Μαζη με το Ποδηλατό μου

Μαζη με το Ποδηλατό μου
Στα Βουνά

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Μια Νεανική Περιπέτεια των Παιδιών της Πλατείας Ηρακλείου

Μια Νεανική Περιπέτεια των Παιδιών της Πλατείας Ηρακλείου


  • Ορειβασία στην Γκιώνα
  

Είχαμε βαρεθεί τα πολιτικά πλακώματα στην πλατεία Ηρακλείου, τις ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις και τις διαφορετικές μας ιδέες, έτσι είπαμε να κάνουμε κάτι που θα λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσά μας, αν όχι πολιτικά τουλάχιστον σαν ανθρώπους και να ξαναγίνουμε φίλοι που πραγματικά ήμασταν, άλλα οι πολιτικές μας συγκρούσεις μας είχαν κάνει να το ξεχάσουμε. Η ιδέα προήλθε από την πλευρά του ΚΚΕ Εσωτερικού και τον «Ρήγα Φεραίο», εκείνης της εποχής, συγκεκριμένα από τον Άκη Φιλιππίδη, ήταν να κάνουμε κάτι όλοι μαζί πέρα από τις πολιτικές μας διαφορές. Ο Άκης είχε επαφή με έναν ορειβατικό σύλλογο που διαχειριζόταν το καταφύγιο της Γκιώνας και έτσι έπεσε η πρόταση να πάμε για ορειβασία στην «Γκιόνα» χριστουγεννιάτικα, «τί είναι αυτό; .....» ρωτούσε ο ένας τον άλλον και απ ότι κατάλαβα ήταν, ότι θα πηγαίναμε να κάνουμε ρεβεγιόν σε ένα βουνό που θα είχε και λίγο χιόνι, «αχ τι όμορφα»! αρχίσαμε να λέμε, «άλλα καλού κακού ας έχουμε και ένα παπούτσι που να είναι για βουνό». Έτσι κατέβηκα στο μοναστηράκι ψώνισα κάτι παπούτσια που μπορούσαν να αντέξουν σε λίγο χιόνι, σακίδιο είχα όπως και υπνόσακο, για τον οποίο σκέφτηκα «βάλ’ τον και αυτόν μέσα πού ξέρεις μπορεί να μην έχει κουβέρτες αυτό το ξενοδοχείο που θα φτάσουμε!!!!!». Οι πληροφορίες έλεγαν ότι θα έχουμε και τζάκι και ότι καλό θα ήταν να πάρουμε κανένα μπουκάλι ουίσκι, άλλοι πάλη πήραν λουκάνικα και μπιφτέκια να ψήσουμε και λίγους ξηρούς καρπούς, θα περάσουμε τέλεια στο ορεινό ξενοδοχείο καταφύγιο πώς το λένε τέλος πάντων.


Το πούλμαν ξεκίνησε 23-12-77 ημέρα Παρασκευή κατά της 12 το βράδυ, θα μας πήγαινε στο κοντινότερο σημείο πού θα ξεκινούσαμε για την ανάβαση, ήταν απ ότι μάθαμε η Βίνιανη άγνωστο χωριό σε μας άλλα θα το μαθαίναμε καλά πολλή σύντομα, το πούλμαν πού ανέβασε την ομάδα το έλεγαν “Φρόσω” και απ ότι λέγανε τα παιδιά που πήγανε όλοι μαζί ψοφήσανε στο κρύο μια και ο ιδιοκτήτης είχε βγάλει τα λάστιχα από της πόρτες για να διαμορφώσει συνθήκες βουνού για να προετοιμάσει την ομάδα για το κλίμα που θα βρουν επάνω, εγώ πήγα μαζί με τον φίλο τον Σπύρο με το δικό του το αυτοκίνητο και είμαστε μια χαρά.

Στις 24-12-77 ημέρα Σάββατο, είχαμε φτάσει στην Βίνιανη προτού ανοίξει το καφενείο του χωριού, μετά από μερικές προσπάθειες καταφέραμε να ανοίξουμε το μοναδικό κατάστημα πού είναι και ξενοδοχείο, παντοπωλείο, καφενείο, Ο.Τ.Ε κ.λ.π. Ζεσταθήκαμε λίγο ήπιαμε ένα ζεστό τσάι και φάγαμε κάτι ψιλοπράγματα από τα πράγματα πού είχαμε μαζί μας, αρχίζαμε σιγά σιγά την προετοιμασία για να υποδεχθούμε κατάλληλα εξοπλισμένοι το 3ο μεγαλύτερο φαράγγι της Ελλάδας και το τέταρτο πιο δύσκολο βουνό, ξεκινήσαμε μέσα σε μία ατμόσφαιρα αισιοδοξίας και κεφιού πως θα φτάναμε μέχρι το απόγευμα στο καταφύγιο, άλλα μετά από 5 ώρες πορεία είχαμε φτάσει μέχρι την πυγή πού έχει στο βαθύτερο σημείο του φαραγγιού που δεν ήταν ούτε στα μισά της διαδρομής και ακόμα δεν ξέραμε πού είμαστε, όμως για να φτάσουμε εκεί δεν ήταν και τόσο απλό.

Στην αρχή ήταν ένα ρηχός και πλατύς ξεροπόταμος γεμάτος αγκωνάρια και πέτρες, όπου για να τον διασχίσουμε θα έπρεπε να περνάμε ανάμεσα τους περπατώντας πάνω σε χαλίκια διάσπαρτα παντού, τα οποία είχε κατεβάσει το νερό της Άνοιξης δυσκολεύοντας την διέλευση μας, εφόσον σκοντάφταμε στις κροκάλες που βρισκόντουσαν σε κάθε μας βήμα. Ο ήλιος ωστόσο αποτελούσε το ελπιδοφόρο μήνυμα της ημέρας, καθώς ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα πού έδιωχνε την παγωνιά της νύχτας όσο προχώραγε η μέρα και ανέβαινε ο ήλιος. Όταν βρισκόμασταν σε ηλιόλουστα μέρη ήταν ωραία, όμως όταν τύχαινε το μονοπάτι να μας οδηγήσει σε σκιερά κομμάτια, η παγωνιά ήταν αισθητή και έντονη.

Ύστερα από 5 ώρες πορείας μέσα στα κατσάβραχα φτάσαμε στο βαθύτερο σημείο του φαραγγιού, όπου η θέα που αντίκρισαν τα μάτια μας ήταν καταπληκτική, ένα τεράστιο φαράγγι, που εμείς βρισκόμαστε στο βαθύτερο σημείο του. Αργότερα μάθαμε ότι σε αυτό το σημείο στον ανταρτοπόλεμο ο ΕΛΑΣ είχε διοργανώσει ένα συνέδριο. Φάνταζε ως ένα τρομαχτικό φυσικό φρούριο, με τα κοφτερά βουνά να προβάλλουν απειλητικά από επάνω μας, τα έλατα φαίνονταν λες και ήταν καρφωμένα από κάποιο μαγικό χέρι σε τέτοιο ύψος, με τέτοια γοητεία. Τα χιόνια είχαν λιώσει πάνω στα βράχια άλλα δεν είχαν προλάβει να διαλυθούν με αποτέλεσμα να έχουν παγώσει, η όψη τους ομοίαζε με σταλαγμίτες και χτυπώντας επάνω τους ο ήλιος δημιουργούσε χρυσές ανταύγειες που σου έδιναν την εντύπωση πώς ήταν κρύσταλλα.

Στην πυγή ήπιαμε νερό και ανασυντάξαμε τις δυνάμεις μας φάγαμε κάτι στο πόδι και ετοιμαστήκαμε να συνεχίσουμε την ανάβασή μας, όταν τέσσερα μέλη της “αταίριαστης” ορειβατικής μας παρέας, μας ανακοίνωσαν ότι θα γυρίζουν πίσω μια και το έβρισκαν πιο φρόνιμο να μην συνεχίσουν και έτσι μας χαιρέτησαν......., ανάμεσα σ’ αυτούς τους τέσσερις που αποφάσισαν να φύγουν ήταν και μία κοπέλα 4 μηνών έγκυος με τον σύζυγο της, είχαν έρθει μαζί μας νομίζοντας ότι κάναμε μια βόλτα στην φύση και σε ξενοδοχείο 5 αστέρων, καθώς επίσης και ένας τύπος που από την αρχή μας είχε τραβήξει το ενδιαφέρων, με το παλτουδάκι του και το σκαρπίνι του, έτσι του έδωσα το παρατσούκλι «σκαρπινάκιας», μια εμφάνιση που έδινε περισσότερο την εντύπωση πώς δεν υπήρχε επίγνωση των δυσκολιών που θα μπορούσαν να προκύψουν στην πορεία μας , λες και θα κάναμε Χριστούγεννα στο Χίλτον, όχι βέβαια ότι και οι υπόλοιποι είχαμε ιδιαίτερη γνώση, άλλα τουλάχιστον είχαμε ένα σακίδιο, έναν υπνόσακο, ένα παπούτσι που μπορούσε στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δυσκολιών που θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε. Όμως το τι ακριβώς θα συναντούσαμε ποιο πάνω σίγουρα κανείς μας δεν το φανταζόταν και δεν το περίμενε.

Έτσι οι υπόλοιποι συνεχίσαμε ορεξάτοι, ακμαίοι και δυναμικοί αψηφώντας της αγριάδες που φαινόντουσαν μπροστά μας, εμείς ακούραστοι είχαμε ως στόχο να συνεχίσουμε και δεν ήμασταν δεκτικοί στην ιδέα της επιστροφής με τίποτα. Θέλαμε περιπέτεια και νομίζαμε ότι εκεί ήταν και πραγματικά ήταν εκεί, το μυριζόμασταν λίγο, μόλις προχωρήσαμε την συναντήσαμε, η αλήθεια ήταν ότι σαν νέα παιδιά την αναζητούσαμε. Στη συνέχεια οι συνθήκες άρχισαν να αγριεύουν και το χιόνι να γίνεται πυκνότερο, είχε καλύψει όλο το πλάτος του ξεροπόταμου που ανηφόριζε στην πλαγιά του βουνού, ωστόσο η υπόλοιπη ομάδα που απομείναμε ήμασταν ορεξάτοι και εκστασιασμένοι από την άγρια φύση που αντικρίσαμε, ανηφορίσαμε τον ξεροπόταμο και σε κάθε στροφή του συναντούσαμε και καινούργιες εικόνες τις οποίες βλέπαμε για πρώτη φορά, «εμείς τα παιδιά της Αθήνας και του πολιτισμού».

Συνεχίσαμε την ανάβαση ο ένας πίσω από τον άλλον σιωπηλοί και συγκεντρωμένοι στις εικόνες που βλέπαμε σε κάθε στροφή του ξεροπόταμου, πατώντας το αφράτο χιόνι ακούγαμε τον θόρυβο που έκαναν οι αρβύλες μας πιέζοντας το χιόνι, είχε μια ησυχία που σε “κούφαινε” την ένιωθες, την αισθανόσουν σε κάθε σου βήμα, χαιρόμασταν την σιωπή του δάσους, την ανυπαρξία θορύβου, το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ανάσες μας και το τρίξιμο τον αρβύλων μας κρίτς κράτς. Είχαμε εντυπωσιαστεί από τα σκιουράκια που βλέπαμε να ξεπετάγονται επάνω στα κλαδιά των ελάτων, με την φουντωτή τους ουρά κοιτάζοντας μας όπως και εμείς περίεργα και χωρίς φόβο, το ζικ ζάκ του ξεροπόταμου συνεχιζόταν για πολλές ώρες και το χιόνι συνεχώς γινόταν όλο πιο και παχύ, γεγονός που σήμαινε ότι τα πόδια μας βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο χιόνι που ήταν ακόμα αφράτο.

Φτάναμε στο σημείο της διχάλας που σχημάτιζε το φαράγγι εκεί το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατα, ήδη από ώρα είχε αρχίσει να μπαίνει χιόνι μέσα στα άρβυλα μου και να νοτίζουν οι κάλτσες, άρχισαν να παγώνουν τα πόδια μου άλλα δεν με ενοχλούσε και πολύ γιατί βρισκόμουν σε μία διαρκή κίνηση. Καθώς προχωρούσαμε για να φτάσουμε στην διχάλα εδώ και εκεί βλέπαμε πατημασιές διάφορων ζώων, νομίζαμε ότι θα ήταν λύκοι άλλα απ ότι μάθαμε αργότερα εκεί πάνω δεν υπάρχουν λύκοι λόγο του χαμηλού ψύχους άλλα αγριογούρουνα, ωστόσο δεν ξέρω κατά πόσο ησυχαστικό ήταν αυτό, άλλα αυτό θα το δούμε παρακάτω. Τα παιδιά άρχισαν να ανησυχούν και ιδιαιτέρα τα δύο κορίτσια και ο Κώστας, ένα παλικάρι από το Ρ.Φ, που θεωρητικά ήταν και οι πιο αδύνατοι.

Από εδώ και πέρα το αδύνατο σημείο της ομάδας μας ήταν τα κορίτσια, έπρεπε να βρίσκεται πάντα κάποιος ή κάποιοι κοντά τους, για να τους δίνουν θάρρος και να τις βοηθούν όσο μπορούσαν. Σε κάθε στροφή του ξεροπόταμου στεκόμασταν προκειμένου να δώσουμε κουράγιο και να βοηθήσουμε τα κορίτσια. Γενικώς η ομάδα άρχισε να καθυστερεί, πολλές φορές γύριζα πίσω για να δω τι γίνεται και έβλεπα τα κορίτσια με κάποιον της ομάδας να τους δίνει βοήθεια και άντε πάλι στην επόμενη στροφή. Αυτό το φιδίσιο μονοπάτι δεν είχε τελειωμό, ο μακρόσυρτος ξεροπόταμος είχε μεγάλο μήκος και το χιόνι έκανε την διέλευση του αρκετά δύσκολη υπόθεση, οι καθυστερήσεις πλήθαιναν και μαζί προστέθηκαν και οι γκρίνιες, εκεί σκέφτηκα ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι για γυναίκες άλλα τώρα ήταν μαζί μας και έπρεπε να δούμε πώς θα διαχειριστούμε τις “αδυναμίες” τους.

Η ώρα ήταν προχωρημένη και το φεγγάρι άρχισε να κάνει την εμφάνιση του στην αρχή
αχνοφαίνονταν άλλα με το άγχος μας να τελειώσει αυτός ο Γολγοθάς λίγο το προσέχαμε και το χαιρόμαστε. Φυσικά φαινόμενα πρωτόγνωρα για όλους μας όλα αυτά,δεν είχαμε ξαναδεί χιόνι περισσότερο από δέκα πόντους και τώρα κολυμπούσαμε στην κυριολεξία μέσα στο χιόνι με τα χέρια και τα πόδια μας ξυλιασμένα. Τα παπούτσια μου εσωτερικά είχαν φτιάξει ένα στρώμα πάγου σαν και αυτό που βλέπουμε στην κατάψυξη του ψυγείου μας, το έβλεπα και δεν το πίστευα ότι το ανεχόμουν και δεν αντιδρούσα παρά μόνο κατά διαστήματα έβγαζα τα άρβυλα μου για να σπάσω εσωτερικά το στρώμα πάγου που είχε διαμορφωθεί και συνέχιζα για να μην χάνουμε χρόνο.

Όταν τελείωσε αυτό το κουραστικό φιδίσιο ξερό ποτάμι που είχε στενέψει και είχε μετατραπεί σε ένα πλατύ μονοπάτι άρχισε η ουσιαστική ανάβαση, φάνηκε ότι μέχρι τώρα “παίζαμε” με το χιόνι, από εκεί και ύστερα άρχισε ουσιαστικά το «πανηγύρι» όπου μπήκαμε στον χορό χωρίς να το καταλάβουμε. Άρχισε μια μεγάλη περιπέτεια που επιτέλους κάποτε μετά από πολλές ώρες κατάφερε να καταλήξει 300 μέτρα από το καταφύγιο, όμως μέχρι να φτάσουμε ως εκεί χρειαστήκαμε ταλαιπωρία 6 ωρών μέσα στο χιόνι και σε δύσκολες πλαγιές, ανεβαίνοντας βράχια γεμάτα χιόνι με σχοινιά στα πιο δύσκολα και επικίνδυνα σημεία τους. Απ όλη αυτή την κατάσταση θεωρώ ότι ήταν το σημείο που για πρώτη φορά στην ζωή μου είδα τον χάρο με τα μάτια μου (η έτσι νόμιζα τότε με τις λίγες εμπειρίες που είχα) ήταν σε μία πλαγιά που λίγο έλειψε να πέσουμε σε μία χαράδρα.

Σε μία πλαγιά που το χιόνι ήταν “γκοφρέ”, δηλαδή παγωμένο επιφανειακά και αφράτο στο βάθος, γεγονός που σου επέτρεπε να περπατάς σκάβοντας φωλιές για να βάζεις τα πόδια σου. Όμως αυτό εμείς δεν το γνωρίζαμε και έτσι εγώ και ο Νίκος γλιστρήσαμε και καρφωθήκαμε πάνω σε ένα δένδρο αναγαλλιάζοντας το, όπου έτυχε να βρίσκετε μπροστά μας διαφορετικά αυτή την στιγμή δεν θα έγραφα εγώ το ημερολόγιο άλλα ίσως κανένας παπάς. Όταν ζητήσαμε οδηγίες από το πιο ηλίθιο ορειβάτη και οδηγό του κόσμου για το πώς θα βγούμε από αυτή την άσχημη θέση, μας απάντησε ότι:  “ως συνήθως η πλαγιές γλιστράνε και για να βγείτε θα πρέπει να κάνετε τα χέρια σας όπως στο καράτε και τα πόδια σας να τα καρφώνεται στο χιόνι και σιγά σιγά θα ανεβείτε πάνω...... ” , εάν κοντά μας δεν βρισκόταν ένας άλλος φίλος ο Σπύρος δεν ξέρω και εγώ εάν θα είχαμε φύγει από εκεί εγώ και ο Νικόλας.

Μόλις ανεβήκαμε πάνω αισθανόμουν τα γόνατα μου να τρέμουνε από τον φόβο, βλέποντας δε το Νίκο να είναι πάνω μου προσπαθώντας να ανέβει σιγά- σιγά σκάβοντας τρύπες στο χιόνι, έφυγε ένα κομμάτι χιόνι από εκεί όπου πιανόταν το οποίο και απέφυγα με μεγάλη δυσκολία, σε διαφορετική περίπτωση όλα θα μπορούσαν να ήταν δυνατά..........
Είχαμε φτάσει στο ψηλότερο σημείο, το φεγγάρι είχε γεμίσει και φώτιζε το χιόνι δίνοντας σου την εντύπωση ότι είναι μέρα, τα πάντα ήταν φωτισμένα το πόδι μας πια δεν βούλιαζε στο χιόνι μια και το χιόνι ήταν σκληρό, τουλάχιστον επιφανειακά. Πατάγαμε σε έδαφος που το χιόνι δεν ήταν τόσο παχύ, πράγματι στα ψηλώματα μπορεί το χιόνι να ήταν πιο παγωμένο άλλα δεν ήταν τόσο πολύ όσο στα λούκια που περνάγαμε το απόγευμα, σε κάποια σημεία καθώς προχωρούσαμε όλοι μας σαν ζόμπι χωρίς όρεξη, άνευροι, και χωρίς δύναμη, προσπαθώντας ο ένας να δώσει δύναμη στον άλλον,... «άντε Κώστα καλά είσαι;», «πάμε άλλο λίγο και φτάνουμε», και άντε να σπρώχνουμε ο ένας τον άλλον, «άντε Νίκο άλλο λίγο ακόμα πάμε», και έτσι προχωρούσαμε σιγά- σιγά μέσα στην νύχτα χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε και που θα καταλήγαμε.

Μπροστά μου ήταν ένας φίλος από την ομάδα, τον οποίο προέτρεπα με το γνωστό τρόπο «άντε πάμε λίγο ακόμα πλησιάζουμε» , ωστόσο όμως δεν πήρα καμία απάντηση, έτσι γύρισα να τον κοιτάξω από περιέργεια και πραγματικά δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ενώ καθόταν ασάλευτος και αμίλητος, ξαφνικά τον άκουσα να λέει: «........θέλω να πάω σπίτι μου, ......θέλω την μαμά μου,......». Γούρλωσα τα μάτια καθώς ποτέ δεν περίμενα παλικάρι αυτό να χάσει το κουράγιο του έστω και προς στιγμής, όμως αμέσως μόλις συγκέντρωσε τις δυνάμεις του συνήλθε, σηκώθηκε και συνεχίσαμε μες στην νύχτα με το φεγγάρι να μας λούζει με την φωτεινότητά του και προχωρήσαμε κάτω από τις βουνοκορφές της Γκιώνας. Όλες οι δυνάμεις μας μας είχαν εγκαταλείψει, ωστόσο ο λόγος που δεν καταρρεύσαμε ήταν γιατί ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλον και το ευτύχημα βέβαια ήταν ότι, δεν υπήρχε πανικός
.
Έτσι αποφασίσαμε να κάτσουμε σε ένα σημείο όλοι μαζί περιμένοντας τα αποτελέσματα της προσπάθειας των παιδιών. Προσπαθούσαν να περάσουνε μία πλαγιά παγωμένη που στο βάθος βλέπανε το καταφύγιο, το όλο πρόβλημα ήταν πώς θα περάσουνε αυτήν την παγωμένη σαν γρανίτη πλαγιά. Η ομάδα που προσπαθούσε να την περάσει ήταν ο οδηγός πού είχαμε μαζί μας, ο Γιώργος και ο Νίκος, στην προσπάθεια του όμως να περάσει ο Γιώργος γλίστρησε και γλιστρώντας κατέβηκε 100 μ, δεν ξέρω πώς κατόρθωσε να συγκρατηθεί με τα νύχια και σιγά σιγά να ανεβεί επάνω. Βλέποντας αυτή την κατάσταση αποφασίσαμε να καθίσουμε σε ένα μέρος που είχε λίγα έλατα προκειμένου να ξενυχτήσουμε, έτσι ανάψαμε φωτιά κάτω από τον κώνο της Γκιώνας παραμονή Χριστουγέννων, «εμείς τα παιδιά του Ηρακλείου, τα παιδιά με τα μακριά μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» που λέει και ο Σαββόπουλος, αποφασίσαμε να ξενυχτήσουμε στα 2200μ υψόμετρο ανάβοντας φωτιά και μένοντας έξω στο ύπαιθρο κάτω από τα αστέρια χωρίς την θαλπωρή του ζεστού μας σπιτιού που τόσα χρόνια δεν το είχαμε αποχωριστεί ποτέ, τώρα βρισκόμαστε έξω στα χιόνια, παγωμένοι, κατάκοποι, μπαϊλντισμένοι και πεινασμένοι, παρακαλώντας το θεό του βουνού να μην φυσήξει την νύχτα γιατί διαφορετικά θα μας έβρισκαν οι τσοπάνηδες την Άνοιξη.

Σε ένα ξέφωτο με λίγα χιόνια, τα οποία με τα χέρια μας τα κάναμε στην άκρη, μαζέψαμε ξερά κλαδιά και ξύλα από τα γύρω έλατα και ανάψαμε μια φωτιά για να ζεστάνουμε λίγο τα παγωμένα μέλη μας που είχαν ξυλιάσει. Περπατάγαμε από το πρωί χωρίς σταματημό και τώρα ήταν περασμένες  εννέα και βλέπαμε εξαιτίας του φεγγαριού, για να βρούμε κορμούς δένδρων τους οποίους και βάλαμε αντικριστά για να καθίσουμε πάνω τους. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να συνερχόμαστε, τα πόδια όλων μας ήταν παγωμένα όμως έπρεπε να συζητήσουμε για το τι θα κάναμε από εκεί και πέρα, έτσι έπεσε η ιδέα να φύγει μια ομάδα για το χωριό προκειμένου να ειδοποιήσει την αστυνομία και να έρθουν να μας πάρουν μια και έτσι όπως ήμαστε νομίζαμε ότι ήμαστε πεθαμένοι. Τη στιγμή εκείνη δεν σκεφτόμαστε λογικά, μια λογική κίνηση ήταν να καθίσουμε να ξημερώσουμε όπως και κάναμε την επομένη και σιγά-σιγά να κατέβουμε στο χωριό και να φεύγαμε με το καλό, άλλα από την μία το στραμπουλιγμένο πόδι της Λένας και από την άλλη ότι όλοι είμαστε κατάκοποι από το ολοήμερη ορειβατική περιπέτεια, ήταν επόμενο να νιώθουμε ότι για να συνέλθουμε θέλαμε πάνω από μία εβδομάδα, κάτι που όπως φάνηκε σαν νέα παιδιά που ήμαστε δεν ήταν καθόλου έτσι.

Έτσι κυριάρχησε η ιδέα του πανικού, να φύγει μία ομάδα για να πάει κάτω στο χωριό να ειδοποιήσει την αστυνομία προκειμένου να έρθουν ελικόπτερα διάσωσης. Η ομάδα λοιπόν δέχθηκε να φύγει για το χωρίο κατ’ ευθείαν, χωρίς καθυστέρηση, απαρτιζόταν από τον οδηγό και μόνο ορειβάτη το Σπύρο και τον Νικόλα. Σ’ αυτά τα παιδιά έστω και καθυστερημένα όλοι μας οφείλουμε ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, πρώτον για την αυτοθυσία τους και το κουράγιο τους, καθώς ορειβατούσαν για πάνω από δώδεκα ώρες και συνέχισαν να ορειβατούν και άλλες 7, “κολυμπώντας” στην κυριολεξία μέσα στο χιόνι, φτάνοντας κατά τις τρεις το πρωί στο χωρίο, χτυπώντας πόρτες, κάνοντας τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να ενημερώσουν τις υπηρεσίες για να καταφθάσουν την επόμενη μέρα να μας πάρουν.

Αφήνω στην άκρη τις αφηγήσεις τους για το τι ένιωσαν σε αυτό το ατελείωτο ταξίδι επιστροφής με την αγωνία να φτάσουν έγκαιρα και τις παραισθήσεις που είχαν στο δρόμο λόγο της εξάντλησης (και τα βενζινάδικα που έβλεπε ο οδηγός), ακόμα και οι ένα σορό κίνδυνοι μέχρι και να χαθούν. Κι όμως τα αψήφησαν όλα και ρίσκαραν ακόμα και τη ζωή τους για να μας πάρουν την επόμενη ημέρα και να μας κατεβάσουν κάτω σώους και αβλαβής, κανείς από την ομάδα δεν τους είπε ένα ευχαριστώ, και ένα μπράβο ρε παιδιά γι’ αυτό που κάνατε για μας, έστω και καθυστερημένα τους το λέω μέσα απ’ αυτό το κείμενο, ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΚΑΛΑ, ΙΣΩΣ ΧΩΡΙΣ ΕΣΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΑΜΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ, ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Όταν έφυγαν τα παιδιά, εμείς το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να προσπαθήσουμε να ζεσταθούμε και να στεγνώσουμε τα παπούτσια και της κάλτσες μας που ήταν παγωμένα και μούσκεμα, με γυμνά πόδια τυλιγμένοι με τους υπνόσακους μας βλέπαμε την φωτιά και κάθε τόσο έβγαζε καθένας κάτι από το σακίδιο του που τρωγόταν και το μοιραζόμασταν όλοι μαζί. Είχαμε γίνει μία παρέα, η ατομικότητα ήταν πολυτέλεια εκείνη την στιγμή, δεν είχαμε όμως όρεξη για πλάκες και για γέλια, είχε χαθεί το πρωινό μας κέφι και η αισιοδοξία που είχαμε, δεν είχανε περάσει ούτε δώδεκα ώρες και νομίζαμε ότι είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή, είχαμε κάνει τόσα πολλά πράγματα, είχαμε δει τόσα άλλα που θα τα θυμόμαστε για χρόνια πολλά και θα τα λέμε στα παιδιά μας και δεν θα το πιστεύουν, βλέπαμε της φλόγες της φωτιάς οι οποίες μας είχαν μαγέψει.

Έφερνα στη σκέψη μου τις πρωινές εικόνες και πέρναγαν μπροστά από τα μάτια μου και σκεφτόμουν: « δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να είναι πραγματικότητα όλα αυτά, και όμως ήταν. Και τώρα είμαι εδώ και από πάνω μου τα άστρα και ο καθαρός νυχτιάτικος ουρανός, κοιτάζω τη φωτιά κουκουλωμένος με τον υπνόσακο μου, αμίλητος και ονειρεύομαι». Σκεπτόμουν τους γονείς μου, οι οποίοι θα νόμιζαν ότι εγώ εκείνη την ώρα θα γλένταγα και ότι θα περνούσα καλά, άλλα εγώ ήμουν μέσα στα χιόνια, «τι;» δεν περνούσα καλά δηλαδή; δεν ήταν όμορφα; Θα πω ψέματα εάν πω, πώς ότι παρά τις δυσκολίες της στιγμής δεν ήταν φανταστικά, υπέροχα, μοναδικά. Βέβαια δεν θα μπορούσα να φανταστώ αυτήν την ζωή και αυτές της εικόνες πριν πάω σ’ αυτή την εκδρομή. Ήμασταν έξω στο χιόνι κάτω από τα έλατα με μια φωτιά στην μέση και από επάνω μου ο κώνος της Γκιώνας να κρέμεται απειλητικά, το φεγγάρι να φωτίζει το χιόνι και σχεδόν την νύχτα να μας τυφλώνει, ήταν τόσα πολλά που περάσαμε όλη την ημέρα που δεν καταλάβαμε ότι δεν καλοβλέπαμε. Ναι, δεν καλόβλεπαν τα μάτια μου εδώ και ώρες δεν μπορούσαν να ανοίξουν κανονικά, από το χιόνι και την ακτινοβολία τα μάτια μας όταν έβλεπαν φως μισόκλειναν, τί είχαμε πάθει; Άλλαξε η ζωή μας, βάλαμε σε δοκιμασία όλο μας το σώμα, στηριχθήκαμε στην νεανικότητα μας και αυτή τώρα για λίγο μας πρόδωσε.

Όλο αυτό το διάστημα από την γλίστρα που είχα φάει εγώ και ο Νικόλας, δεν μπορούσα να συνέλθω παρά μόνο όταν κάθισα στη φωτιά άρχισα να συνέρχομαι, είχα πάθει τέτοιο μεγάλο σοκ που όχι μόνο δεν μπορούσα να βοηθήσω τους άλλους και ιδιαίτερα την Λένα που είχε στραμπουλίξει το πόδι της και την σέρναμε επί 5 ώρες, άλλα ούτε τον εαυτό μου. Ψυχολογικά είχα πάθει μεγάλο τρακ από την στιγμή της γλίστρας και μετά.

Ξημέρωσε η Κυριακή 25-12-77, είχαμε περάσει την πιο παράξενη χριστουγεννιάτικη νύχτα της ζωής μας. Όλο το βράδυ προσπαθούσα να κοιμηθώ καθισμένος πάνω σε ένα κορμό που όταν με έπαιρνε λίγο ο ύπνος έγερνα πότε δεξιά προς τη φωτιά και πότε αριστερά στο χιόνι, χώρια το ελαφρύ παγωμένο αεράκι πού φύσαγε και πέρναγε μέσα από το σλίπινγ πάνγ και τα ρούχα μου, λίγο πολύ όλοι μας “κοιμηθήκαμε” με έναν ανάλογο τρόπο, σχεδόν επιβιώναμε παρά κοιμόμαστε και πάντα με τον φόβο μην τυχών και το βράδυ αρχίσει καμία χιονοθύελλα, οι μόνοι που κοιμήθηκαν κάπως ευχάριστα και “ζεστά” ήταν ο Τρύφωνας και η Σία που είχαν ενώσει τους δύο τους υπνόσακους και την “ έβγαλαν κάπως πιο ζεστά” από εμάς τους υπόλοιπους, ήταν αδικία να βλέπουμε στο βάθος το καταφύγιο και να παραμένει αδύνατον να το προσεγγίσουμε. Περιοριστήκαμε, στο να το κοιτάμε από μακριά και να φανταζόμαστε τα γλέντια που θα κάναμε εάν μπορούσαμε να φτάσουμε, θα ήταν τα πιο απίθανα Χριστούγεννα για όλους μας, κρίμα. Να φανταστείτε μέχρι σήμερα έχω προσπαθήσει πάνω από πέντε αναβάσεις και δεν κατόρθωσα ποτέ να φτάσω σε αυτό το καταφύγιο της Γκιώνας, μοιάζει απραγματοποίητο όνειρο τελικά αυτός ο στόχος, έμεινε ένα άπιαστο όνειρο, ίσως κάποια ημέρα το κατορθώσω.

Το ελικόπτερο
Είχαμε κανονίσει με τα παιδιά που έφυγαν ότι εάν δεν ερχόταν κανένα ελικόπτερο μέχρι της 10.30 τότε θα μαζεύαμε τα πράγματά μας και θα αρχίζαμε να κατεβαίνουμε παίρνοντας τον δρόμο που ήρθαμε προφανώς πατώντας πάνω στις πατημασιές της προηγούμενης ημέρας, υπήρχε και η ιδέα να ακολουθήσουμε την πορεία που ακολούθησαν τα παιδιά εχθές που κατέβηκαν, αν και με την σημερινή μου εμπειρία θα ήταν η πιο κακή τακτική, λόγο του ότι ακολουθώντας το λούκι που ήταν γεμάτο χιόνι η πορεία μέσα σε αυτό θα ήταν πολύ χρονοβόρα και επικίνδυνη. Έτσι βγάλαμε ότι ήτανε φαγώσιμο και αρχίσαμε να το τηγανίζουμε στη φωτιά, νομίζω ότι μάγειρες ήταν ο Τρύφωνας και η Σία, μετά το τσάι ακολούθησε μπέκφραστ με αυγά, λουκάνικα, μπέικον και ότι άλλο τρωγόταν. Τα μοιράσαμε και αρχίσαμε να προετοιμαζόμαστε για την κατάβαση, με λίγα λόγια προετοιμαζόμαστε ψυχολογικά για να αρχίσουμε να κατεβαίνουμε προς την ρεματιάάλλα όταν ακούσαμε το μακρινό θόρυβο του ελικοπτέρου αισθανθήκαμε όπως αισθάνονται αυτοί στο σινεμά, όταν είναι χαμένοι και ξαφνικά ακούνε το σωτήριο ήχο, δεν ξέρω εάν ήτανε η φαντασία μου ή πραγματικότητα, τη στιγμή που ετοιμάζαμε τα πράγματα μας ακούσαμε το θόρυβο του ελικοπτέρου, κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και με μία φωνή όλοι είπαμε: «Ελικόπτερο!! Ελικόπτερο!!!» , μέχρι να το πούμε, το ελικόπτερο έκανε βόλτες από πάνω μας, εμείς σαν “ναυαγοί”, σαν χαμένοι στις οροσειρές της Γκιώνας κουνάγαμε χέρια πόδια, ότι είχαμε μέχρι που το ελικόπτερο προσγειώθηκε στην διπλανή πλαγιά.

Αμέσως βγήκαν από το ελικόπτερο δύο σκιέρ του στρατού και μας έφτασαν σε χρόνο μηδέν, άρχισαν να μας παίρνουν τρεις-τρεις και να μας αφήνουν έξω από το καφενείο που την προηγούμενη ημέρα είχαμε ξεκινήσει, είναι πραγματικά ειρωνεία όταν κάνεις 14 ώρες με τα πόδια να φτάσεις εκεί που άλλα μέσα μεταφοράς φτάνουν σε 5 λεπτά. Πλέον όμως  βρισκόμουν στο ελικόπτερο, βλέποντας τις βουνοπλαγιές που περνάγαμε την προηγούμενη μέρα με απελπισία και δεν ξέραμε που θα κατέληγε αυτή η πορεία. Όλοι είχαμε χάσει το κουράγιο μας, ωστόσο όμως προσπαθούσαμε ο ένας να δώσει κουράγιο στον άλλον ότι είχε απομείνει, έβλεπες τα όργανα του ελικοπτέρου να λειτουργούν σωστά, έβλεπες τους πιλότους σίγουρους, τα μάτια τους και αισθανόσουν και εσύ λίγο από την σιγουριά αυτή που μέχρι χτες την είχες χαμένη. Ήταν πια γεγονός είχαμε φτάσει, όλο το χωριό είχε μαζευτεί στο σημείο που μας κατέβασε το ελικόπτερο, οι κάτοικοι του χωριού μας πλησίαζαν και μας πήγαιναν στο καφενείο που ήταν λίγο πιο πέρα. Πίναμε τσάι και σκεφτόμασταν που θα ήμασταν αν δεν ήταν το ελικόπτερο, στη συνέχεια κάναμε βόλτες στο χωριό και προσπαθούσαμε να ανοίξουμε τα μάτια μας, η αλήθεια είναι ότι βλέπαμε με δυσκολία, ρίχναμε κρύο νερό στα μάτια μας ξανά και ξανά και προσπαθούσαμε να συνηθίσουμε τη ζωή χωρίς φόβο και ένταση, χαιρόμασταν που βλέπαμε, δρόμους, σπίτια, πλατεία, καρέκλα, καφενείο, αυτοκίνητα, ακούγαμε θόρυβο, χαρούμενες φωνές, με μια λέξη πολιτισμός.

Είχε προγραμματιστεί για μεσημεριανό γεύμα μια ζεστή σούπα, η οποία αποτελούσε το αποχαιρετιστήριο γεύμα της περιοχής, ήταν πράγματι ένα βάλσαμο σε όλον τον οργανισμό μας, καθώς είχαμε χάσει πολλά υγρά και θα έπρεπε να αποκατασταθούν οι απώλειες, μας είπαν ότι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος. Μετά το γεύμα το απόγευμα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για την πόλη, μόνο που χωρίς να το καταλάβουμε το βουνό μας είχε κάνει “δικούς του” και από τότε θα ψάχναμε ευκαιρία για να επαναλάβουμε την περιπέτεια αυτή σαν τους ναρκομανείς που ψάχνουν την δόση τους, για να νιώσουν για λίγο όμορφα, λίγο γαλήνια. Έτσι θέλαμε και εμείς να νιώσουμε την σιωπή της φύσης που όταν την νιώσεις για πρώτη φορά σε τρομάζει, για μας αυτό είχε γίνει το ναρκωτικό μας και δεν το είχαμε καταλάβει, μόνο που θα έπρεπε να περάσουν αρκετοί μήνες μέχρι να το καταλάβουμε και να αισθανθούμε την έλλειψη αυτή και από τότε το αναζητούσαμε, το αναζητούσε η νεανική μας ζωντάνια και ενεργητικότητα που ζητούσε να εκτονωθεί και νομίζω ότι είχαμε βρει τον τρόπο.

Πλησιάζοντας το Πάσχα ξανά σκεφτήκαμε τις όμορφες εικόνες που είχαμε πάρει από την πρώτη μας ορειβασία στην Γκιόνα και την ηρεμία που νιώσαμε περπατώντας στην φύση και τις μαγευτικές συγκινήσεις που είχαμε νιώσει, εκεί πάνω στο βουνό και είπαμε να το επαναλάβουμε μόνο που το επόμενο βήμα θα έπρεπε να ήταν καλύτερα οργανωμένο σε εξοπλισμό και σε οργάνωση,  έτσι δηλώσαμε παρόντες στην πασχαλινή εκδρομή που διοργανώθηκε στην Γκαμήλα στα Ζαγοροχώρια από τον ορειβατικό σύλλογο των Αθηνών, και έκτοτε η σχέση μας με το βουνό θα είναι μόνιμη και σταθερή.

Όταν φτάσαμε σπίτι δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πώς ήμασταν ζωντανοί ανάμεσα στα αγαπημένα μας αντικείμενα και τους αγαπημένους μας ανθρώπους που η τηλεόραση τους είχε αναστατώσει και τους είχε προετοιμάσει για τα χειρότερα, ευτυχώς η κατάσταση δεν ήταν τόσο σοβαρή, οι γονείς μου με κοίταγαν και απορούσαν: « μα είναι δυνατόν το παιδί μας να κάνει τέτοια πράγματα; μα είναι δυνατόν;»
Οι εφημερίδες έγραφαν την επόμενη ημέρα, τα μεταφέρω όπως ακριβώς τα έγραψαν δεν διορθώνω και δεν προσθέτω τίποτε:
  1. «το βήμα» : «το ελικόπτερο έσωσε τους 12 ορειβάτες»
«Αποκλείστηκαν τα Χριστούγεννα στην ορεινή περιοχή του Παρνασσού 12 ορειβάτες από τον Νέο Ηράκλειο Αττικής βαδίζανε από το χωριό Βίλιανη και κολλήσανε στα χιόνια σε απόσταση 400 μέτρα από το ορειβατικό καταφύγιο μεταξύ Παρνασσού και Γκιώνας οι τρεις από αυτούς τα κατάφεραν να επιστρέψουν στο χωριό Μανιάκι απ όπου η χωροφυλακή έκανε σήμα παροχής βοήθειας τελικά οι αποκλεισμένοι παρελήφθησαν από ελικόπτερο και διασώθηκαν».

  1. «Καθημερινή»: «Εννέα ορειβάτες διασώθηκαν από ελικόπτερο»
«Δώδεκα ορειβάτες του ορειβατικού συλλόγου Νέου Ηρακλείου παγιδεύτηκαν στο μεσημέρι της παραμονής των Χριστουγέννων από χιόνια σε απόσταση 300 μέτρων από το καταφύγιο της Γκιώνας, οι ορειβάτες ξεκίνησαν από την Βίλιανη Παρνασσίδας για την κορυφή της Γκιώνας σε απόσταση 300 μέτρων από το καταφύγιο παγιδεύτηκαν, τρεις κατάφεραν να γυρίσουν πίσω και να φτάσουν στο σταθμό χωροφυλακής στο Μανιάκι ζήτησαν βοήθεια, ειδοποιήθηκε η αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία η οποία έστειλε ελικόπτερο με το οποίο μεταφέρθηκαν στο Μανιάκι οι υπόλοιποι εννέα ορειβάτες. Ωραία πού είναι ή ζωή όταν ξέρεις να την ζεις!!!»

Όλες οι φώτο είναι εδώ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: