα είχε όλα και ότι και εκείνος από αυτό το μαγαζί προμηθευόταν ό,τι χρειαζόταν. Ακούγοντάς τον μας δόθηκε η εντύπωση πως αυτό το μαγαζί ήταν κάτι σαν το Carrefour της περιοχής. Τα είχε όλα και του πουλιού το γάλα που λέει και η διαφήμιση.
Ταξιδεύαμε με το ποδήλατο πάνω από 5 ώρες και από το πρωί που είχαμε φύγει από τον Αντιά δεν είχαμε συναντήσει άνθρωπο για να μιλήσουμε μέχρι εκείνη τη στιγμή που κάτσαμε και μιλήσαμε με τον κυρ Βαγγέλη. Μετά την φιλόξενη αναλαμπή από το δροσερό σπίτι του κυρ Βαγγέλη και την δροσιά που πήραμε έστω και για λίγο και με το κουράγιο που αποκτήσαμε μιας και ενημερωθήκαμε πώς βρισκόμαστε πολύ κοντά στον στόχο μας, στο χωριό των Καλλιανών ξεκινήσαμε για μια ακόμα ανάβαση μέσα στο χώμα και το λιοπύρι.
Στην ανηφόρα αυτή εγώ τα είχα παίξει, είχα σχεδόν βαρεθεί τις ανηφόρες και το χώμα, είχα φτάσει στα όριά μου, πήγαινε απόγευμα και ποδηλατούσαμε από το πρωί χωρίς σταματημό, χωρίς ένα αναψυκτικό, ένα νερό, ας είναι καλά ο κυρ Βαγγέλης που ξεκουραστήκαμε λίγο και πήραμε λίγο κουράγιο, αλλά αυτή η ανάβαση δεν λέει να τελειώσει η ριμάδα. Έχουμε λουστεί στον ιδρώτα αλλά άλλη διέξοδο δεν είχαμε γι αυτό προχωρούσαμε για το Carrefour, που μας είχε πει ο κυρ Βαγγέλης.
Επιτέλους μετά από αρκετή ποδηλατοδρομία στα βουνά και σε δρόμους χαραγμένους από την βροχή φτάσαμε στον “πολιτισμό”, στο χωριό Αγάθως, τον πρώτο συνοικισμό των Καλλιανών, που αποτελείται απ ό,τι μάθαμε από πέντε συνοικισμούς. Bρισκόμασταν στο κέντρο ενός ακόμα σκόρπιου χωριού με διάσπαρτα σπίτια γύρω στις βουνοπλαγιές και από πάνω μας πάντα το μεγάλο βουνό να δεσπόζει και από την άλλη την θάλασσα και το απέραντο γαλάζιο. Επιτέλους!!! Είδαμε ανθρώπους, μαγαζιά, αυτοκίνητα, φωνές παιδιών, παγωτά, και όλα αυτά στο χωριό Αγάθως. Tο πρώτο μαγαζί που βρίσκουμε από το πρωί που ταξιδεύουμε, το μαγαζί που ο κυρ Βαγγέλης το λέει super market.
Κάτσαμε και φάγαμε ένα παγωτό, κάτι που να μας θυμίζει πολιτισμό, πόλη. Κυριολεκτικά το απολαμβάναμε και νοερά, μέσω του παγωτού αναπλάθαμε εικόνες από την πόλη, που ασυνείδητα νιώθαμε πώς μας έλειπε. Έβλεπα τα μάτια του Τάσου να παρακολουθούν το παγωτό σχεδόν με στοργή, με αργές κινήσεις η γλώσσα του σερνόταν επάνω στο ξυλάκι και απολάμβανε την γλύκα και την δροσιά του. Με ένα βουλιμικό και απολαυστικό τρόπο καθυστερούσε όσο μπορούσε το γλείψιμο και με τις αργές κινήσεις της γλώσσας του το απολάμβανε.
Σχεδόν είχαμε φτάσει στα όριά μας σε αυτήν την μακρόσυρτη έρημη αποκομμένη από τον κόσμο περιοχή. Αναζητούσαμε την μοναξιά και όταν αυτή μας ήρθε σε μεγάλες δόσεις μας κούρασε. Αντιλαμβανόμαστε την τραγική έλλειψη του πολιτισμού και της πόλης, την αναζητούσαμε εναγωνίως σαν στερημένοι από χρόνια, φαίνεται πώς θέλαμε να αποχωριστούμε την πόλη αλλά δεν μπορούσαμε να αποχωριστούμε τις χαρές της, τις διευκολύνσεις της, τα καλούδια της δηλαδή.
Καλιανός
Συνεχίσαμε για τον κεντρικό συνοικισμό των Καλλιανών. Δεν έμενε πολύ ώρα ποδηλασίας μέχρι να αγναντέψουμε από ψηλά την παραλία του χωριού, που σε αυτή λένε οι ιστορικές αφηγήσεις, εκεί κάτω και δίπλα στην παραλία έχυναν το χρυσό και πατούσαν τα κωσταντινάτα. Λίγο ακόμα ποδήλατο και φτάσαμε ακριβώς στην άκρη μιας τεράστιας ρεματιάς που μπορούσε κανείς να την παρομοιάσει με ζούγκλα. Μπροστά μας απλωνόταν το τεράστιο μήκος του Δημοσάρη, ενός ποταμού που κατέβαινε από την κορυφή της Όχης με τα Δρακόσπιτα και περνώντας όλη την πλαγιά του βουνού, κατέληγε στην παραλία των Κάλλιανών. Κατά μήκος του ποταμού υπάρχουν μεγάλες σουβάλες σαν πισίνες από το τρεχούμενο γάργαρο φρέσκο και παγωμένο νερό, που κατεβάζει ο ποταμός. Κάτω από τα πλατάνια μπορεί να κάνει κανείς μπάνιο σε κάθε κατεβασιά του.
Όλος αυτός ο ποταμός ήταν κατάφυτος από πλατάνια, έλατα, καρυδιές, ασφένδαμους, καστανιές, και άλλα άγρια δασικά δένδρα. Μια εικόνα που από ψηλά βλέποντάς την έμοιαζε με άγριο δάσος. Μπροστά μας λοιπόν απλωνόταν η “ζούγκλα” του Δημοσάρη. Το βλέπαμε και σαν πρόκληση για μια μελλοντική περιπέτεια, ένα ακόμα ανεκπλήρωτο ταξιδιωτικό μου όνειρο, μένει να δούμε το πότε θα το υλοποιήσουμε, εξερευνώντας αυτό το θρυλικό δάσος και ποτάμι με την άγρια αυτή φυσική ομορφιά.
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε και να πλησιάζουμε το μαγαζί που είχαμε τηλεφωνικά κλείσει ένα δωμάτιο που θα μας φιλοξενούσε για το βράδυ. Είμαστε κατάκοποι, είχαμε ιδρώσει και ξεϊδρώσει καμιά σαρανταριά φορές όλη την ημέρα, είχαμε κάνει πάνω από 110 χιλιόμετρα και τις δύο ημέρες πορείας μέσα στα κατσάβραχα, στην άκρη του θεού μακριά από τη σιγουριά της πόλης, μέχρι και ο Τάσος ακόμη και σήμερα μου τονίζει ότι: “εάν ήξερα που πηγαίναμε θα έλεγα όχι, τώρα όμως νιώθω καλά”.
Ξέρεις τι είναι το Τάσος να σου λέει «ΟΧΙ»; Ο άνθρωπος που έπεσε μέσα στην μαρμίτα από μικρός. Αυτό σημαίνει πώς λίγοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κατορθώνουν κάτι τέτοιο, που είχαμε κάνει εκείνες της ημέρες και ακόμα δεν είχαμε τελειώσει την ποδηλατική μας περιπέτεια, χωρίς να το ξέρουμε μας περίμεναν αρκετά βάσανα ακόμα που δεν μας ήταν γνωστά. Θα τα μαθαίναμε όμως όλα με την σειρά τους την επόμενη μέρα, μέχρι τότε απολαμβάναμε την διαμονή μας σε εκείνο το μαγαζί-ξενοδοχείο, που από το μπαλκόνι του αγναντεύαμε τον Δημοσάρη και την άγρια βλάστησή του από την μια, και από την άλλη τα κύματα που τα ακούγαμε να σκάνε επάνω στα βράχια αφήνοντας έναν μόνιμο υπόκωφο θόρυβο στα αυτιά μας, που περισσότερο μας γαλήνευε παρά μας ανησυχούσε. Από την μια πράσινο και από την άλλη το γαλάζιο.
Από την μία η άγνωστη καταπράσινη ηρεμία και από την άλλη η γαλάζια αφρισμένη αγριάδα που σε γαλήνευε. Τι μυστήρια συναισθήματα ξεπηδούν από μέσα μας. Όταν η προσπάθειά μας είχε ολοκληρωθεί, εν μέρει βέβαια, είχε ανοίξει όλα τα αισθητήρια όργανά μας. Η όρασή μας, η όσφρηση, η ακοή, η αφή μας όλα ήταν σε υπερδιέγερση. Όλα λειτουργούσαν σε υπερένταση για να ρουφήξουν και να καταγράψουν αυτό που βλέπαμε και αυτό που ακούγαμε, λες και τ’ ακούγαμε για πρώτη φορά. Η αλήθεια είναι ότι το θέαμα ήταν μοναδικό μια και ο Δημοσάρης μετά το απόγευμα κατεβάζει μια υγρασία και μια ηρεμία, δεμένα με ένα μικρό απαλό θόρυβο. Το ποταμίσιο νερό που κατεβαίνει δημιουργεί μια ροή αέρα που περνώντας μέσα από τα φυλλώματα των δένδρων καταλήγει στην θάλασσα. Θέλοντας και μη τα νερά του ποταμού γίνονται ένα με τα αφρισμένα νερά του Αιγαίου Πελάγους κάνοντας ένα πάντρεμα ερωτικό και μοναδικό. Από την ερωτική ένωση αυτή είχε δημιουργηθεί μια μοναδική παραλία, η μαγευτική παραλία των Καλλιανών.
Η φύση σ’ αυτήν την άκρη του κόσμου, σ’ αυτήν την παρθένα από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις γη και κρυμμένη από τα πολλά βλέμματα των ανθρώπων φτιάχνει τα καλύτερά της σχέδια και εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να τα βλέπουμε και να τα θαυμάζουμε, χωρίς να λέμε τίποτα μόνο να γευόμαστε με όλες μας τις αισθήσεις ανοικτές να ακούμε και να βλέπουμε.
Μπαίναμε στην μικρή όαση του μαγαζιού που θα τρώγαμε και θα περνάγαμε την βραδιά μας. Ήταν το μαγαζί που προτιμούν όλες οι ορειβατικές ομάδες είτε κατεβαίνουν είτε ανεβαίνουν τον Δημοσάρη, μιας και βρίσκεται πιο κοντά στην παραλία. Αυτό προτιμήσαμε κι εμείς για να περάσουμε την βραδιά μας. Είχε μια τεράστια βεράντα σκεπασμένη από μια κληματαριά, που έδινε μια υπέροχη δροσιά στους επισκέπτες. Όλοι κάθονταν στην βεράντα και απολάμβαναν το θέαμα!!!
Αρχίζοντας από τα αριστερά μας επάνω από το βουνό και κατηφορίζοντας τη ματιά μας προς το ποτάμι το οποίο περιβαλλόταν από ατελείωτο πράσινο σε άπειρες παραλλαγές του σκούρου πράσινου, ανοιχτού πράσινου, πιτσιλιές από κίτρινο και καφέ, που έφτανε και πέρναγε από μπροστά μας κατηφορίζοντας προς την παραλία, στα λίγα κενά που άφηνε το δάσος, το μάτι μας έπεφτε στο ποτάμι που κατηφόριζε αργά -αργά περνώντας από μπροστά μας και κατέληγε στην θάλασσα. Κοντύτερά μας ήταν η παραλία, που το σούρουπο την απολάμβαναν μόνο ψαράδες, ορειβάτες και μερικοί ξέμπαρκοι ποδηλάτες σαν εμάς.
Όταν σουρούπωνε ο ουρανός έπαιρνε μενεξεδί αποχρώσεις και τα χρώματά του διαχέονταν στα νερά του Αιγαίου πελάγους, που γυαλοκοπούσαν κάτω από το φως που χάνονταν σιγά σιγά. Κοντά στην παραλία και επάνω από το ποτάμι ένα γεφύρι συνέχιζε τον δρόμο, που φιδωτά ανηφόριζε απέναντί μας. Τρώγοντας το βλέπαμε και προετοιμαζόμαστε για τις δυσκολίες της επόμενης μέρας. Ήταν ο δρόμος που θα ακολουθούσαμε, αλλά αυτά είναι αυριανά προβλήματα. Με τα πόδια φτάσαμε στην παραλία και φανταζόμασταν τους βυζαντινούς να λιώνουν το χρυσάφι και να δημιουργούν τα κωσταντινάτα. Η είδηση πώς είχε πέσει η Κωνσταντινούπολη είχε βρει τα δύο καράβια εδώ φορτωμένα νομίσματα, όμως οι φουρτούνες του καλοκαιριού τα έριξαν στα βράχια και τα διέλυσαν και μαζί με το φορτίο τους βούλιαξαν στα νερά του Αιγαίου πελάγους. Έτσι, συζητώντας για την εποχή που η περιοχή είχε ζωντάνια και δραστηριότητα ανεβήκαμε στην βεράντα του μαγαζιού. Είχε νυχτώσει και όλοι είχαν μαζευτεί στο μαγαζί συζητώντας τις δραστηριότητες της ημέρας και προγραμματίζοντας την επόμενη, έπιναν τοπικό τσίπουρο και τρώγοντας θαλασσινούς μεζέδες, απολάμβαναν την υγρασία του Δημοσάρη και τον μόνιμο απαλό θόρυβο που έκανε το ποτάμι.
Κάποια στιγμή προς τα ψηλώματα του δάσους-ποταμού άναψε ένα μικρό φωτάκι. Όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού αναρωτηθήκαμε τι ήταν αυτό; Μήπως είχε μείνει κανείς ορειβάτης μέσα στο δάσος που ακόμα κατέβαινε; Ο μαγαζάτορας μας ενημέρωσε πώς ήταν μια οικογένεια τσοπαναραίων, του Μπαρπαγιώργη με τρία παλικάρια, που έμεναν μόνιμα μέσα στο δάσος και κατεβαίναν μια φορά την εβδομάδα στο χωριό, προκειμένου να πάρουν τα απαραίτητά τους και ύστερα ξανά χάνονταν για καιρό στο δάσος ζώντας σαν αγρίμια. Μετά από λίγη ώρα άλλο ένα φωτάκι από την απέναντι πλαγιά αυτή την φορά άναψε. Και πάλι όλοι οι επισκέπτες αναρωτιόμασταν για αυτόν τον περίεργο κάτοικο του δάσους και ζητήσαμε πληροφορίες. Ναι ήταν ο Μήτσος, βοσκός κι αυτός, έμενε μόνος του μέσα στο δάσος. Αυτόν τον βλέπανε όλο και λιγότερο μιας και είχε μετατραπεί σε αγρίμι!!!!!! Όλοι οι θαμώνες μείναμε με ανοικτό στόμα δεν ξέραμε τι να πούμε, μα που βρισκόμασταν; στον Αμαζόνιο με τις άγριες φυλές του να είναι διάσπαρτες; Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, πώς υπάρχουν άνθρωποι τόσο αποκομμένοι από την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό, τόσο κοντά στην Αθήνα μα ταυτόχρονα και τόσο μακριά.
Το πρωί κατά τις εννέα βρισκόμασταν στο δρόμο και είχαμε αρχίσει πάλι τις ανηφόρες. Πρωί πρωί αναζητούσαμε κάτι χαλαρό, κάτι να συνέλθουμε πρώτα, αλλά με το καλημέρα αρχίσαμε την ανάβαση μες το χώμα και τα νεροφαγώματα. Ο Τάσος αναρωτιόταν αν αυτοί οι άνθρωποι αυτού του τόπου γνώριζαν τη λέξη ευθεία; Γιατί το μόνο που γνώριζαν ήταν ανηφόρες και κατηφόρες, τα πάντα εδώ ήταν ορεινά ευθεία δεν υπήρχε. Δεν είχαμε κάνει τα πρώτα μας χιλιόμετρα, προχωρώντας δίπλα στην θάλασσα σε υψόμετρο όχι πάνω από 100 μέτρα και φτάσαμε σε μια εκκλησία που αγνάντευε το απέραντο γαλάζιο με ένα υπέροχο και πεντακάθαρο πλακόστρωτο αυλόγυρο. Κάτσαμε για να πατήσουμε λίγο ευθεία, σαν σε πλατεία, κάτι που να μας θύμιζε πολιτισμό. Από κάτω μια άλλη παραλία, που και αυτή είχε διαμορφωθεί από τα νερά που κατέβαζε κάποιος ξεροπόταμος, που ακόμα κι αυτή την εποχή κατέβαζε νερά στην θάλασσα.
Συνεχίσαμε παίρνοντας τον χωματόδρομο που κινείται παράλληλα με την ρεματιά του ποταμού που είχαμε βρει, η ανηφόρα συνεχιζόταν ασταμάτητα το ίδιο και τα διάσπαρτα σπίτια χτισμένα με την ντόπια πέτρα. Η εικόνα σε αυτή την περιοχή ήταν διαφορετική, τα φυτά λίγα, τα πλατάνια ακολουθούν την πορεία του ποταμού στο βάθος της ρεματιάς, και οι πλαγιές γεμάτες τρύπες από σπηλιές και ξερά μυτερά άγρια βράχια. Επιτέλους ο χωματόδρομος τελείωσε το ίδιο και η ανηφόρα και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε απολαμβάνοντας την ταχύτητα που την είχαμε ξεχάσει. Τόσες ημέρες ανηφόρα και χώμα.
Ο δρόμος προχωρούσε παράλληλα με τον ποταμό διαμορφώνοντας φαράγγι. Σε μια στροφή να σου ένας βοσκός. Μας κοιτάζει περίεργα να κατεβαίνουμε βολίδα, μας κουνά το χέρι του. Κουβέντα ήθελε και παρέα. Ήταν ο Γρηγόρης, δίπλα στο δρόμο και ακουμπώντας επάνω στην αγκλίτσα του, μας ρώταγε την ηλικία μας, την ζωή μας, ένα σωρό πράγματα. Ήθελε να τα μάθει όλα σε ολιγότερο από πέντε λεπτά ή να ήταν άραγε ένας τρόπος να σε κρατήσει περισσότερο σε επαφή; Τα είπαμε, τον χαιρετίσαμε και συνεχίσαμε την κατάβασή μας.
Η κατηφόρα μας τελείωσε και επιτέλους κάτι το σπάνιο, ευθεία!!!! Ένας δρόμος κάτω από τα πλατάνια ένας φιδωτός δρόμος ακολουθώντας πάντα το ποτάμι και εμείς ποδηλατούσαμε παράλληλα, στην άκρη του δρόμου συνεργεία έβγαζαν πέτρες Καρύστου την έβγαζαν από το βουνό και την τεμάχιζαν για την αγορά της Αθήνας. Η ευθεία κάποια στιγμή τελείωσε και άρχισε μια ανηφόρα που αναρωτιόμασταν πότε θα τελειώσει, άντε και σε αυτή την στροφή θα δούμε κατηφόρα, άντε και στην άλλη άντε και σε αυτήν, τίποτα, πάντα ο δρόμος συνέχιζε να ανεβαίνει. Είχαμε προαίσθημα ότι ο Γολγοθάς μας θα τελειώσει και είχαμε ψυχολογικά προετοιμαστεί για το τέλος των ανηφοριών και δυσκολιών μας. Τελικά η κατηφόρα που είχαμε συναντήσει μας έκανε “κακό”, είχαμε κακομάθει και τώρα η ανηφόρα μας φαινόταν βουνό ατελείωτο, και ήταν βουνό πραγματικό, που έπρεπε να το περάσουμε θέλαμε δεν θέλαμε για να φτάσουμε στην άλλη πλευρά της Ευβοίας και να δούμε τον Ευβοϊκό κόλπο. Κάποια στιγμή, κατάκοποι διαλυμένοι φτάσαμε στην κορυφή και αγναντεύαμε την κατηφόρα να ξανοίγετε μπροστά μας.
Ο πρώτος άνθρωπος που συναντήσαμε μετά την ατελείωτη ανηφόρα ήταν ένας ταξιδευτής και αυτός θαυμαστής της ευβοϊκής φυσικής ομορφιάς που την απολάμβανε φωτογραφίζοντάς την. Ήταν ένας μοτοσικλετιστής που φωτογράφιζε τις πλαγιές, ένας ανοικτός εκδηλωτικός τύπος, που τις σκέψεις του τις εξέφραζε με λίγα λόγια και τα συμπλήρωνε με πολλές κινήσεις των χεριών του και του σώματός του. Μόλις μας είδε να ξεπεταγόμαστε από την ανηφόρα μπροστά του, άρχισε να φωνάζει: «δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν, από πού έρχεστε;» Του περιγράψαμε το οδοιπορικό μας και την πορεία μας. Είχε κατέβει από την παλιά του χάρλεϋ και τράβαγε τα μαλλιά του φωνάζοντας και λέγοντας συνεχώς, δεν είναι δυνατόν, πώς το κάνατε αυτό; Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και χωριστήκαμε σαν φίλοι, που γνωρίζονταν από χρόνια και βρεθήκανε στο βουνό. Αυτός συνέχισε από εκεί που εμείς ήρθαμε και εμείς συνεχίσαμε από εκεί που αυτός ήρθε, αρχίζοντας επιτέλους μια ασταμάτητη κατηφόρα.
Νομίζω πώς την είχαμε κερδίσει με το σπαθί μας, μας την όφειλε η διαδρομή. Κατεβαίνοντας και λίγο φρεναριστί για να αποθηκεύουμε τις εικόνες που έρχονταν μπροστά μας γρήγορα, και δεν θέλαμε να τελειώσει αυτή η ομορφιά αυτή η απόλαυση γρήγορα. Θέλαμε να παρατείνουμε αυτή την μαγεία. Μας είχε κυριεύσει μια εγκεφαλική ευφορία, μια χαρά, μια ικανοποίηση πώς τα είχαμε καταφέρει. Άραγε θα είχαμε άλλες ταλαιπωρίες ή πηγαίναμε κατ’ ευθείαν για την θάλασσα;
Όταν ξεκινήσαμε το ποδήλατο σαν μέσο διακοπών, δεν είχαμε φανταστεί ποτέ την χαρά την ικανοποίηση που θα μπορούσε να μας δώσει η χαρά του ταξιδιού. Αυτά τα δύο ταξίδια που είχαμε σχεδόν κάνει μέχρι τότε, και λέω σχεδόν γιατί αυτό δεν έχει τελειώσει ακόμα, δεν φανταζόμαστε την αποδοχή που θα είχαμε σαν ταξιδευτές με ποδήλατο από τον κόσμο που μάς συναντούσε στο δρόμο. Δεν ξέρω γιατί μα όλοι εντυπωσιάζονταν, όταν έβλεπαν δύο ποδηλάτες να ταξιδεύουν με αυτό το οικολογικό και εναλλακτικό μέσον μετακίνησης και μεταφοράς. Πηγαίνοντας σε μέρη που δεν πάνε άλλοι, ούτε με τα αυτοκίνητα τους, εμείς επιχειρήσαμε με το ποδήλατο. Μεγάλη εντύπωση μας προκαλούσε επίσης η διαπίστωση, πώς όταν βρισκόμασταν στο ανώτερο σημείο της προσπάθειας μας, τότε ο οργανισμός του ποδηλάτη ήταν που έβγαζε μία ικανοποίηση, μία χαρά, μία ενέργεια, μία ευεξία άγνωστη μέχρι τότε σε μας.
Μια απλή διαδρομή που την κάνει κανείς με το ποδήλατο και απαιτεί μια σχετική προσπάθεια, στο ανώτερο σημείο της προσπάθειας αυτής, η εγκεφαλική ευστροφία, η ευεξία, η χαρά του “κατορθώματος”, η ικανοποίηση ήταν ανεπανάληπτη και πρωτόγνωρη για μάς εκείνο τον καιρό. Αργότερα έμαθα, πώς όταν καταβάλει κανείς μεγάλη προσπάθεια, στο ανώτερο σημείο της προσπάθειάς του ο οργανισμός εκκρίνει ορμόνες σαν την ντοπαμίνη και άλλες, που δημιουργούν τρομακτική ευεξία και χαρά στον ποδηλάτη. Αυτό μας είχε συμβεί και εμάς στο βουνό, όταν συναντήσαμε τον φωτογράφο με την χάρλεϋ.
Ντοπαρισμένοι με την φυσική ντοπαμίνη που είχαμε τροφοδοτήσει τον οργανισμό μας κατεβαίναμε σχεδόν τραγουδώντας. Είχαμε ξεχάσει όλες τις δυσκολίες που είχαμε συναντήσει και τις είχαμε ξεπεράσει. Ξεχάσαμε τις ανηφόρες, ξεχάσαμε τον ατελείωτο χωματόδρομο, την μοναξιά και τα έρημα χωριά. Κατεβαίναμε μες την τρελή χαρά. Μια μικρή διακοπή της πορείας μας στο Παραδείσι για ένα αναψυκτικό και λίγο χρόνο για να χωνέψουμε το κατόρθωμά μας. Χασκογελούσαμε σαν μικρά παιδιά από την χαρά και την ικανοποίηση. Το Παραδείσι, ένα χωριό μέσα στα νερά και τα πλατάνια και τα μαγαζιά να σου προσφέρουν ό,τι ζητήσεις. Είναι το χωριό που προτιμούν το καλοκαίρι οι τουρίστες από την Κάρυστο και το Μαρμάρι, που θέλουν να δροσιστούν και να φάνε τα αγνά τους κατσίκια Καρύστου, που η περιοχή είναι γεμάτη.
Στο βάθος φαινόταν ο Ευβοϊκός κόλπος, η ευθεία και σχεδόν η κατηφόρα συνεχιζόταν χωρίς την προστασία των πλατανιών που είχαμε μέχρι το Παραδείσι. Τώρα το τοπίο ήταν ξερό και οι λόφοι είχαν τελειώσει, εάν μπορεί να το πει κανείς για την Εύβοια. Βαδίζαμε για να συναντήσουμε τον κεντρικό δρόμο που διέσχιζε κατά μήκος την Εύβοια. Αφού τον περάσαμε συνεχίσαμε καρφί για Μαρμάρι, το σημείο που ξεκινήσαμε τρεις ημέρες πριν με έναν καιρό σχεδόν βροχερό και με αρκετή αμφιβολία εάν θα κατορθώσουμε να φέρουμε τον κύκλο της Όχης. Τώρα μετά από τρεις ημέρες ταξίδι και ταλαιπωρία επάνω στα άγρια βουνά, τώρα ήταν μπροστά μας ο ευβοϊκός κόλπος και αγναντεύαμε την Αττική, χαρούμενοι, γεμάτοι εικόνες και πιο πλούσιοι σε εμπειρίες και γνώσεις για το τι σημαίνει άγνωστη Ελλάδα και άγρια φύση. Κατεβαίναμε στο σχεδόν ευθύ ασφαλτοστρωμένο δρόμο και με τον ήλιο να μας τσουρουφλά το κεφάλι, αλλά ήταν τέτοια η χαρά μας που δεν καταλαβαίναμε εάν ήταν ανηφόρα, εάν ήταν δύσκολα, εμείς τα είχαμε ευθεία όλα πια, τα βλέπαμε πιο εύκολα και απλά μιας και ξέραμε πως διανύαμε τα τελευταία χιλιόμετρα της πολυήμερης ποδηλατικής μας βόλτας.
Μόλις αγναντέψαμε από εκεί ψιλά το Μαρμάρι και είδαμε την ατελείωτη κατηφόρα που μας οδηγούσε κατ ευθείαν στο κέντρο της πόλης, είπαμε πως τελειώσαμε. Βλέπαμε την μπλε λωρίδα που μεσολαβεί ανάμεσα στην Εύβοια και την Αθήνα και τότε καταλάβαμε, πώς δεν ήταν και πολύ μακριά από την Αθήνα, μονάχα ένα πέταγμα. Αισθανόμαστε τον αέρα να γεμίζει τα σωθικά μας, ο βοριάς που φυσούσε σ’ αυτό το υψόμετρο μας είχε αφιονίσει. Σερφίστες για πάνω από μια δεκαπενταετία και οι δύο μας, μονίμως στην παραλία της Λούτσας, περιμέναμε τον αέρα για να μπούμε μέσα στο νερό, τώρα τον είχαμε απλόχερα τον νιώθαμε να σφυρίζει στα αυτιά μας δαιμονισμένα, τι να πεις; Να τον είχαμε και στην Λούτσα καλά θα ήταν!!!, αυτή η αίσθηση του αέρα, που γέμιζε τα ρουθούνια μας και μας έπαιρνε τα μυαλά στην κυριολεξία μας είχε ξετρελάνει. Καθώς κοιτούσαμε το Μαρμάρι, αριστερά στο τέλος της παραλίας που βρίσκεται η πόλη έχει ένα μικρό πέρασμα, όχι πάνω από χίλια μέτρα. Απέναντι βρίσκονται τα νησάκια οι Πεταλιοί. Στο μικρό αυτό πέρασμα που ο αέρας ήταν πιο δυνατός βλέπαμε από ψηλά πολλά πανιά του windsurfing να ανεμίζουν και να πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε αυτό τον φυσικό δίαυλο της παραλίας του Μαρμαριού και των Πεταλιών.
Μόλις είδαμε το θέαμα κάτι σαν να μας τσίγκλησε από μέσα μας, σαν να βγήκε ο σερφίστας, που για τρεις ημέρες ήταν καταχωνιασμένος και σε καταστολή. Χωρίς δεύτερη κουβέντα με τα ποδήλατά μας σε λιγότερο από δέκα λεπτά βρισκόμαστε δίπλα στο σημείο που οι σερφίστες “έπαιζαν” με τα πανιά τους. Οι περισσότεροι φίλοι από την περιοχή της Λούτσας, μας είπαν πως “βαρέθηκαν να περιμένουν τον αέρα στην Αττική και είχαν μάθει πώς φυσούσε εκεί. Έτσι τα φόρτωσαν στο φέρυ και τα κουβάλησαν στην πλάτη προκειμένου να κάνουν από το πρωί συνεχώς windsurfing. Τι το καλύτερο, κάτσαμε και τους χαζεύαμε. Σε μερικούς λέγαμε τις περιπέτειες μας με τα ποδήλατα, για τον Αντιά για τους Καλλιανούς για τις παραλίες που βρήκαμε, για τα χωριά που συναντήσαμε και τα βουνά, τα ατελείωτα βουνά και βέβαια για τον Δημοσάρη, το απερίγραπτο δάσος-ποταμός.
Κάποια ημέρα θα έπρεπε να το βάλουμε στόχο και να τον πραγματοποιήσουμε. Άλλωστε δεν θέλει και τόσο τραγικό συντονισμό, για παράδειγμα απόγευμα φτάνουμε στην Κάρυστο, διανυκτέρευση επάνω και δίπλα στα δρακόσπιτα και στην αρχή της κατάβασης του Δημοσάρη, το ξημέρωμα αμπαλάρουμε τις αποσκευές μας και πρωί πρωί ξεκινάμε την κατάβαση που διαρκεί μέχρι σχεδόν το βράδυ. Φτάνοντας στο τέλος, διανυκτέρευση στο μαγαζί που και εμείς κοιμηθήκαμε, στους Κάλιανούς. Την επομένη με ένα πούλμαν φτάνουμε ξανά στο Μαρμάρι για Αθήνα. Επίσης καλή ιδέα θα ήταν μια εκδρομή ορειβασίας, κατάβαση και μπάνιο στον Δημοσάρη και στην παραλία των Καλλιανών. Η φύση μας περιμένει, αρκεί να έχουμε χρόνο και διάθεση, γιατί λεφτά δεν χρειάζονται. Μόνο τα εισιτήριά μας και λίγα για φαγητό.
Κώστας Στουμπιάδης
& Τάσος Συμεωνίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου