Ο Γύρος Του Κορινθιακού Κόλπου
Έτσι για λόγους ιστορικούς να πω ότι το ταξίδι αυτό ξεκίνησε το 2013 στις 24 Απριλίου και έχουν περάσει 2 χρόνια από τότε και νομίζω ότι είναι χρέος μου να θυμηθώ και να διατυπώσω όσο πιο πιστά γίνεται ένα ταξίδι που πολλοί φίλοι θα ήθελαν να πραγματοποιήσουν αλλά δεν το τολμούν για διάφορους λόγους κυρίως χρονικούς. Τα χιλιόμετρα δεν είναι το πρόβλημα, αυτό είναι σίγουρο μιας και όπως έχουν γίνει τα πράγματα σήμερα με τα breve των 200 και των 300 χιλιομέτρων δεν είναι ακατόρθωτο όταν αυτό σπάσει σε τρεις και τέσσερις ημέρες. Ίσως να πιστεύουν ότι οι δυσκολίες που θα προκύψουν από ένα τέτοιο ταξίδι συνεχούς μετακίνησης κάθε βράδυ και σε διαφορετικό μέρος είναι ένα πρόβλημα, αλλά αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι όταν κάνεις το ταξίδι με τον δικό του ρυθμό και με διάθεση ταξιδευτή και όχι ποδηλασία αγώνων, όλα είναι εφικτά και όλα είναι δυνατά.
Πολλές φορές με φίλους έχουμε πάρει τον προαστιακό μέχρι το Κιάτο και ποδηλατώντας έχουμε φτάσει μέχρι την Ακράτα, μπάνιο φαγητό και επιστροφή (90 Χιλ), έτσι τώρα αποφάσισα να κάνω λίγα περισσότερα χιλιόμετρα και να κάνω το γύρο του κορινθιακού κόλπου και να καταλήξω στο κονάκι του Νικόλα στην Βίνιανη κάνοντας ενδιάμεσα μερικές στάσεις για ύπνο φαγητό και ξεκούραση.
Πρωί πρωί στον προαστιακό σταθμό της Νερατζιώτησας φτάνω περίπου στις 10:00 π.μ στο Κιάτο, μία μέρα φοβερή. Έμεναν δύο εβδομάδες για το Πάσχα και η ζέστη ήταν στα ύψη. Κοντομάνικο και σορτσάκι τα μόνα ρούχα που μου ήταν απαραίτητα, ξεκινάω με καλή διάθεση και αρκετή ικανοποίηση. Ότι είχα τελειώσει όλες μου τις ''δουλειές'', εάν μπορεί να το πει κανείς αυτό ποτέ, αλλά στην δική μου περίπτωση νομίζω ότι θα μπορούσα.
Πάλευα επί ενάμιση χρόνο το σπίτι που τελικά εγκαταστάθηκα εγώ και η οικογένεια μου. Κατόρθωσα να προσαρμόσω στα μέτρα μου σύμφωνα με την καινούργια διάθεση μου τα έπιπλα με ανάλογα χρώματα και την τρέχουσα αισθητική μου. Επίσης άφησα ένα διαμέρισμα με όλες τις συσκευές έτοιμες προς χρήση στην κόρη μου και αφού είχα κουραστεί σωματικά άλλα και ψυχικά μετά από ένα ψυχολογικό σοκ και με τα ανάλογα αντικαταθλιπτικά στη τσέπη νομίζω ότι δικαιούμαι ένα ταξίδι δίχως χρονικούς περιορισμούς και δεσμεύσεις του τύπου πότε θα γυρίσεις, πότε θα έρθεις πίσω και τί κάνεις τώρα και άλλα τέτοια ποταπά πράγματα που μας τσιτώνουν τα νεύρα και μας χαλάνε την διάθεση. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΕΛΟΣ.
Όσο σκεφτόμουν όλα αυτά το ποδήλατο μου σχεδόν έρεε στην άσφαλτο της παλιάς εθνικής Κορίνθου-Πάτρών. Χωρίς να το καταλάβω έχω φτάσει στο ξυλόκαστρο παίρνω τον παραλιακό ποδηλατόδρομο και σταματάω για ένα απολαυστικό καφέ.
-Για πού το έβαλες φίλε;
-Δεν ξέρω.
-Έτσι στα κουτουρού;
-Ναι έτσι.
Κουνάει το κεφάλι του και μουρμουρίζει. Ο κόσμος είναι συνηθισμένος να κάνει ταξίδια με κάποιο σκοπό και προορισμό, σε όλους φαίνεται αφύσικο να ταξιδεύει κανείς χωρίς προορισμό, χρόνους και συγκεκριμένο κατάλυμα.
-Πού θα κοιμηθείς;
-Όπου νάνε, απαντώ και σκάει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
-Εσείς στην Αθήνα τα έχετε παίξει τελείως μου φαίνεται και παίρνει δρόμο σαν να μην πιστεύει στα αυτιά του με αυτά που του λέω.
Περνάω το ένα χωρίο μετά το άλλο. Το Δερβένι, Παραλία Πλάτανου, από όλα τα ενοικιαζόμενα σπίτια που περνώ, οι ιδιοκτήτες τους έχουν επιδοθεί σε διαδικασίες συντήρησης και επισκευών εν όψη του Πάσχα και των πελατών που θα τα επισκεφθούν. Παντού ασβεστώνουν και επισκευάζουν, κλαδεύουν και επιδιορθώνουν ό,τι μπορούν. Όλοι δουλεύουν και ο μόνος “τεμπέλης” είμαι εγώ και το χαίρομαι πααααρα πολύ.
Χωρίς κόπο έχω φτάσει στην Ακράτα και διψάω. Τα μούσμουλα έχουν γίνει και είναι έτοιμα, καταβροχθίζω αμέτρητα να ξεδιψάσω. Βρίσκω την ευκαιρία να χώσω στις τσέπες μου μερικά για το δρόμο και συνεχίζω. Περνάω από το Διακοφτό και συνεχίζω κάτω απο την εθνική και ανηφορίζοντας απο την απέναντι πλευρά τώρα της εθνικής ο ήλιος μου είναι κατακούτελα και διψάω συνέχεια. Αρχίζει κατηφόρα και ξανά περνώ απο την πλευρά της θάλασσας μπαίνοντας σιγά σιγά στα απέραντα κτήματα με λεμονιές και πορτοκαλιές. Τα αρώματα απο τους λεμονανθούς μου έχουν σπάσει την μύτη. Απέραντες εκτάσεις με λεμονιές και οτιδήποτε ξινό φανταστεί το μυαλό του ανθρώπου.
Είμαι στο Αίγιο, χαζεύω τα μαγαζιά και τον κόσμο που παίρνει τα απαραίτητα ψώνια του και βιαστικά τρέχει για το σπίτι του. Είναι μεσημέρι περίπου 14:00μ.μ, εγώ πού θα πάω; Φέρνω μία γυροβολιά έτσι στα τυφλά ψάχνοντας για το μαγαζί του φίλου του Βαγγέλη μήπως και το βρω άλλα δεν στέκομαι τυχερός.
Ψωμί και τυρί απο ένα φούρνο και βαδίζω για την παραλία να ξεκουραστώ, να κάνω μπάνιο και να φάω λες και είναι καλοκαίρι. Το πρώτο μπάνιο της χρονιάς γίνεται στο Αίγιο, ξεπλένω το σώμα μου από τον ιδρώτα μου και απολαμβάνω την δροσιά του νερού. Είναι ό,τι πρέπει μετά από 80 χιλιόμετρα μέσα στην σκόνη του δρόμου. Απλώνω το carimar να τεντώσω το κορμί μου να ξεμουδιάσω, να φάω και να ξεκουραστώ.
Το σπίτι του Βαγγέλη
Εδώ και δύο χρόνια ο φίλος Βαγγέλης με την αναδουλειά της Αθήνας τα παράτησε όλα, μαγαζί και σπίτι, πήρε την Άννα και τα δυο του παιδιά και μετακόμισε στο Αίγιο. Από καιρό σε καιρό είχα κάποιο μήνυμα, ένα τηλέφωνο αλλά τί κάνει, πώς έχει οργανώσει την ζωή του δεν ήξερα. Όταν του τηλεφώνησα απο την παραλία και του είπα ότι είμαι στην πόλη του μου εξήγησε ότι απέχω από το σπίτι του μόνο 7 Χιλ, έτσι βρέθηκα να πίνω τον απογευματινό μου καφέ στο γκαζόν της μεζονέτας του Βαγγέλη. Τα παιδιά του από δύο έχουν γίνει τρία, με την πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη Άννα.
Με καμάρι μου έδειξε το πόσο είχε φτιάξει το κοτέτσι που πάντα ονειρευόταν και τώρα το έχει οργανώσει με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, κάμερες, αισθητήρες θερμότητας αυτόματα ποτίσματα και άλλα τέτοια κόλπα. Μα το αποτέλεσμα του φρέσκου αυγού για τα παιδιά του τον ανταμείβει. Το καμάρι του ήταν η βάρκα που τόσο ονειρευόταν. Ψάρευε που και που με τον ξάδελφο του στον κορινθιακό κόλπο, απόσταση από την θάλασσα ούτε 50 μέτρα. Από την αυλή του αισθανόσουν την αύρα της θάλασσας, αυτό που με ξένισε λίγο ήταν το όνομα της.... ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ.
Όλα τα λεφτά ήταν το βράδυ, όταν μαζεύτηκε η οικογένεια γύρο απο το τραπέζι της κουζίνας για το βραδινό και τον προγραμματισμό της επόμενης ημέρας. Ειλικρινά ζήλεψα την οικογενειακή θαλπωρή και μου θύμισε δικές μου στιγμές όταν τα παιδιά μου ήταν σε αυτή την ηλικία και με έναν αντίστοιχο τρόπο δια μέσου του βραδινού φαγητού οργανώναμε τις επόμενες κινήσεις της οικογένειας. Τώρα τα παιδιά μεγάλωσαν και ψάχνω να τα βρω. Όλα αλλάξαν τώρα, στο σπίτι μου το βράδυ μαζεύομαι εγώ και η γυναίκα μου, άντε και κανένα παιδί στα γρήγορα και χάνεται και πάλι μόνοι.
Με πήρε ο ύπνος σκεπτόμενος ότι η Αναχώρηση * που έκανε ο Βαγγέλης του βγήκε σε καλό. Έβλεπα τα παιδιά του να παίζουν σε ένα φυσικό περιβάλλον κάτι που στην Αθήνα δεν θα μπορούσε να τους το δώσει. Θυμάμαι τα μάτια του Βαγγέλη όταν μου περιέγραφε τον τρόπο ζωής του στο Αίγιο και πόσο όμορφα περνούν σαν οικογένεια. Το μάτι του δεν διακόπτεται από πολυκατοικίες αλλά από λεμονιές και πορτοκαλιές. Όσο για τον ήχο από τα αυτοκίνητα τον έχει αντικαταστήσει με τον ήχο τής θάλασσας, από τα κοτόπουλα που εκτρέφει τις ομιλίες απο τους λιγοστούς γείτονες και τις φωνές των παιδιών που παίζουν στην όμορφη αυλή του μέσα στο γκαζόν. Με τα πόδια κατεβαίνει να κάνει το απογευματινό του μπάνιο, εάν δεν έχει όρεξη να ψαρέψει με τον φοβερό και τρομερό τιτανικό. Το βράδυ καθόμαστε στο μπαλκόνι και συζητάμε πίνοντας το λεμοντσέλο δικής του παραγωγής και χαίρετε αυτές τις απλές δημιουργίες, ενός ανθρώπου της τεχνολογίας που είναι ο Βαγγέλης, μας έλουζε ένα όμορφο απαλό αεράκι γεμάτο τα αρώματα των λεμονανθών απο τις απέραντες εκτάσεις με λεμονοπορτοκαλιές.
Ένα ακόμα οικογενειακό πρωινό με τα παιδιά να ετοιμάζονται για το σχολείο και την Άννα και τον Βαγγέλη να τρέχουν να τα προλάβουν όλα έστω και σαν θεατής ένιωσα οτι το άγχος και την ένταση ενός οικογενειακού πρωινού που ξεκινά είναι το ίδιο παντού είτε είσαι στην Αθήνα είτε είσαι στο Αίγιο. Έπιασα τον εαυτό μου να θέλω να φύγω μακριά απο την ένταση και έμεινα στον κόσμο μου για την επόμενη ολοήμερη βόλτα που μόλις είχε ξεκινήσει.
Ο ήλιος έχει σηκωθεί για τα καλά, μια θάλασσα γαλήνια μου έφτιαχνε τις καλύτερες εικόνες για φωτογραφία. Το Λαμπίρι με τους καταπράσινους κόλπους του και τα τουριστικά καταλύματα που περίμεναν τους καλοκαιρινούς τουρίστες πραγματικά λαμπύριζε μες την πρασινάδα και το γαλάζιο. Στην Κάτω Ρόδινη έκανα την πρώτη μου στάση για κολατσιό, είχα λίγο τυράκι απο την προηγούμενη ημέρα και λίγο ψωμί αγναντεύοντας τη γέφυρα του Ρίου απο μακριά. Τώρα πια ο στόχος είναι να πλησιάσω την γέφυρα όσο γίνεται πιο γρήγορα, να απολαύσω το μέγεθός της μιας και θα είναι η πρώτη φορά που θα την περάσω και μάλιστα με τον πιο περίεργο τρόπο. Με ποδήλατο σίγουρα θα είναι εντυπωσιακή. Ποδηλατικές δυσκολίες δεν θυμάμαι να συνάντησα, δεν ξέρω εάν ήταν η καλή μου διάθεση για το όμορφο τοπίο που αντίκριζα ή η πρωινή ανάκτηση δυνάμεων, πάντως εγώ την έχω καταγράψει στο μυαλό μου σαν μία ευθεία δίπλα στην θάλασσα χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.
Η πόλη με τις κακές της συνήθειες μου έχει λείψη και πρίν την γέφυρα στο πρώτο Lidl που βρήκα μπήκα μέσα για μερικές προμήθειες, κυρίως χυμούς και γλυκάκια μιας και είχα ανάγκη για κάτι γλυκό. Το ποδήλατο καταναλώνει όλα τα σάκχαρα του οργανισμού και θέλει αποκατάσταση. Κάτι σαν μπάρες ενέργειας που θα με συνοδεύουν σε όλο το ταξίδι μου φάνηκαν χρήσιμες και τις συνιστώ σε μεγάλα ποδηλατικά ταξίδια.
Οι οδηγίες που είχα απο τους φίλους, τον Γιώργο και τον Μιχάλη που πριν κανέναν μήνα είχαν κάνει το ανάλογο ταξίδι ήταν “πρόσεχε την γέφυρα να την περάσεις απο τα πλάγια όχι απο τον δρόμο, υπάρχει ξεχωριστή λωρίδα μην κάνεις λάθος γιατί θα πληρώσεις σαν αυτοκίνητο”. Καλά όλα αυτά αλλά πρέπει να βρω την “τρύπα” που θα μπώ μέσα για να αρχίσω να ανεβαίνω την γέφυρα. Βρίσκομαι στην κατηφόρα που μας οδηγεί στα φέρι Μπόουτ κάπου στα μισά αριστερά μια μικρή τρύπα μας οδηγεί σε μια περιστρεφόμενη γέφυρα για πεζούς και ποδήλατα, μέσα στην γέφυρα και μάλιστα λίγο πιο μέσα από την αρχή της.
Σε όλη την διαδρομή δεν βρήκα πουθενά αέρα όλο το πρωί, τώρα πάνω στην γέφυρα πού βρέθηκε και μάλιστα με τόση ένταση που δεν σε άφηνε να ποδηλατείς με άνεση γιατί σε έσπρωχνε συνεχώς και προσπαθούσες να βρεις την ισορροπία σου. Εγώ ποδηλατούσα στην δεξιά μεριά της γέφυρας και κάθε τόσο σταματούσα για να πάρω φωτογραφίες και video. Κάθε λίγο και λιγάκι με τρόμαζαν τα αυτοκίνητα που περνούσαν με ταχύτητα πάνω στο οδόστρωμα της γέφυρας κάνοντας να ανασηκώνονται τα μεταλλικά καλύμματα στα σημεία που συνδέονταν τα κομμάτια της γέφυρας κάνονας έναν φοβερό θόρυβο και ταλαντώνοντας λιγάκι την γέφυρα και σου έδινε την αίσθηση ότι γίνεται σεισμός.
Βρισκόμουν στο ψηλότερο σημείο της γέφυρας και ο αέρας είχει την μεγαλύτερη ένταση σχηματίζοντας ένα κανάλι κατά μήκος του κορινθιακού κόλπου έτσι ώστε όσο πλησίαζες στην στεριά ο αέρας μειωνόταν, μέχρι που κοντά στην Ναύπακτο είχε κοπεί τελείως. Είχα φτάσει στα διόδια και πράγματι περνάω απο τα πλάγια μην πληρώνοντας τίποτε όταν όλοι πλήρωναν κανονικά. Αισθάνθηκα περίεργα. Για την Ναύπακτο δεν έμεναν και πολλά χιλιόμετρα με λίγο κόντρα αέρα και τον ήλιο να αρχίσει να καίει. Μετά απο μία ώρα έφτασα στην Ναύπακτο.
Πόσες φορές έχω περάσει και δεν έχω κάτσει να πιώ έναν καφέ με την ησυχία μου. Ακριβώς λοιπόν πάνω από το παλιό λιμάνι, κάτω απο τα πλατάνια, ένα καφεδάκι και ο λόγος ήταν οτι δεν έβρισκα να παρκάρω το αυτοκίνητό μου. Σε αυτό το σημείο σήμερα όμως είναι διαφορετικά. Το ποδήλατο δίπλα μου αγναντεύοντας το λιμάνι και τρώγοντας μια μπάρα ενέργειας μιας και ο δρόμος μου ήταν ακόμα αρκετός μέχρι τον Άγιο Νικόλα. Φωτογραφίες, ερωτήματα απο πού είσαι, πού πας, και άλλα τέτοια. Το απολάμβανα. Αρκετά όμως η χαλάρωση, είναι ώρα να ξεκινήσουμε. Μπορεί να μην έχουμε συγκεκριμένους χρόνους άφιξης αλλά δεν πρέπει να βραδιάσουμε. Κάποια ώρα θα πρέπει να φτάσω στο προορισμό μου.
Βγαίνω από την Ναύπακτο και αγναντεύω τα ψιλά βουνά με τα όμορφα χωριά της να φωλιάζουν στις χαράδρες τούς. Αφού πέρασα απο την γέφυρα του ποταμού Μόρνου συνεχίζω χωρίς δυσκολίες και ανηφόρες. Σχεδόν ευθεία οι ρόδες κυλούν στον ήσυχο δρόμο απαλά και ήσυχα. Το μόνο που ακούω είναι η ανάσα μου και τα νερά του ποταμού που μόλις πέρασα. Αυτοκίνητα πού και πού. Τα έχω σχεδόν ξεχάσει. Χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο χωριό Μοναστηράκι, το χωριό φίλων. Από ψηλά φαίνεται υπέροχο. Τα μικρά δρομάκια είχαν μία ησυχία και μία ηρεμία δίπλα στην θάλασσα. Ίσως είναι το μόνο χωριό που δεν κατέβηκα μιας και η υψομετρική διαφορά ήταν μεγάλη. Το αφήνω στην ησυχία του και συνεχίζω. Στον Αρμαθιά κατέβηκα κάτω δίπλα στην θάλασσα για ένα αναψυκτικό γιατί η ζέστη άρχισε να ανεβαίνει. Χαλαρώνω και συνεχίζω.
Κατεβαίνω παραλία Ρεγούλας, φέρνω γύρο τον τοπικό δρόμο. Είμαι απέναντι απο το νησάκι Τριζόνια που πάντα το έβλεπα με το αυτοκίνητο και ποτέ δεν το είχα προσεγγίσει απο κοντά. Τώρα είμαι σε απόσταση αναπνοής. Περνώ Γλυφάδα, Χάνια, Σπηλιά και ξαναβγαίνω στον κεντρικό απο όπου συνεχίζω με τον ήλιο κατακούτελα. Το επόμενο παραλιακό χωριό είναι ο Αγ. Σπυρίδων και πάλι κατεβαίνω και το φωτογραφίζω και ξανά βγαίνω στον κεντρικό. Η ζέστη τώρα αρχίζει να γίνεται σημαντικό πρόβλημα. Βρίσκω ένα μεγάλο δένδρο δίπλα σε μία καντίνα και κάθομαι να ανακτήσω δυνάμεις και να πάρω μια ανάσα. Βλέπω πως ο Αγ. Νικόλας που έχω βάλει στόχο να διανυχτερεύσω είναι λίγο πιο κάτω. Ανασυγκροτώ δυνάμεις και ξεκινώ. Ο επόμενος κόλπος είναι ο Κλοβινός. Δεν κατεβαίνω και συνεχίζω με μανία για τον προορισμό μου. Μετά απο μερικά βασανιστικά χιλιόμετρα μέσα στην ένταση και τον ιδρώτα εμφανίζεται η μαγική ταμπέλα Αγ. Νικόλας. Επιτέλους έφτασα στον προορισμό μου για σήμερα τουλάχιστον.
Ο Άγιος Νικόλας
Κατεβαίνω και στο πρώτο μαγαζί πού βρίσκω ανοικτό και σερβίρει φαγητό σταματώ. Χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να ρωτήσω κανέναν βγάζω τα ρούχα μου και φοράω το μαγιό μου. Κάνω ένα απολαυστικότατο μπάνιο να δροσίσω το κορμί μου και παράλληλα να ξεπλύνω τον ιδρώτα απο το σώμα μου. Δεν είχα όρεξη να βγω έξω. Έδωσα παραγγελία για φαγητό μέσα απο το νερό κολυμπώντας. Το μόνο που με ανάγκασε να βγω έξω είναι το λίγο παγωμένο νερό μιας και είναι λίγο πριν το Πάσχα ακόμα.
Τελειώνω το φαγητό μου και βγαίνω προς αναζήτηση θέσης για διανυκτέρευση αν και απο το σημείο που έτρωγα είχα εντοπίσει ένα βουναλάκι περιφραγμένο με ένα εκκλησάκι μέσα να στην αρχή τού χωριού. Πράγματι μετά απο αρκετό ψάξιμο αποδείχτηκε οτι η καλύτερη θέση είναι δίπλα στο εκκλησάκι, όπου είχε νερό και ήταν περιφραγμένο για την στοιχειώδη ασφάλεια. Στήνω το σκηνάκι και ξεκουράζομαι, χαλαρώνω απολαμβάνοντας το μεγαλείο της ελευθερίας, τής ησυχίας και τής φυσικής ομορφιάς.
Άρχισε να σουρουπώνει και είχα ανάγκη για λίγο κοινωνική ζωή. Παίρνω την φωτογραφική μηχανή και κατηφορίζω προς το κέντρο του χωριού. Εντοπίζω ένα μαγαζί διαφορετικό απο το μεσημεριανό και αρχίζω να φωτογραφίζω μια απο εδώ, μία απο εκεί και έχω πλησιάσει στην παραλία. Στο καΐκι μέσα ήταν δύο παλικάρια οπου ο ένας ξεψάριζε και ο άλλος έκανε επισκευές στην ψαρόβαρκα τούς. Ψάχνεις για θέμα μου απευθύνει ένας απο τους δύο επάνω στην βάρκα. Άλλο που δεν ήθελα εγώ για κουβέντα. Ναι ψάχνω να γνωρίσω το χωριό σας απαντώ και βρίσκω την ευκαιρία να καθίσω σε ένα τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στη βάρκα τους. Σε είδαμε που ήρθες το απόγευμα μου λέει. Τους εξιστορώ το ταξίδι μου και μαθαίνω οτι ο Ανδρέας, αυτός που έκανε τις μικροεπισκευές, μην έχοντας δουλειά στην Αθήνα για πάνω από δύο χρόνια τα μάζεψε και γύρισε στο χωριό του κοντά στην μάνα του. Έχει νοικιάσει ένα μικρό σπίτι και ζεί κάνοντας διάφορες δουλειές. Είτε δουλεύοντας στην ταβέρνα είτε κάνοντας μικροδουλειές στις ψαρόβαρκες του χωριού. Αναχωρητής λοιπόν και ο Ανδρέας.
Πίνοντας τσίπουρο δίπλα στην θάλασσα και την γαλήνια ατμόσφαιρα του Αγ. Νικόλα, χωρίς τη φασαρία έστω των κωμοπόλεων. Ακόμα μπορεί κανείς να βυθιστεί στην αναζήτηση της δικής του ζωής. Εάν κάνουμε καλά που ζούμε στριμωγμένοι στα διαμερίσματα και στην φασαρία της μεγαλούπολης. Σηκώνομαι το πρωί και πίνω καφέ σε αυτό το τραπέζι που κάθεσαι, μου λέει, και βλέπω την ανατολή και δεν ακούω κανέναν θόρυβο παρά μόνο την φωνή του Γιάννη που μου λέει “πάμε να μαζέψουμε τα δίκτυα, ερχόμαστε, τα ξεψαρίζουμε και πάμε για τον μεσημεριανό ύπνο το απόγευμα πάλι”. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, δεν ξέρω εάν ήταν απο αυτά που άκουγα ή απο τα τσίπουρα που είχα πιεί αλλά με εκείνα και με τ΄αλλα με δύο τσίπουρα και λίγους ψαρομεζέδες γνώρισα το χωριό και τα προβλήματα του.
Νομίζω είναι ώρα για ύπνο. Χαιρετώ τον Ανδρέα και τον Βασίλη και υπόσχομαι οτι θα τους ξαναεπισκεφτώ κάποια μέρα στο μέλλον φυσικά. Το πρωί έχω ταξίδι για Γαλαξίδι, Ιτέα, Άμφισσα, και θα καταλήξω Βίνιανη. Ξανά μετά από 40 χρόνια.
Έκανα το τσάι μου στην σκηνή με λίγα κουλουράκια πριν ακόμα βγει ο ήλιος πάνω απο το βουνό και μπροστά μου ξανοίγεται ο κόλπος. Ακριβώς απέναντι είναι το Αίγιο που αυτή τη στιγμή η οικογένεια του Βαγγέλη θα έχει σηκωθεί και θα προετοιμάζει τα παιδιά για το σχολείο. Το χωριό ακόμα κοιμάται, μία ψαρόβαρκα έχει ξανοιχτεί και είναι ο μόνος θόρυβος που διαταράσσει την γαλήνη αυτού του ψαράδικου χωριού που κάποτε είχε πολύ μεγαλύτερη ζωή όταν τα φέρι ξεκίναγαν απο εδώ και έφταναν στο Αίγιο. Κάτι που σήμερα έχει σταματήσει και είναι η βασική αιτία μαρασμού του Αγιου Νικόλα. Η αντανάκλαση της οικονομικής κρίσης ειναι αισθητή.
Ταξιδεύοντας προς Γαλαξίδι
Το ποδήλατο ρέει πάνω στην δροσερή άσφαλτο, η διάθεση μου καλή και έχω όρεξη για ποδήλατο και καινούργιες εικόνες που είναι σίγουρο οτι με περιμένουν. Μικρές ανηφόρες και ξανά κατηφόρες και ξανά πάλι. Καμιά ιδιαίτερη δυσκολία. Αγναντεύοντας τα χωριά της Κορινθίας, μιάς και ο καιρός ήταν πεντακάθαρος τα έβλεπες τόσο ζωντανά, τόσο κοντά που νόμιζες οτι είναι δίπλα σου. Η πρώτη παράκαμψη που κάνω είναι στην παραλία και συνεχίζοντας τον παραλιακό δρόμο φτάνω στην Ερατεινή.
Μόλις τα παιδιά βγαίνουν απο το σχολείο και πάνε εκδρομή στην διπλανή πλατεία τα βλέπω και ζηλεύω τους δασκάλους τους. Ήσυχοι, αμέριμνοι δεν άντεξα γιατί βρισκόμουν δίπλα τους και λέω σε ζηλεύω τι όμορφα που είναι εδώ, τι όμορφη ζωή. Και εγώ γι΄αυτό ήρθα εδώ, χωρίς να είμαι απο αυτό το μέρος το λάτρεψα όπως και εσύ μου απαντά και συνεχίζει μαζί με τα παιδιά. Έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαμένος και αυτόν όσο και την γύρο περιοχή μεσ 'την γαλήνη. Ήταν ένα τουριστικό θέρετρο χωρίς τουρίστες παρά μόνο τους ντόπιους που τους έβλεπες πού και πού. Παίρνω τις φωτογραφίες μου στην μηχανή, μα περισσότερες στο μυαλό και συνεχίζω. Πάντα παραλιακά προς τον όρμο Λεμονιά και βγαίνω στον κεντρικό και συνεχίζω για παραλία Άγιων Πάντων και βλέπω μπροστά μου να ξεκινά μια τεράστια ανηφόρα και αρχίζει ο γολγοθάς μου. Ατελείωτες κατηφόρες και μεγάλες παρατεταμένες ανηφόρες μέχρι εξαντλήσεως και οι ανηφόρες συνεχίζονται μέχρι τον ουρανό ώσπου κάποια στιγμή τελειώνουν και αρχίζει η πολυπόθητη κατηφόρα και συνέχεια κατηφόρα και ξανά κατηφόρα και ξανά και ξανά ώσπου έφτασα στο σημείο μηδέν. Επιτέλους ίσωμα και η πρώτη είσοδος για το Γαλαξίδι.
Μπαίνω μέσα και κάνω βόλτα, τρελαίνομαι, νομίζω οτι είμαι στην Ύδρα ή στις Σπέτσες. Πάντως σε νησί πρέπει να είμαι, μου το χαλάει το βουνό απο πάνω που είναι χιονισμένο και άγριο. Ο ήλιος όμως και τα γυμνά μπράτσα με φέρνουν στην πραγματικότητα. Βρίσκω ένα καφέ με όμορφη μουσική και έχοντας μπροστά μου το λιμάνι με τα καΐκια και τα ιστιοπλοϊκά χαίρομαι που έχω φτάσει ως εδώ με ποδήλατο. Δεν το πιστεύω. Το απολαμβάνω και πίνω τον καφέ μου έχοντας διάθεση για κουβέντα και χάζι, τίποτε άλλο. Εικόνες και πάλι εικόνες ατελείωτες, σπίτια, κεραμίδια, αρχοντικά, πλατειούλες μικρές, γωνίες όμορφες, μπαλκόνια, βεράντες, γέροι να λιάζονται, βάρκες ακίνητες, τουρίστες, και ντόπιους ξένοιαστους, έτσι τουλάχιστον φαίνονται. Θέλω να ξανάρθω να μείνω, να το χορτάσω, να το απολαύσω καλύτερα. Είναι ώρα να φύγω. Κάνω ό,τι είναι δυνατόν να καθυστερήσω την αναχώρησή μου. Φέρνω βόλτα παραλιακά όλο το Γαλαξίδι, περνάω μέσα απο τα στενά δρομάκια και καταλήγω στην έξοδο μετά λύπης μου και παίρνω τον κεντρικό δρόμο προς Ιτέα.
Ο δρόμος ευθύς παράλληλα με την θάλασσα και στο ίδιο υψόμετρο δίπλα απο τα μεταλλεία μικρές ανηφόρες και λίγες κατηφόρες αλλά ξανά ισιώματα. Πληθαίνουν τα αυτοκίνητα και τα κορναρίσματα και είναι φανερό πως πλησιάζω στην Ιτέα. Σχεδόν πετάω, δεν ξέρω τον λόγο. Συνήθισα, δυνάμωσα, έχω καλή διάθεση, ο καφές έχει διεγερτικές ιδιότητες πάντως το ποδήλατο κυλά στο οδόστρωμα σχεδόν μόνο του. Έχω φτάσει στην διακλάδωση για την Άμφισσα και είναι ώρα να αρχίσω να ανηφορίζω, μα νομίζω οτι ο δρόμος είναι ευθεία. Μπα...δεν μπορεί κάποιο λάθος θα έχει γίνει. Βλέπω το κοντέρ και ενώ έχω ανηφόρα με φόρτωμα αρκετό το κοντέρ μου δείχνει ότι πάω με 20 χιλ σταθερά. Αρχίζω να σκέφτομαι διάφορα τρελά και επιστημονικά. Το μετάλλευμα του υπεδάφους θα διαμορφώνει μαγνητικά πεδία ανάλογα με το φαινόμενο της Πεντέλης που ενώ είναι ανηφόρα το αμάξι, στην δική μου περίπτωση το ποδήλατο, κινείτε με ταχύτητα λές και είναι κατηφόρα. Λές να βρισκόμαστε σε ένα ανάλογο φαινόμενο; Ο φίλος ο Γιώργος στο τηλέφωνο με ρωτάει πού είμαι. Πλησιάζω στην Άμφισσα αλλά έχω ένα θέμα ρε Γιώργη...το ποδήλατο τρέχει στην ανηφόρα τί συμβαίνει; Είναι από τη χαρά σου αγόρι μου που φτάνεις στον προορισμό σου μου απαντά και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ίσως να είναι και αυτό ρε Γιώργη.
Πλησιάζω την Άμφισσα και στην δεύτερη είσοδο θα πρέπει να κάνω αριστερά σε ένα μικρό δρομάκι. Θα μπω μέσα για να πάρω τον αγροτικό δρόμο που σε οδηγεί στη Βίνιανι. Κάπου εκεί θα πρέπει να κάνω τηλεφώνημα στο φίλο τον Νικόλα που ζει σαν ερημίτης στο χωριό. Θα πούμε περισσότερα για αυτόν σε λίγο.
Έχω κάνει περίπου πέντε χιλιόμετρα στον επαρχιακό δρόμο που μας οδηγεί στη Βίνιανη και το αυτοκίνητο του Νικόλα έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση να με συναντήσει. Κάνουμε τις απαραίτητες χαιρετούρες και φορτώνω το ποδήλατο στο αυτοκίνητο και αφού κάναμε μία απαραίτητη βόλτα απο την Άμφισσα για τροφοδοσία ξεκινάμε για το κονάκι του Νικόλα στο χωριό όπου ξεκινάει το φαράγγι της Ρεκάς που οδηγεί στην κορφή της Γκιώνας.
Νεανικές αναμνήσεις
Σε αυτό το χωριό εγώ και καμιά εικοσαριά παιδιά της ηλικίας μου παραμονή Χριστουγέννων του 1978 οργανωθήκαμε για μία εξόρμηση - ανάβαση στην Γκιόνα. Παιδιά της πόλης αμάθητα απο κακουχίες και βουνά άλλα με περίσσια όρεξη για περιπέτεια και τρέλες. Ξεκινήσαμε πίνοντας το πρωινό τσάι μας στο μοναδικό καφενείο της Βίνιανης και ξεκινάμε για ανάβαση της Γκιόνας. Χωρίς εμπειρία και χωρίς προϋπηρεσία σε τέτοια κόλπα. Τώρα που τα σκέφτομαι δεν θα το συνιστούσα σε κανένα νεαρό παιδί. Τέλος πάντων αφού ξεκινήσαμε την ανάβαση μέσα απο τις μεγάλες κοτρόνες και πέτρες πού είχε κατεβάσει το ποτάμι το χειμώνα κατά το μεσημέρι φτάσαμε στο βαθύτερο σημείο του φαραγγιού όπου το '44 είχαν οργανώσει ένα συνέδριο οι αντάρτες του Ελλάς. Τώρα εμείς βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο και ένα μέρος της συντροφιάς μας θέλει να γυρίσει πίσω. Μία έγκυος, ένας σκαρπινάκιας (το παρατσούκλι είναι δικό μου) και ένας με μία καπαρντίνα. Αταίριαστο σύνολο στις συνθήκες που αντιμετωπίζαμε. Οι υπόλοιποι συνεχίζουμε ακάθεκτοι και ορεξάτοι χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες. Από εδώ και πέρα οι συνθήκες γίνονται χειρότερες.
Μιας και αρχίσαμε να βαδίζουμε μέσα στο χιόνι, όπου όσο ανεβαίναμε γινόταν και πιο παγωμένο φτάσαμε στην κορυφή κάτω από τον κεντρικό κώνο της Γκιόνας. Διαπιστώνουμε ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο καταφύγιο γιατί μεσολαβούσε μία παγωμένη και κατακόρυφη πλαγιά. ΄Ετσι αποφασίσαμε να γυρίσουν πίσω τρεις απο την παρέα για να πάνε στο χωριό και να ειδοποιήσουν να έρθουν ελικόπτερα να μας μαζέψουν.
Όλη την νύχτα γύρο από την φωτιά είμαστε όλα τα παιδιά μαζεμένα. Σκεπασμένα με τους υπνόσακους και λίγο μουσκεμένα. Βραδιά Χριστουγέννων όλοι έκαναν στο σπίτι τους ρεβεγιόν εγώ και άλλοι δέκα φίλοι Ηρακλειότες βρισκόμαστε κάτω απο τον κώνο της Γκιόνας και το ευτύχημα είναι ότι το βράδυ είχε ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο και δεν φύσαγε καθόλου γιατί εάν φύσαγε έστω και λίγο δεν ξέρω τί θα έβρισκαν την επόμενη ημέρα οι καταδρομείς που ήρθαν να μας πάρουν.
Πράγματι όταν έφεξε ο ουρανός κάναμε ένα καλό πρωινό με ό,τι μας είχε απομείνει γύρο απο τη φωτιά και βλέπαμε τον Ήλιο να ανατέλλει σιγά σιγά κοκκινίζοντας τις ασπρισμένες απο το χιόνι πλαγιές των βουνών. Τότε ακούσαμε για πρώτη φορά τον βόμβο των ελικοπτέρων να μας πλησιάζουν. Άρχισαν σε τετράδες να μας μεταφέρουν στην πλατεία τού χωριού και να μαζευόμαστε γύρο από το μοναδικό καφενείο όπου την προηγούμενη είχαμε πιεί το τσάι μας. Τώρα μέσα στο καφενείο έχουν στρώσει ένα τραπέζι από την μια άκρη του μαγαζιού μέχρι την άλλη και είχαν από ένα πιάτο ζεστή σούπα στον καθένα απο εμάς.
Από την πολύωρη έκθεση στο χιόνι χωρίς γυαλιά τα μάτια μας πονούσαν και ήταν μισόκλειστα. Είχαμε μεγάλη ανάγκη απο υγρά. Αυτήν τη σούπα θα την θυμάμαι σε όλη μου την ζωή. Οι άνθρωποι σε αυτά τα μέρη γνώριζαν οτι είχαμε ανάγκη απο κάτι υγρό λόγο της υπερπροσπάθειας. Αυτή η σούπα ήταν ό,τι χρειαζόμασταν εκείνη την στιγμή.
Αφού συνήλθαμε και αρχίσαμε να βλέπουμε λίγο καλύτερα καθόμαστε έξω απο το μαγαζί και βλέπαμε αυτά τα τεράστια βουνά και σκεφτόμασταν ότι υπερεκτιμήσαμε τις δυνάμεις μας ή μάλλον υποτιμήσαμε τις δυσκολίες του βουνού μιας και δεν είχαμε προηγούμενη εμπειρία. Τί τρέλα πήγαμε να κάνουμε; Εδώ είναι που λένε καμία φορά ευτυχώς που δεν πάθαμε τίποτα.
Είχαμε ξεκινήσει πάλι τον δρόμο που οδηγεί στην Βίνιανη, και καθώς εγώ έχω βυθιστεί στις νεανικές μου μνήμες ο Νίκος με συνέφερε στην πραγματικότητα. Το βράδυ τί θές να φάμε; Τρελαίνομαι, δεν ήξερα ότι το πανδοχείο διαθέτει ποικιλίες φαγητών και μπορούμε να επιλέξουμε.
Η καλύβα του Νικόλα στη Βίνιανη
Είδη έχουμε φτάσει στην Καλύβα. 'Ενα θαυμάσιο οικόπεδο στο κέντρο του χωριού, σχεδόν απέναντι απο το καφενείο που έχω περιγράψει. Μετά λύπης μου τώρα διαπιστώνω πως είναι κλειστό και ανοίγει μόνο το καλοκαίρι. Προσπαθώ να προσανατολιστώ πού βρίσκεται η αρχή του φαραγγιού, πού είναι το χωριό Προσίλειο πού, πού και άλλα πού. Όπα φίλε υπομονή. Θα τα δούμε όλα με την ησυχία μας. Πάμε τώρα να φάμε και τα βλέπουμε όλα το απόγευμα. Προς το παρών καλώς ήλθες στην καλύβα μου. Ο Νικόλας είχε δίκιο, ας πάμε μέσα και τα λέμε μετά.
Η καλύβα του Νικόλα είναι στημένη σε μια γωνιά του οικοπέδου και το υπόλοιπο το έχει φυτέψει με ζαρζαβατικά εποχής. Στην άλλη πλευρά είχε ένα παλιό σπίτι που ήταν ερειπωμένο και μισό κατεστραμμένο. Ο Νίκος είχε σχέδια να το ξαναφτιάξει αλλά προς το παρών χρησιμοποιεί μόνο το υπόγειο του μιας και είναι δροσερό. Εκεί έχει το ψυγείο του, τα βάζα με τις ελιές του, τα αφυδατωμένα μανιτάρια του, το παστωμένο κρέας του, τα αποξηραμένα ντοματάκια του, τα μέλια του, τα τσίπουρα του, το υπέροχο λεμοντσέλο και άλλα πολλά που δεν μου αποκάλυψε.Ίσως μία άλλη φορά. Όσο για ενέργεια ηλεκτρική υπάρχει άφθονη και δωρεάν.Ο Νικόλας έχει εγκαταστήσει δύο φωτοβολταϊκά πάνελ με μία συστοιχία μπαταριών. Τώρα με ενημέρωσε ότι πρόσθεσε και μία ανεμογεννήτρια έτσι ώστε να έχει απόλυτη ηλεκτρική αυτονομία. 'Οσο για νερό υπάρχει άφθονο τρεχούμενο χωρίς κόστος απο τη δεξαμενή του χωριού που τροφοδοτείται απο το ποτάμι. Απο ξύλα για την σόμπα του τον χειμώνα κόβει απο το δάσος όσα θέλει. Ο φύλαρχος να είναι καλά.
Όπως καταλάβατε ο Νικόλας είναι αυτόνομος και αυτάρκης, όσο είναι δυνατόν βέβαια. Και από νοικοκυροσύνη άφταστος. 'Ηταν έτσι πάντα; Όχι βέβαια. Έγινε, βρήκε τον χρόνο, εμπνεύστηκε, αφοσιώθηκε, αγάπησε την φύση και όταν είδε τα σκούρα στην Αθήνα, αναδουλειά και άλλα τέτοια δεν έχασε ευκαιρία. Αγόρασε το οικόπεδο πήρε απο το LEROY MERLIN μια καλύβα 5χ5 την στήνει και με ανάλογη φροντίδα και βελτίωση την έκανε κατοικήσιμη ακόμα και για 5 άτομα.
Στην καλύβα μπαίνοντας απο την πόρτα έχει ένα τραπέζι για φαγητό και απο πάνω τα ηλεκτρονικά του, τηλεόραση κλπ. Στην άλλη γωνιά τον νεροχύτη, τα ντουλάπια και τα απαραίτητα κουζινικά. Στην άλλη πλευρά ένα καναπέ κρεβάτι και απέναντι μία σκάλα που οδηγεί στην σοφίτα. Μόνο για ύπνο χωράει ακόμα και τρεία άτομα. Δίπλα στην σκάλα και απέναντι απο το τραπέζι έχει την στόφα για τον χειμώνα που όταν ανάψει κάνει την καλύβα φούρνο και ας έχει έξω ένα μέτρο χιόνι.
Αναχωρητής λοιπόν ο Νικόλας. Δημιουργικός αναχωρητής όμως.
Τακτοποιώ τα πράγματα μου, το ποδήλατό μου, κάνω μπάνιο στον αυτοσχέδιο ηλιακό του, δηλαδή μία κουλούρα 100 μέτρα πλαστικός σωλήνας εκτεθειμένος στον ήλιο. Από τη μια μπαίνει κρύο νερό και απο την άλλη βγαίνει καυτό. Τσουρουφλίστηκα! Απολαμβάνω το απομεσήμερο και ηρεμώ βλέποντας τα ψιλά βουνά και πέφτοντας ο ήλιος κατακόρυφα διαγράφοντας τις κορυφογραμμές τους, φτιάχνοντας εξωπραγματικές εικόνες, σε ένα χωριό που δεν καταλαβαίνεις εάν είναι ορεινό ή πεδινό. Ένα χωριό που γύρω γύρω βρίσκονται βουνά και αυτό βρίσκεται στην απόληξη ενός χειμάρρου που το καλοκαίρι βγάζει λίγο νερό, τουλάχιστον επιφανειακά.
Αποφασίζουμε να φτιάξουμε μακαρόνια με σάλτσα. Εγώ βράζω τα μακαρόνια και ο Νίκος την σάλτσα. Θες η έντασή μου, θες η κούραση, η δική μου προσπάθεια ναυάγησε και τα ανέλαβε όλα ο Νικόλας. Κάποια στιγμή φάγαμε και ηρεμήσαμε. Στο πλύσιμο των πιάτων τουλάχιστον τα κατάφερα χωρίς προβλήματα.
Το απόγευμα κάναμε βόλτα το χωριό. Το πρώτο που κάναμε είναι να μου γνωρίσει την αγάπη του, ένα μουλάρι που του έχουν αναθέσει να το προσέχει και το γνωρίζει απο τότε που γεννήθηκε και είναι ο μόνος που το πλησιάζει χωρίς να τον φοβάται. Φτάσαμε στην αρχή του φαραγγιού και καταλήξαμε έξω από το καφενείο που τώρα ήταν κλειστό. Γυροφέρναμε στο άδειο από κόσμο χωριό και σχεδόν σούρουπο φτάσαμε στην καλύβα.
Το βράδυ καθόμαστε έξω από την καλύβα κουβεντιάζαμε πίνοντας λεμοντσέλο και ακούγοντας Θανάση Παπακωνσταντίνου, που για μένα ήταν μία αποκάλυψή. Θες η στιγμή, θες το λεμοντσέλο, θες η διάθεση τον αγάπησα και απο τότε έχω γίνει φανατικός θαυμαστής του. Στο χωριό δεν άκουγες τίποτε άλλο παρα μόνο το βουητό του ποταμού, τα τραγούδια του Θανάση και τις αναπνοές μας.
Την επόμενη μέρα είπα να ξεκουραστώ μίας και μου άρεσε η παρέα του Νικόλα. Επίσης η σέλα μου είχε μουδιάσει τους γλουτούς μου και δεν μπορούσα να την ανέβω, έτσι γνώρισα τα μελίσσια του Νικόλα. Μιας και εγώ είχα μια μικρή γνώση γιατί στο παρελθόν είχα ασχοληθεί και με αυτό το χόμπι φάγαμε το πρωινό μας ελέγχοντας τις κυψέλες, τις ταΐσαμε, τις ψάξαμε για τσιμπούρια και μερικά μελίσσια τα “σπάσαμε” που σημαίνει οτι κάναμε την μαγιά για να φτιάξουμε ένα ακόμα μελίσσι και όλα αυτά δίπλα στο ποτάμι, μέσα στα ανοιξιάτικα ανθοφόρα και αρωματικά φυτά της περιοχής. Εκείνη την χρονιά ο Νικόλας έβγαλε το καλύτερο μέλι που έχω φάει στη ζωή μου. Ίσως γιατί έβαλα και εγώ το χέρι μου. Εκείνη την χρονιά δεν του έμεινε ούτε γραμμάριο απο το μέλι που έβγαλε.
Εκείνη η περιοχή με ηρεμούσε και μου άρεσε γιατί δεν είχα στόχο ούτε χρονικό όριο το πότε θα γυρίσω πίσω παρά μόνο την διάθεση μου. Μου άρεσε που έκανα μια διαφορετική ζωή απο τη δική μου, που ασχολιόμουν με διαφορετικά πράγματα, καινούργια. 'Έπαιρνα εικόνες και απολάμβανα το τοπίο και την παρέα του Νικόλα. Ο Νικόλας είχε μία εσωτερική ηρεμία και μία γαλήνη που χωρίς να το θέλεις σου επιβάλλεται. Σίγουρα βοηθάει το γενικότερο περιβάλλον, ο τόπος σε γαληνεύει και σε ηρεμεί.
Σήμερα είχαμε επισκέψεις στο χωριό απο την Ιτέα. Γειά σου πατριώτη ήταν η κλασική προσφώνηση ο ένας προς τον άλλον και ο άλλος ανταποκρίνεται γειά σου πατριώτη με την κατάλληλη προφορά. Μα όλη η μαγεία ήταν το βράδυ κλασικά λεμοντσέλο, Θανάσης και κουβέντα. Αποφεύγω να σκεφτώ τί θα γίνει εάν μείνω περισσότερες μέρες.
Το πρωί έχω έτοιμα τα πράγματα μου. Το ποδήλατο μου είναι ένταξη και κάνω τις τελευταίες ετοιμασίες. Πλένω δόντια στο παγωμένο πρωινό νερό και είναι δράμα. Έτοιμος πατριώτη φωνάζει ο Νικόλας που τόσο καιρό στο βουνό έχει πάρει τα λεκτικά ιδιώματα της περιοχής για να ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία των ορεινών. Έτοιμος πατριώτη απαντώ. Το σχέδιο ήταν να φορτώσω το ποδήλατο στο αυτοκίνητο για να με βγάλει επάνω στη δημοσιά για να αποφύγω μία μεγάλη ανηφόρα με μερικές τραβέρσες. Έτσι και έγινε, με μιας βρέθηκα στο σημείο που ξεκινά η κατηφόρα για την Γραβιά. Απο τη μια για Καλοσκοπί και απο την άλλη για Μπράλο. Απο μια τρίτη και δεξιά η ανηφόρα έρχεται απο την Άμφισσα δίνουμε τα χέρια τον ευχαριστώ για αυτήν την μοναδική φιλοξενία και ξεκινώ για το Χάνι της Γραβιάς.
Το Χάνι της Γραβιάς
Άρχισα να κατηφορίζω βιντεοσκοπώντας μερικά σημεία. Η κατηφόρα συνεχίζεται ασταμάτητα. Την φαντάζομαι να την ανεβαίνω και μόνο στην σκέψη κουράζομαι. Τώρα δεν έχω καμία όρεξη. Έχω φτάσει λίγα χιλιόμετρα απο την Γραβιά και σταματώ για φωτογραφία. Ένα σκηνικό Αγγελόπουλος. Απο μακριά ακούγετε μια καμπάνα να χτυπά. Οι καπνοδόχοι βγάζουν καπνό που λόγο της άπνοιας διαχέεται απαλά στην ατμόσφαιρα και ανακατεύεται με την πρωινή αύρα που έχει σκεπάσει όλο το χωριό και τα φρέσκο καλλιεργημένα χωράφια. Ο ήλιος προσπαθεί να διαλύσει την πρωινή ομίχλη φτιάχνοντας μια εικόνα απο πίνακα του Van gogh. Έχω μείνει να την κοιτάζω και δεν ξέρω τί να φωτογραφίσω και τί να αποτυπώσω στο μυαλό. Ακούω μια φωνή να μου φωνάζει "Δεν ήξερα οτι οι ποδηλάτες Ηρακλείου έχουν έρθει εδώ βόλτα". Ήταν ο φίλος Αποστόλης απο τις ποδηλατικές βόλτες της Τετάρτης. Τα Σαββατοκύριακα έρχεται και μένει στον σταθμό του Μπράλο που τον έχει νοικιάσει από την ΤΡΕΝΟΣΕ με φίλους και τώρα πηγαίνει στην εκκλησία της Γραβιάς. Λέμε τα σχετικά και συνεχίζω για Γραβιά. Μόλις έχει ξυπνήσει ο κόσμος και πηγαίνει στην εκκλησία μετά στο καφενείο και κατά το μεσημέρι πάλι σπίτι. Στην Αθήνα αυτά έχουν ξεχαστεί.
Πίνω νερό και συνεχίζω για Μαργιολάτα, Λιλαία, Πολύδροσο, Άνω Καλύβια και Αμφίκλεια. Σταματώ για καφέ και ένα τσιπουράκι που σε άλλη ανάλογη εκδρομή το έχω δοκιμάσει και είναι θαυμάσιο. Χαίρομε την θαυμάσια πλατεία της Αμφίκλειας με τους μεγάλους πλάτανους και την αράθυμη ατμόσφαιρα που αποπνέει. Για ορεινή πόλη λίγο ασυνήθιστο αλλά έχει επικρατήσει και το διαπιστώνω όσες φορές περνώ απο την συγκεκριμένη πλατεία και δεν είναι μόνο οι τουρίστες που μεταφέρουν αυτή τι χαλαρότητα και την ανεμελιά αλλά την έχουν και οι ντόπιοι.
Έχει αρχίσει να ζεσταίνει. Σιγά σιγά αρχίζει να φεύγει η ευχάριστη λάμψη του ήλιου και γίνεται κουραστικός και ανυπόφορος. Πρέπει να βρεις τρόπο να προφυλαχθείς είτε γυαλιά, καπέλο, αντηλιακό είτε λίγο μακρύ μανίκι δεν είναι άσχημες ιδέες και τις ακολουθώ. Παρ 'ότι τα σημεία που περνώ με το ποδήλατο είναι δροσερά όταν έχει άπνοια γίνονται μαρτυρικά. Περνάω και την Τυθωρέα και αρχίζει ένα ελαφρύ αεράκι κόντρα Νοτιάς και η ζέστη γίνεται δυνατή. Δαύλεια, Χερώνεια, στάση στις πηγές για λίγο νερό και δίπλα στο λιοντάρι ξεκουράζομαι γιατί οι γλουτοί μου από την σέλα άρχισαν να με πονούν αρκετά. Μια στάση για να συνέλθω κρίνεται απαραίτητη και σκέφτομαι με τον κόντρα αέρα που έχω και με την ζέστη ως πού μπορώ να φτάσω. Κουράγιο μέχρι την Λιβαδειά.
Λιβαδειά
Μπαίνω στην Λιβαδειά μεσημέρι κατευθείαν στην Κρύα για δροσερό νερό φαγητό και να συνέλθω για να μπορέσω να σκεφτώ λογικά για τις επόμενες ενέργειές μου. Μετά το φαγητό κατ'ευθείαν στο πρακτορείο των ΚΤΕΛ για το επόμενο λεωφορείο για Αθήνα. Αρκετά νομίζω ώς εδώ. Σύνολο χιλιομέτρων 320 από 80 χιλιόμετρα την ημέρα. Καθόμουν στο πρακτορείο και το λεωφορείο θα έρθει σε μία ώρα περίπου, χαλαρώνω και σκέφτομαι αυτές τις πέντε ημέρες, τι πέρασα, τι γνώρισα, τι έμαθα. Τούς φίλους πού ξανά βρήκα τον Βαγγέλη με την οικογένεια του, στον Αγ Νικόλα τον Ανδρέα, τον Γιάννη και τον Στέλιο στο Γαλαξίδι. Τον Νικόλα στη Βίνιανη με το αγαπημένο του άλογο και τα μελίσσια του, τα όνειρα που είχε για είδη που ήθελε να καλλιεργήσει, τις εικόνες που είδα και κατέγραψα. Όλα αυτά τα θυμόμουν και τα είχα κάνει κιμά στον μυαλό μου ώσπου ένας υπάλληλος του ΚΤΕΛ με σκουντά "κύριε έχετε βγάλει εισιτήριο;" Τρέχω βιαστικά βγάζω το εισιτήριο μου και τοποθετώ το ποδήλατο μου στο κάτω μέρος του λεωφορείου χωρίς να βγάλω από πάνω τα μπαγκάζια του. Τελικά κατά τις έξι το απόγευμα ήμουν σπίτι μου και έπινα καφέ με τους αγαπημένους μου ανθρώπους που με βασανίζουν καθημερινά και τους ανέχομαι και θα τους ανέχομαι για πάντα γιατί τους αγαπώ. Όπως και να είναι εγώ είμαι παιδί της πόλης και της φασαρίας και εκτονώσεις τέτοιου τύπου τις θέλω για μερικές μόνο μέρες και όχι για πάντα.
οι φωτογραφίες τής εκδρομής εδώ
τα video όλα εδώ
02/05/2015
Κώστας Στουμπιάδης
Έτσι για λόγους ιστορικούς να πω ότι το ταξίδι αυτό ξεκίνησε το 2013 στις 24 Απριλίου και έχουν περάσει 2 χρόνια από τότε και νομίζω ότι είναι χρέος μου να θυμηθώ και να διατυπώσω όσο πιο πιστά γίνεται ένα ταξίδι που πολλοί φίλοι θα ήθελαν να πραγματοποιήσουν αλλά δεν το τολμούν για διάφορους λόγους κυρίως χρονικούς. Τα χιλιόμετρα δεν είναι το πρόβλημα, αυτό είναι σίγουρο μιας και όπως έχουν γίνει τα πράγματα σήμερα με τα breve των 200 και των 300 χιλιομέτρων δεν είναι ακατόρθωτο όταν αυτό σπάσει σε τρεις και τέσσερις ημέρες. Ίσως να πιστεύουν ότι οι δυσκολίες που θα προκύψουν από ένα τέτοιο ταξίδι συνεχούς μετακίνησης κάθε βράδυ και σε διαφορετικό μέρος είναι ένα πρόβλημα, αλλά αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι όταν κάνεις το ταξίδι με τον δικό του ρυθμό και με διάθεση ταξιδευτή και όχι ποδηλασία αγώνων, όλα είναι εφικτά και όλα είναι δυνατά.
Πολλές φορές με φίλους έχουμε πάρει τον προαστιακό μέχρι το Κιάτο και ποδηλατώντας έχουμε φτάσει μέχρι την Ακράτα, μπάνιο φαγητό και επιστροφή (90 Χιλ), έτσι τώρα αποφάσισα να κάνω λίγα περισσότερα χιλιόμετρα και να κάνω το γύρο του κορινθιακού κόλπου και να καταλήξω στο κονάκι του Νικόλα στην Βίνιανη κάνοντας ενδιάμεσα μερικές στάσεις για ύπνο φαγητό και ξεκούραση.
Πρωί πρωί στον προαστιακό σταθμό της Νερατζιώτησας φτάνω περίπου στις 10:00 π.μ στο Κιάτο, μία μέρα φοβερή. Έμεναν δύο εβδομάδες για το Πάσχα και η ζέστη ήταν στα ύψη. Κοντομάνικο και σορτσάκι τα μόνα ρούχα που μου ήταν απαραίτητα, ξεκινάω με καλή διάθεση και αρκετή ικανοποίηση. Ότι είχα τελειώσει όλες μου τις ''δουλειές'', εάν μπορεί να το πει κανείς αυτό ποτέ, αλλά στην δική μου περίπτωση νομίζω ότι θα μπορούσα.
Πάλευα επί ενάμιση χρόνο το σπίτι που τελικά εγκαταστάθηκα εγώ και η οικογένεια μου. Κατόρθωσα να προσαρμόσω στα μέτρα μου σύμφωνα με την καινούργια διάθεση μου τα έπιπλα με ανάλογα χρώματα και την τρέχουσα αισθητική μου. Επίσης άφησα ένα διαμέρισμα με όλες τις συσκευές έτοιμες προς χρήση στην κόρη μου και αφού είχα κουραστεί σωματικά άλλα και ψυχικά μετά από ένα ψυχολογικό σοκ και με τα ανάλογα αντικαταθλιπτικά στη τσέπη νομίζω ότι δικαιούμαι ένα ταξίδι δίχως χρονικούς περιορισμούς και δεσμεύσεις του τύπου πότε θα γυρίσεις, πότε θα έρθεις πίσω και τί κάνεις τώρα και άλλα τέτοια ποταπά πράγματα που μας τσιτώνουν τα νεύρα και μας χαλάνε την διάθεση. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΕΛΟΣ.
Όσο σκεφτόμουν όλα αυτά το ποδήλατο μου σχεδόν έρεε στην άσφαλτο της παλιάς εθνικής Κορίνθου-Πάτρών. Χωρίς να το καταλάβω έχω φτάσει στο ξυλόκαστρο παίρνω τον παραλιακό ποδηλατόδρομο και σταματάω για ένα απολαυστικό καφέ.
-Για πού το έβαλες φίλε;
-Δεν ξέρω.
-Έτσι στα κουτουρού;
-Ναι έτσι.
Κουνάει το κεφάλι του και μουρμουρίζει. Ο κόσμος είναι συνηθισμένος να κάνει ταξίδια με κάποιο σκοπό και προορισμό, σε όλους φαίνεται αφύσικο να ταξιδεύει κανείς χωρίς προορισμό, χρόνους και συγκεκριμένο κατάλυμα.
-Πού θα κοιμηθείς;
-Όπου νάνε, απαντώ και σκάει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
-Εσείς στην Αθήνα τα έχετε παίξει τελείως μου φαίνεται και παίρνει δρόμο σαν να μην πιστεύει στα αυτιά του με αυτά που του λέω.
Περνάω το ένα χωρίο μετά το άλλο. Το Δερβένι, Παραλία Πλάτανου, από όλα τα ενοικιαζόμενα σπίτια που περνώ, οι ιδιοκτήτες τους έχουν επιδοθεί σε διαδικασίες συντήρησης και επισκευών εν όψη του Πάσχα και των πελατών που θα τα επισκεφθούν. Παντού ασβεστώνουν και επισκευάζουν, κλαδεύουν και επιδιορθώνουν ό,τι μπορούν. Όλοι δουλεύουν και ο μόνος “τεμπέλης” είμαι εγώ και το χαίρομαι πααααρα πολύ.
Χωρίς κόπο έχω φτάσει στην Ακράτα και διψάω. Τα μούσμουλα έχουν γίνει και είναι έτοιμα, καταβροχθίζω αμέτρητα να ξεδιψάσω. Βρίσκω την ευκαιρία να χώσω στις τσέπες μου μερικά για το δρόμο και συνεχίζω. Περνάω από το Διακοφτό και συνεχίζω κάτω απο την εθνική και ανηφορίζοντας απο την απέναντι πλευρά τώρα της εθνικής ο ήλιος μου είναι κατακούτελα και διψάω συνέχεια. Αρχίζει κατηφόρα και ξανά περνώ απο την πλευρά της θάλασσας μπαίνοντας σιγά σιγά στα απέραντα κτήματα με λεμονιές και πορτοκαλιές. Τα αρώματα απο τους λεμονανθούς μου έχουν σπάσει την μύτη. Απέραντες εκτάσεις με λεμονιές και οτιδήποτε ξινό φανταστεί το μυαλό του ανθρώπου.
Είμαι στο Αίγιο, χαζεύω τα μαγαζιά και τον κόσμο που παίρνει τα απαραίτητα ψώνια του και βιαστικά τρέχει για το σπίτι του. Είναι μεσημέρι περίπου 14:00μ.μ, εγώ πού θα πάω; Φέρνω μία γυροβολιά έτσι στα τυφλά ψάχνοντας για το μαγαζί του φίλου του Βαγγέλη μήπως και το βρω άλλα δεν στέκομαι τυχερός.
Ψωμί και τυρί απο ένα φούρνο και βαδίζω για την παραλία να ξεκουραστώ, να κάνω μπάνιο και να φάω λες και είναι καλοκαίρι. Το πρώτο μπάνιο της χρονιάς γίνεται στο Αίγιο, ξεπλένω το σώμα μου από τον ιδρώτα μου και απολαμβάνω την δροσιά του νερού. Είναι ό,τι πρέπει μετά από 80 χιλιόμετρα μέσα στην σκόνη του δρόμου. Απλώνω το carimar να τεντώσω το κορμί μου να ξεμουδιάσω, να φάω και να ξεκουραστώ.
Το σπίτι του Βαγγέλη
Εδώ και δύο χρόνια ο φίλος Βαγγέλης με την αναδουλειά της Αθήνας τα παράτησε όλα, μαγαζί και σπίτι, πήρε την Άννα και τα δυο του παιδιά και μετακόμισε στο Αίγιο. Από καιρό σε καιρό είχα κάποιο μήνυμα, ένα τηλέφωνο αλλά τί κάνει, πώς έχει οργανώσει την ζωή του δεν ήξερα. Όταν του τηλεφώνησα απο την παραλία και του είπα ότι είμαι στην πόλη του μου εξήγησε ότι απέχω από το σπίτι του μόνο 7 Χιλ, έτσι βρέθηκα να πίνω τον απογευματινό μου καφέ στο γκαζόν της μεζονέτας του Βαγγέλη. Τα παιδιά του από δύο έχουν γίνει τρία, με την πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη Άννα.
Με καμάρι μου έδειξε το πόσο είχε φτιάξει το κοτέτσι που πάντα ονειρευόταν και τώρα το έχει οργανώσει με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, κάμερες, αισθητήρες θερμότητας αυτόματα ποτίσματα και άλλα τέτοια κόλπα. Μα το αποτέλεσμα του φρέσκου αυγού για τα παιδιά του τον ανταμείβει. Το καμάρι του ήταν η βάρκα που τόσο ονειρευόταν. Ψάρευε που και που με τον ξάδελφο του στον κορινθιακό κόλπο, απόσταση από την θάλασσα ούτε 50 μέτρα. Από την αυλή του αισθανόσουν την αύρα της θάλασσας, αυτό που με ξένισε λίγο ήταν το όνομα της.... ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ.
Όλα τα λεφτά ήταν το βράδυ, όταν μαζεύτηκε η οικογένεια γύρο απο το τραπέζι της κουζίνας για το βραδινό και τον προγραμματισμό της επόμενης ημέρας. Ειλικρινά ζήλεψα την οικογενειακή θαλπωρή και μου θύμισε δικές μου στιγμές όταν τα παιδιά μου ήταν σε αυτή την ηλικία και με έναν αντίστοιχο τρόπο δια μέσου του βραδινού φαγητού οργανώναμε τις επόμενες κινήσεις της οικογένειας. Τώρα τα παιδιά μεγάλωσαν και ψάχνω να τα βρω. Όλα αλλάξαν τώρα, στο σπίτι μου το βράδυ μαζεύομαι εγώ και η γυναίκα μου, άντε και κανένα παιδί στα γρήγορα και χάνεται και πάλι μόνοι.
Με πήρε ο ύπνος σκεπτόμενος ότι η Αναχώρηση * που έκανε ο Βαγγέλης του βγήκε σε καλό. Έβλεπα τα παιδιά του να παίζουν σε ένα φυσικό περιβάλλον κάτι που στην Αθήνα δεν θα μπορούσε να τους το δώσει. Θυμάμαι τα μάτια του Βαγγέλη όταν μου περιέγραφε τον τρόπο ζωής του στο Αίγιο και πόσο όμορφα περνούν σαν οικογένεια. Το μάτι του δεν διακόπτεται από πολυκατοικίες αλλά από λεμονιές και πορτοκαλιές. Όσο για τον ήχο από τα αυτοκίνητα τον έχει αντικαταστήσει με τον ήχο τής θάλασσας, από τα κοτόπουλα που εκτρέφει τις ομιλίες απο τους λιγοστούς γείτονες και τις φωνές των παιδιών που παίζουν στην όμορφη αυλή του μέσα στο γκαζόν. Με τα πόδια κατεβαίνει να κάνει το απογευματινό του μπάνιο, εάν δεν έχει όρεξη να ψαρέψει με τον φοβερό και τρομερό τιτανικό. Το βράδυ καθόμαστε στο μπαλκόνι και συζητάμε πίνοντας το λεμοντσέλο δικής του παραγωγής και χαίρετε αυτές τις απλές δημιουργίες, ενός ανθρώπου της τεχνολογίας που είναι ο Βαγγέλης, μας έλουζε ένα όμορφο απαλό αεράκι γεμάτο τα αρώματα των λεμονανθών απο τις απέραντες εκτάσεις με λεμονοπορτοκαλιές.
Ένα ακόμα οικογενειακό πρωινό με τα παιδιά να ετοιμάζονται για το σχολείο και την Άννα και τον Βαγγέλη να τρέχουν να τα προλάβουν όλα έστω και σαν θεατής ένιωσα οτι το άγχος και την ένταση ενός οικογενειακού πρωινού που ξεκινά είναι το ίδιο παντού είτε είσαι στην Αθήνα είτε είσαι στο Αίγιο. Έπιασα τον εαυτό μου να θέλω να φύγω μακριά απο την ένταση και έμεινα στον κόσμο μου για την επόμενη ολοήμερη βόλτα που μόλις είχε ξεκινήσει.
Ο ήλιος έχει σηκωθεί για τα καλά, μια θάλασσα γαλήνια μου έφτιαχνε τις καλύτερες εικόνες για φωτογραφία. Το Λαμπίρι με τους καταπράσινους κόλπους του και τα τουριστικά καταλύματα που περίμεναν τους καλοκαιρινούς τουρίστες πραγματικά λαμπύριζε μες την πρασινάδα και το γαλάζιο. Στην Κάτω Ρόδινη έκανα την πρώτη μου στάση για κολατσιό, είχα λίγο τυράκι απο την προηγούμενη ημέρα και λίγο ψωμί αγναντεύοντας τη γέφυρα του Ρίου απο μακριά. Τώρα πια ο στόχος είναι να πλησιάσω την γέφυρα όσο γίνεται πιο γρήγορα, να απολαύσω το μέγεθός της μιας και θα είναι η πρώτη φορά που θα την περάσω και μάλιστα με τον πιο περίεργο τρόπο. Με ποδήλατο σίγουρα θα είναι εντυπωσιακή. Ποδηλατικές δυσκολίες δεν θυμάμαι να συνάντησα, δεν ξέρω εάν ήταν η καλή μου διάθεση για το όμορφο τοπίο που αντίκριζα ή η πρωινή ανάκτηση δυνάμεων, πάντως εγώ την έχω καταγράψει στο μυαλό μου σαν μία ευθεία δίπλα στην θάλασσα χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.
Η πόλη με τις κακές της συνήθειες μου έχει λείψη και πρίν την γέφυρα στο πρώτο Lidl που βρήκα μπήκα μέσα για μερικές προμήθειες, κυρίως χυμούς και γλυκάκια μιας και είχα ανάγκη για κάτι γλυκό. Το ποδήλατο καταναλώνει όλα τα σάκχαρα του οργανισμού και θέλει αποκατάσταση. Κάτι σαν μπάρες ενέργειας που θα με συνοδεύουν σε όλο το ταξίδι μου φάνηκαν χρήσιμες και τις συνιστώ σε μεγάλα ποδηλατικά ταξίδια.
Οι οδηγίες που είχα απο τους φίλους, τον Γιώργο και τον Μιχάλη που πριν κανέναν μήνα είχαν κάνει το ανάλογο ταξίδι ήταν “πρόσεχε την γέφυρα να την περάσεις απο τα πλάγια όχι απο τον δρόμο, υπάρχει ξεχωριστή λωρίδα μην κάνεις λάθος γιατί θα πληρώσεις σαν αυτοκίνητο”. Καλά όλα αυτά αλλά πρέπει να βρω την “τρύπα” που θα μπώ μέσα για να αρχίσω να ανεβαίνω την γέφυρα. Βρίσκομαι στην κατηφόρα που μας οδηγεί στα φέρι Μπόουτ κάπου στα μισά αριστερά μια μικρή τρύπα μας οδηγεί σε μια περιστρεφόμενη γέφυρα για πεζούς και ποδήλατα, μέσα στην γέφυρα και μάλιστα λίγο πιο μέσα από την αρχή της.
Σε όλη την διαδρομή δεν βρήκα πουθενά αέρα όλο το πρωί, τώρα πάνω στην γέφυρα πού βρέθηκε και μάλιστα με τόση ένταση που δεν σε άφηνε να ποδηλατείς με άνεση γιατί σε έσπρωχνε συνεχώς και προσπαθούσες να βρεις την ισορροπία σου. Εγώ ποδηλατούσα στην δεξιά μεριά της γέφυρας και κάθε τόσο σταματούσα για να πάρω φωτογραφίες και video. Κάθε λίγο και λιγάκι με τρόμαζαν τα αυτοκίνητα που περνούσαν με ταχύτητα πάνω στο οδόστρωμα της γέφυρας κάνοντας να ανασηκώνονται τα μεταλλικά καλύμματα στα σημεία που συνδέονταν τα κομμάτια της γέφυρας κάνονας έναν φοβερό θόρυβο και ταλαντώνοντας λιγάκι την γέφυρα και σου έδινε την αίσθηση ότι γίνεται σεισμός.
Βρισκόμουν στο ψηλότερο σημείο της γέφυρας και ο αέρας είχει την μεγαλύτερη ένταση σχηματίζοντας ένα κανάλι κατά μήκος του κορινθιακού κόλπου έτσι ώστε όσο πλησίαζες στην στεριά ο αέρας μειωνόταν, μέχρι που κοντά στην Ναύπακτο είχε κοπεί τελείως. Είχα φτάσει στα διόδια και πράγματι περνάω απο τα πλάγια μην πληρώνοντας τίποτε όταν όλοι πλήρωναν κανονικά. Αισθάνθηκα περίεργα. Για την Ναύπακτο δεν έμεναν και πολλά χιλιόμετρα με λίγο κόντρα αέρα και τον ήλιο να αρχίσει να καίει. Μετά απο μία ώρα έφτασα στην Ναύπακτο.
Πόσες φορές έχω περάσει και δεν έχω κάτσει να πιώ έναν καφέ με την ησυχία μου. Ακριβώς λοιπόν πάνω από το παλιό λιμάνι, κάτω απο τα πλατάνια, ένα καφεδάκι και ο λόγος ήταν οτι δεν έβρισκα να παρκάρω το αυτοκίνητό μου. Σε αυτό το σημείο σήμερα όμως είναι διαφορετικά. Το ποδήλατο δίπλα μου αγναντεύοντας το λιμάνι και τρώγοντας μια μπάρα ενέργειας μιας και ο δρόμος μου ήταν ακόμα αρκετός μέχρι τον Άγιο Νικόλα. Φωτογραφίες, ερωτήματα απο πού είσαι, πού πας, και άλλα τέτοια. Το απολάμβανα. Αρκετά όμως η χαλάρωση, είναι ώρα να ξεκινήσουμε. Μπορεί να μην έχουμε συγκεκριμένους χρόνους άφιξης αλλά δεν πρέπει να βραδιάσουμε. Κάποια ώρα θα πρέπει να φτάσω στο προορισμό μου.
Βγαίνω από την Ναύπακτο και αγναντεύω τα ψιλά βουνά με τα όμορφα χωριά της να φωλιάζουν στις χαράδρες τούς. Αφού πέρασα απο την γέφυρα του ποταμού Μόρνου συνεχίζω χωρίς δυσκολίες και ανηφόρες. Σχεδόν ευθεία οι ρόδες κυλούν στον ήσυχο δρόμο απαλά και ήσυχα. Το μόνο που ακούω είναι η ανάσα μου και τα νερά του ποταμού που μόλις πέρασα. Αυτοκίνητα πού και πού. Τα έχω σχεδόν ξεχάσει. Χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο χωριό Μοναστηράκι, το χωριό φίλων. Από ψηλά φαίνεται υπέροχο. Τα μικρά δρομάκια είχαν μία ησυχία και μία ηρεμία δίπλα στην θάλασσα. Ίσως είναι το μόνο χωριό που δεν κατέβηκα μιας και η υψομετρική διαφορά ήταν μεγάλη. Το αφήνω στην ησυχία του και συνεχίζω. Στον Αρμαθιά κατέβηκα κάτω δίπλα στην θάλασσα για ένα αναψυκτικό γιατί η ζέστη άρχισε να ανεβαίνει. Χαλαρώνω και συνεχίζω.
Κατεβαίνω παραλία Ρεγούλας, φέρνω γύρο τον τοπικό δρόμο. Είμαι απέναντι απο το νησάκι Τριζόνια που πάντα το έβλεπα με το αυτοκίνητο και ποτέ δεν το είχα προσεγγίσει απο κοντά. Τώρα είμαι σε απόσταση αναπνοής. Περνώ Γλυφάδα, Χάνια, Σπηλιά και ξαναβγαίνω στον κεντρικό απο όπου συνεχίζω με τον ήλιο κατακούτελα. Το επόμενο παραλιακό χωριό είναι ο Αγ. Σπυρίδων και πάλι κατεβαίνω και το φωτογραφίζω και ξανά βγαίνω στον κεντρικό. Η ζέστη τώρα αρχίζει να γίνεται σημαντικό πρόβλημα. Βρίσκω ένα μεγάλο δένδρο δίπλα σε μία καντίνα και κάθομαι να ανακτήσω δυνάμεις και να πάρω μια ανάσα. Βλέπω πως ο Αγ. Νικόλας που έχω βάλει στόχο να διανυχτερεύσω είναι λίγο πιο κάτω. Ανασυγκροτώ δυνάμεις και ξεκινώ. Ο επόμενος κόλπος είναι ο Κλοβινός. Δεν κατεβαίνω και συνεχίζω με μανία για τον προορισμό μου. Μετά απο μερικά βασανιστικά χιλιόμετρα μέσα στην ένταση και τον ιδρώτα εμφανίζεται η μαγική ταμπέλα Αγ. Νικόλας. Επιτέλους έφτασα στον προορισμό μου για σήμερα τουλάχιστον.
Ο Άγιος Νικόλας
Κατεβαίνω και στο πρώτο μαγαζί πού βρίσκω ανοικτό και σερβίρει φαγητό σταματώ. Χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να ρωτήσω κανέναν βγάζω τα ρούχα μου και φοράω το μαγιό μου. Κάνω ένα απολαυστικότατο μπάνιο να δροσίσω το κορμί μου και παράλληλα να ξεπλύνω τον ιδρώτα απο το σώμα μου. Δεν είχα όρεξη να βγω έξω. Έδωσα παραγγελία για φαγητό μέσα απο το νερό κολυμπώντας. Το μόνο που με ανάγκασε να βγω έξω είναι το λίγο παγωμένο νερό μιας και είναι λίγο πριν το Πάσχα ακόμα.
Τελειώνω το φαγητό μου και βγαίνω προς αναζήτηση θέσης για διανυκτέρευση αν και απο το σημείο που έτρωγα είχα εντοπίσει ένα βουναλάκι περιφραγμένο με ένα εκκλησάκι μέσα να στην αρχή τού χωριού. Πράγματι μετά απο αρκετό ψάξιμο αποδείχτηκε οτι η καλύτερη θέση είναι δίπλα στο εκκλησάκι, όπου είχε νερό και ήταν περιφραγμένο για την στοιχειώδη ασφάλεια. Στήνω το σκηνάκι και ξεκουράζομαι, χαλαρώνω απολαμβάνοντας το μεγαλείο της ελευθερίας, τής ησυχίας και τής φυσικής ομορφιάς.
Άρχισε να σουρουπώνει και είχα ανάγκη για λίγο κοινωνική ζωή. Παίρνω την φωτογραφική μηχανή και κατηφορίζω προς το κέντρο του χωριού. Εντοπίζω ένα μαγαζί διαφορετικό απο το μεσημεριανό και αρχίζω να φωτογραφίζω μια απο εδώ, μία απο εκεί και έχω πλησιάσει στην παραλία. Στο καΐκι μέσα ήταν δύο παλικάρια οπου ο ένας ξεψάριζε και ο άλλος έκανε επισκευές στην ψαρόβαρκα τούς. Ψάχνεις για θέμα μου απευθύνει ένας απο τους δύο επάνω στην βάρκα. Άλλο που δεν ήθελα εγώ για κουβέντα. Ναι ψάχνω να γνωρίσω το χωριό σας απαντώ και βρίσκω την ευκαιρία να καθίσω σε ένα τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στη βάρκα τους. Σε είδαμε που ήρθες το απόγευμα μου λέει. Τους εξιστορώ το ταξίδι μου και μαθαίνω οτι ο Ανδρέας, αυτός που έκανε τις μικροεπισκευές, μην έχοντας δουλειά στην Αθήνα για πάνω από δύο χρόνια τα μάζεψε και γύρισε στο χωριό του κοντά στην μάνα του. Έχει νοικιάσει ένα μικρό σπίτι και ζεί κάνοντας διάφορες δουλειές. Είτε δουλεύοντας στην ταβέρνα είτε κάνοντας μικροδουλειές στις ψαρόβαρκες του χωριού. Αναχωρητής λοιπόν και ο Ανδρέας.
Πίνοντας τσίπουρο δίπλα στην θάλασσα και την γαλήνια ατμόσφαιρα του Αγ. Νικόλα, χωρίς τη φασαρία έστω των κωμοπόλεων. Ακόμα μπορεί κανείς να βυθιστεί στην αναζήτηση της δικής του ζωής. Εάν κάνουμε καλά που ζούμε στριμωγμένοι στα διαμερίσματα και στην φασαρία της μεγαλούπολης. Σηκώνομαι το πρωί και πίνω καφέ σε αυτό το τραπέζι που κάθεσαι, μου λέει, και βλέπω την ανατολή και δεν ακούω κανέναν θόρυβο παρά μόνο την φωνή του Γιάννη που μου λέει “πάμε να μαζέψουμε τα δίκτυα, ερχόμαστε, τα ξεψαρίζουμε και πάμε για τον μεσημεριανό ύπνο το απόγευμα πάλι”. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, δεν ξέρω εάν ήταν απο αυτά που άκουγα ή απο τα τσίπουρα που είχα πιεί αλλά με εκείνα και με τ΄αλλα με δύο τσίπουρα και λίγους ψαρομεζέδες γνώρισα το χωριό και τα προβλήματα του.
Νομίζω είναι ώρα για ύπνο. Χαιρετώ τον Ανδρέα και τον Βασίλη και υπόσχομαι οτι θα τους ξαναεπισκεφτώ κάποια μέρα στο μέλλον φυσικά. Το πρωί έχω ταξίδι για Γαλαξίδι, Ιτέα, Άμφισσα, και θα καταλήξω Βίνιανη. Ξανά μετά από 40 χρόνια.
Έκανα το τσάι μου στην σκηνή με λίγα κουλουράκια πριν ακόμα βγει ο ήλιος πάνω απο το βουνό και μπροστά μου ξανοίγεται ο κόλπος. Ακριβώς απέναντι είναι το Αίγιο που αυτή τη στιγμή η οικογένεια του Βαγγέλη θα έχει σηκωθεί και θα προετοιμάζει τα παιδιά για το σχολείο. Το χωριό ακόμα κοιμάται, μία ψαρόβαρκα έχει ξανοιχτεί και είναι ο μόνος θόρυβος που διαταράσσει την γαλήνη αυτού του ψαράδικου χωριού που κάποτε είχε πολύ μεγαλύτερη ζωή όταν τα φέρι ξεκίναγαν απο εδώ και έφταναν στο Αίγιο. Κάτι που σήμερα έχει σταματήσει και είναι η βασική αιτία μαρασμού του Αγιου Νικόλα. Η αντανάκλαση της οικονομικής κρίσης ειναι αισθητή.
Ταξιδεύοντας προς Γαλαξίδι
Το ποδήλατο ρέει πάνω στην δροσερή άσφαλτο, η διάθεση μου καλή και έχω όρεξη για ποδήλατο και καινούργιες εικόνες που είναι σίγουρο οτι με περιμένουν. Μικρές ανηφόρες και ξανά κατηφόρες και ξανά πάλι. Καμιά ιδιαίτερη δυσκολία. Αγναντεύοντας τα χωριά της Κορινθίας, μιάς και ο καιρός ήταν πεντακάθαρος τα έβλεπες τόσο ζωντανά, τόσο κοντά που νόμιζες οτι είναι δίπλα σου. Η πρώτη παράκαμψη που κάνω είναι στην παραλία και συνεχίζοντας τον παραλιακό δρόμο φτάνω στην Ερατεινή.
Μόλις τα παιδιά βγαίνουν απο το σχολείο και πάνε εκδρομή στην διπλανή πλατεία τα βλέπω και ζηλεύω τους δασκάλους τους. Ήσυχοι, αμέριμνοι δεν άντεξα γιατί βρισκόμουν δίπλα τους και λέω σε ζηλεύω τι όμορφα που είναι εδώ, τι όμορφη ζωή. Και εγώ γι΄αυτό ήρθα εδώ, χωρίς να είμαι απο αυτό το μέρος το λάτρεψα όπως και εσύ μου απαντά και συνεχίζει μαζί με τα παιδιά. Έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαμένος και αυτόν όσο και την γύρο περιοχή μεσ 'την γαλήνη. Ήταν ένα τουριστικό θέρετρο χωρίς τουρίστες παρά μόνο τους ντόπιους που τους έβλεπες πού και πού. Παίρνω τις φωτογραφίες μου στην μηχανή, μα περισσότερες στο μυαλό και συνεχίζω. Πάντα παραλιακά προς τον όρμο Λεμονιά και βγαίνω στον κεντρικό και συνεχίζω για παραλία Άγιων Πάντων και βλέπω μπροστά μου να ξεκινά μια τεράστια ανηφόρα και αρχίζει ο γολγοθάς μου. Ατελείωτες κατηφόρες και μεγάλες παρατεταμένες ανηφόρες μέχρι εξαντλήσεως και οι ανηφόρες συνεχίζονται μέχρι τον ουρανό ώσπου κάποια στιγμή τελειώνουν και αρχίζει η πολυπόθητη κατηφόρα και συνέχεια κατηφόρα και ξανά κατηφόρα και ξανά και ξανά ώσπου έφτασα στο σημείο μηδέν. Επιτέλους ίσωμα και η πρώτη είσοδος για το Γαλαξίδι.
Μπαίνω μέσα και κάνω βόλτα, τρελαίνομαι, νομίζω οτι είμαι στην Ύδρα ή στις Σπέτσες. Πάντως σε νησί πρέπει να είμαι, μου το χαλάει το βουνό απο πάνω που είναι χιονισμένο και άγριο. Ο ήλιος όμως και τα γυμνά μπράτσα με φέρνουν στην πραγματικότητα. Βρίσκω ένα καφέ με όμορφη μουσική και έχοντας μπροστά μου το λιμάνι με τα καΐκια και τα ιστιοπλοϊκά χαίρομαι που έχω φτάσει ως εδώ με ποδήλατο. Δεν το πιστεύω. Το απολαμβάνω και πίνω τον καφέ μου έχοντας διάθεση για κουβέντα και χάζι, τίποτε άλλο. Εικόνες και πάλι εικόνες ατελείωτες, σπίτια, κεραμίδια, αρχοντικά, πλατειούλες μικρές, γωνίες όμορφες, μπαλκόνια, βεράντες, γέροι να λιάζονται, βάρκες ακίνητες, τουρίστες, και ντόπιους ξένοιαστους, έτσι τουλάχιστον φαίνονται. Θέλω να ξανάρθω να μείνω, να το χορτάσω, να το απολαύσω καλύτερα. Είναι ώρα να φύγω. Κάνω ό,τι είναι δυνατόν να καθυστερήσω την αναχώρησή μου. Φέρνω βόλτα παραλιακά όλο το Γαλαξίδι, περνάω μέσα απο τα στενά δρομάκια και καταλήγω στην έξοδο μετά λύπης μου και παίρνω τον κεντρικό δρόμο προς Ιτέα.
Ο δρόμος ευθύς παράλληλα με την θάλασσα και στο ίδιο υψόμετρο δίπλα απο τα μεταλλεία μικρές ανηφόρες και λίγες κατηφόρες αλλά ξανά ισιώματα. Πληθαίνουν τα αυτοκίνητα και τα κορναρίσματα και είναι φανερό πως πλησιάζω στην Ιτέα. Σχεδόν πετάω, δεν ξέρω τον λόγο. Συνήθισα, δυνάμωσα, έχω καλή διάθεση, ο καφές έχει διεγερτικές ιδιότητες πάντως το ποδήλατο κυλά στο οδόστρωμα σχεδόν μόνο του. Έχω φτάσει στην διακλάδωση για την Άμφισσα και είναι ώρα να αρχίσω να ανηφορίζω, μα νομίζω οτι ο δρόμος είναι ευθεία. Μπα...δεν μπορεί κάποιο λάθος θα έχει γίνει. Βλέπω το κοντέρ και ενώ έχω ανηφόρα με φόρτωμα αρκετό το κοντέρ μου δείχνει ότι πάω με 20 χιλ σταθερά. Αρχίζω να σκέφτομαι διάφορα τρελά και επιστημονικά. Το μετάλλευμα του υπεδάφους θα διαμορφώνει μαγνητικά πεδία ανάλογα με το φαινόμενο της Πεντέλης που ενώ είναι ανηφόρα το αμάξι, στην δική μου περίπτωση το ποδήλατο, κινείτε με ταχύτητα λές και είναι κατηφόρα. Λές να βρισκόμαστε σε ένα ανάλογο φαινόμενο; Ο φίλος ο Γιώργος στο τηλέφωνο με ρωτάει πού είμαι. Πλησιάζω στην Άμφισσα αλλά έχω ένα θέμα ρε Γιώργη...το ποδήλατο τρέχει στην ανηφόρα τί συμβαίνει; Είναι από τη χαρά σου αγόρι μου που φτάνεις στον προορισμό σου μου απαντά και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ίσως να είναι και αυτό ρε Γιώργη.
Πλησιάζω την Άμφισσα και στην δεύτερη είσοδο θα πρέπει να κάνω αριστερά σε ένα μικρό δρομάκι. Θα μπω μέσα για να πάρω τον αγροτικό δρόμο που σε οδηγεί στη Βίνιανι. Κάπου εκεί θα πρέπει να κάνω τηλεφώνημα στο φίλο τον Νικόλα που ζει σαν ερημίτης στο χωριό. Θα πούμε περισσότερα για αυτόν σε λίγο.
Έχω κάνει περίπου πέντε χιλιόμετρα στον επαρχιακό δρόμο που μας οδηγεί στη Βίνιανη και το αυτοκίνητο του Νικόλα έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση να με συναντήσει. Κάνουμε τις απαραίτητες χαιρετούρες και φορτώνω το ποδήλατο στο αυτοκίνητο και αφού κάναμε μία απαραίτητη βόλτα απο την Άμφισσα για τροφοδοσία ξεκινάμε για το κονάκι του Νικόλα στο χωριό όπου ξεκινάει το φαράγγι της Ρεκάς που οδηγεί στην κορφή της Γκιώνας.
Νεανικές αναμνήσεις
Σε αυτό το χωριό εγώ και καμιά εικοσαριά παιδιά της ηλικίας μου παραμονή Χριστουγέννων του 1978 οργανωθήκαμε για μία εξόρμηση - ανάβαση στην Γκιόνα. Παιδιά της πόλης αμάθητα απο κακουχίες και βουνά άλλα με περίσσια όρεξη για περιπέτεια και τρέλες. Ξεκινήσαμε πίνοντας το πρωινό τσάι μας στο μοναδικό καφενείο της Βίνιανης και ξεκινάμε για ανάβαση της Γκιόνας. Χωρίς εμπειρία και χωρίς προϋπηρεσία σε τέτοια κόλπα. Τώρα που τα σκέφτομαι δεν θα το συνιστούσα σε κανένα νεαρό παιδί. Τέλος πάντων αφού ξεκινήσαμε την ανάβαση μέσα απο τις μεγάλες κοτρόνες και πέτρες πού είχε κατεβάσει το ποτάμι το χειμώνα κατά το μεσημέρι φτάσαμε στο βαθύτερο σημείο του φαραγγιού όπου το '44 είχαν οργανώσει ένα συνέδριο οι αντάρτες του Ελλάς. Τώρα εμείς βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο και ένα μέρος της συντροφιάς μας θέλει να γυρίσει πίσω. Μία έγκυος, ένας σκαρπινάκιας (το παρατσούκλι είναι δικό μου) και ένας με μία καπαρντίνα. Αταίριαστο σύνολο στις συνθήκες που αντιμετωπίζαμε. Οι υπόλοιποι συνεχίζουμε ακάθεκτοι και ορεξάτοι χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες. Από εδώ και πέρα οι συνθήκες γίνονται χειρότερες.
Μιας και αρχίσαμε να βαδίζουμε μέσα στο χιόνι, όπου όσο ανεβαίναμε γινόταν και πιο παγωμένο φτάσαμε στην κορυφή κάτω από τον κεντρικό κώνο της Γκιόνας. Διαπιστώνουμε ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο καταφύγιο γιατί μεσολαβούσε μία παγωμένη και κατακόρυφη πλαγιά. ΄Ετσι αποφασίσαμε να γυρίσουν πίσω τρεις απο την παρέα για να πάνε στο χωριό και να ειδοποιήσουν να έρθουν ελικόπτερα να μας μαζέψουν.
Όλη την νύχτα γύρο από την φωτιά είμαστε όλα τα παιδιά μαζεμένα. Σκεπασμένα με τους υπνόσακους και λίγο μουσκεμένα. Βραδιά Χριστουγέννων όλοι έκαναν στο σπίτι τους ρεβεγιόν εγώ και άλλοι δέκα φίλοι Ηρακλειότες βρισκόμαστε κάτω απο τον κώνο της Γκιόνας και το ευτύχημα είναι ότι το βράδυ είχε ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο και δεν φύσαγε καθόλου γιατί εάν φύσαγε έστω και λίγο δεν ξέρω τί θα έβρισκαν την επόμενη ημέρα οι καταδρομείς που ήρθαν να μας πάρουν.
Πράγματι όταν έφεξε ο ουρανός κάναμε ένα καλό πρωινό με ό,τι μας είχε απομείνει γύρο απο τη φωτιά και βλέπαμε τον Ήλιο να ανατέλλει σιγά σιγά κοκκινίζοντας τις ασπρισμένες απο το χιόνι πλαγιές των βουνών. Τότε ακούσαμε για πρώτη φορά τον βόμβο των ελικοπτέρων να μας πλησιάζουν. Άρχισαν σε τετράδες να μας μεταφέρουν στην πλατεία τού χωριού και να μαζευόμαστε γύρο από το μοναδικό καφενείο όπου την προηγούμενη είχαμε πιεί το τσάι μας. Τώρα μέσα στο καφενείο έχουν στρώσει ένα τραπέζι από την μια άκρη του μαγαζιού μέχρι την άλλη και είχαν από ένα πιάτο ζεστή σούπα στον καθένα απο εμάς.
Από την πολύωρη έκθεση στο χιόνι χωρίς γυαλιά τα μάτια μας πονούσαν και ήταν μισόκλειστα. Είχαμε μεγάλη ανάγκη απο υγρά. Αυτήν τη σούπα θα την θυμάμαι σε όλη μου την ζωή. Οι άνθρωποι σε αυτά τα μέρη γνώριζαν οτι είχαμε ανάγκη απο κάτι υγρό λόγο της υπερπροσπάθειας. Αυτή η σούπα ήταν ό,τι χρειαζόμασταν εκείνη την στιγμή.
Αφού συνήλθαμε και αρχίσαμε να βλέπουμε λίγο καλύτερα καθόμαστε έξω απο το μαγαζί και βλέπαμε αυτά τα τεράστια βουνά και σκεφτόμασταν ότι υπερεκτιμήσαμε τις δυνάμεις μας ή μάλλον υποτιμήσαμε τις δυσκολίες του βουνού μιας και δεν είχαμε προηγούμενη εμπειρία. Τί τρέλα πήγαμε να κάνουμε; Εδώ είναι που λένε καμία φορά ευτυχώς που δεν πάθαμε τίποτα.
Είχαμε ξεκινήσει πάλι τον δρόμο που οδηγεί στην Βίνιανη, και καθώς εγώ έχω βυθιστεί στις νεανικές μου μνήμες ο Νίκος με συνέφερε στην πραγματικότητα. Το βράδυ τί θές να φάμε; Τρελαίνομαι, δεν ήξερα ότι το πανδοχείο διαθέτει ποικιλίες φαγητών και μπορούμε να επιλέξουμε.
Η καλύβα του Νικόλα στη Βίνιανη
Είδη έχουμε φτάσει στην Καλύβα. 'Ενα θαυμάσιο οικόπεδο στο κέντρο του χωριού, σχεδόν απέναντι απο το καφενείο που έχω περιγράψει. Μετά λύπης μου τώρα διαπιστώνω πως είναι κλειστό και ανοίγει μόνο το καλοκαίρι. Προσπαθώ να προσανατολιστώ πού βρίσκεται η αρχή του φαραγγιού, πού είναι το χωριό Προσίλειο πού, πού και άλλα πού. Όπα φίλε υπομονή. Θα τα δούμε όλα με την ησυχία μας. Πάμε τώρα να φάμε και τα βλέπουμε όλα το απόγευμα. Προς το παρών καλώς ήλθες στην καλύβα μου. Ο Νικόλας είχε δίκιο, ας πάμε μέσα και τα λέμε μετά.
Η καλύβα του Νικόλα είναι στημένη σε μια γωνιά του οικοπέδου και το υπόλοιπο το έχει φυτέψει με ζαρζαβατικά εποχής. Στην άλλη πλευρά είχε ένα παλιό σπίτι που ήταν ερειπωμένο και μισό κατεστραμμένο. Ο Νίκος είχε σχέδια να το ξαναφτιάξει αλλά προς το παρών χρησιμοποιεί μόνο το υπόγειο του μιας και είναι δροσερό. Εκεί έχει το ψυγείο του, τα βάζα με τις ελιές του, τα αφυδατωμένα μανιτάρια του, το παστωμένο κρέας του, τα αποξηραμένα ντοματάκια του, τα μέλια του, τα τσίπουρα του, το υπέροχο λεμοντσέλο και άλλα πολλά που δεν μου αποκάλυψε.Ίσως μία άλλη φορά. Όσο για ενέργεια ηλεκτρική υπάρχει άφθονη και δωρεάν.Ο Νικόλας έχει εγκαταστήσει δύο φωτοβολταϊκά πάνελ με μία συστοιχία μπαταριών. Τώρα με ενημέρωσε ότι πρόσθεσε και μία ανεμογεννήτρια έτσι ώστε να έχει απόλυτη ηλεκτρική αυτονομία. 'Οσο για νερό υπάρχει άφθονο τρεχούμενο χωρίς κόστος απο τη δεξαμενή του χωριού που τροφοδοτείται απο το ποτάμι. Απο ξύλα για την σόμπα του τον χειμώνα κόβει απο το δάσος όσα θέλει. Ο φύλαρχος να είναι καλά.
Όπως καταλάβατε ο Νικόλας είναι αυτόνομος και αυτάρκης, όσο είναι δυνατόν βέβαια. Και από νοικοκυροσύνη άφταστος. 'Ηταν έτσι πάντα; Όχι βέβαια. Έγινε, βρήκε τον χρόνο, εμπνεύστηκε, αφοσιώθηκε, αγάπησε την φύση και όταν είδε τα σκούρα στην Αθήνα, αναδουλειά και άλλα τέτοια δεν έχασε ευκαιρία. Αγόρασε το οικόπεδο πήρε απο το LEROY MERLIN μια καλύβα 5χ5 την στήνει και με ανάλογη φροντίδα και βελτίωση την έκανε κατοικήσιμη ακόμα και για 5 άτομα.
Στην καλύβα μπαίνοντας απο την πόρτα έχει ένα τραπέζι για φαγητό και απο πάνω τα ηλεκτρονικά του, τηλεόραση κλπ. Στην άλλη γωνιά τον νεροχύτη, τα ντουλάπια και τα απαραίτητα κουζινικά. Στην άλλη πλευρά ένα καναπέ κρεβάτι και απέναντι μία σκάλα που οδηγεί στην σοφίτα. Μόνο για ύπνο χωράει ακόμα και τρεία άτομα. Δίπλα στην σκάλα και απέναντι απο το τραπέζι έχει την στόφα για τον χειμώνα που όταν ανάψει κάνει την καλύβα φούρνο και ας έχει έξω ένα μέτρο χιόνι.
Αναχωρητής λοιπόν ο Νικόλας. Δημιουργικός αναχωρητής όμως.
Τακτοποιώ τα πράγματα μου, το ποδήλατό μου, κάνω μπάνιο στον αυτοσχέδιο ηλιακό του, δηλαδή μία κουλούρα 100 μέτρα πλαστικός σωλήνας εκτεθειμένος στον ήλιο. Από τη μια μπαίνει κρύο νερό και απο την άλλη βγαίνει καυτό. Τσουρουφλίστηκα! Απολαμβάνω το απομεσήμερο και ηρεμώ βλέποντας τα ψιλά βουνά και πέφτοντας ο ήλιος κατακόρυφα διαγράφοντας τις κορυφογραμμές τους, φτιάχνοντας εξωπραγματικές εικόνες, σε ένα χωριό που δεν καταλαβαίνεις εάν είναι ορεινό ή πεδινό. Ένα χωριό που γύρω γύρω βρίσκονται βουνά και αυτό βρίσκεται στην απόληξη ενός χειμάρρου που το καλοκαίρι βγάζει λίγο νερό, τουλάχιστον επιφανειακά.
Αποφασίζουμε να φτιάξουμε μακαρόνια με σάλτσα. Εγώ βράζω τα μακαρόνια και ο Νίκος την σάλτσα. Θες η έντασή μου, θες η κούραση, η δική μου προσπάθεια ναυάγησε και τα ανέλαβε όλα ο Νικόλας. Κάποια στιγμή φάγαμε και ηρεμήσαμε. Στο πλύσιμο των πιάτων τουλάχιστον τα κατάφερα χωρίς προβλήματα.
Το απόγευμα κάναμε βόλτα το χωριό. Το πρώτο που κάναμε είναι να μου γνωρίσει την αγάπη του, ένα μουλάρι που του έχουν αναθέσει να το προσέχει και το γνωρίζει απο τότε που γεννήθηκε και είναι ο μόνος που το πλησιάζει χωρίς να τον φοβάται. Φτάσαμε στην αρχή του φαραγγιού και καταλήξαμε έξω από το καφενείο που τώρα ήταν κλειστό. Γυροφέρναμε στο άδειο από κόσμο χωριό και σχεδόν σούρουπο φτάσαμε στην καλύβα.
Το βράδυ καθόμαστε έξω από την καλύβα κουβεντιάζαμε πίνοντας λεμοντσέλο και ακούγοντας Θανάση Παπακωνσταντίνου, που για μένα ήταν μία αποκάλυψή. Θες η στιγμή, θες το λεμοντσέλο, θες η διάθεση τον αγάπησα και απο τότε έχω γίνει φανατικός θαυμαστής του. Στο χωριό δεν άκουγες τίποτε άλλο παρα μόνο το βουητό του ποταμού, τα τραγούδια του Θανάση και τις αναπνοές μας.
Την επόμενη μέρα είπα να ξεκουραστώ μίας και μου άρεσε η παρέα του Νικόλα. Επίσης η σέλα μου είχε μουδιάσει τους γλουτούς μου και δεν μπορούσα να την ανέβω, έτσι γνώρισα τα μελίσσια του Νικόλα. Μιας και εγώ είχα μια μικρή γνώση γιατί στο παρελθόν είχα ασχοληθεί και με αυτό το χόμπι φάγαμε το πρωινό μας ελέγχοντας τις κυψέλες, τις ταΐσαμε, τις ψάξαμε για τσιμπούρια και μερικά μελίσσια τα “σπάσαμε” που σημαίνει οτι κάναμε την μαγιά για να φτιάξουμε ένα ακόμα μελίσσι και όλα αυτά δίπλα στο ποτάμι, μέσα στα ανοιξιάτικα ανθοφόρα και αρωματικά φυτά της περιοχής. Εκείνη την χρονιά ο Νικόλας έβγαλε το καλύτερο μέλι που έχω φάει στη ζωή μου. Ίσως γιατί έβαλα και εγώ το χέρι μου. Εκείνη την χρονιά δεν του έμεινε ούτε γραμμάριο απο το μέλι που έβγαλε.
Εκείνη η περιοχή με ηρεμούσε και μου άρεσε γιατί δεν είχα στόχο ούτε χρονικό όριο το πότε θα γυρίσω πίσω παρά μόνο την διάθεση μου. Μου άρεσε που έκανα μια διαφορετική ζωή απο τη δική μου, που ασχολιόμουν με διαφορετικά πράγματα, καινούργια. 'Έπαιρνα εικόνες και απολάμβανα το τοπίο και την παρέα του Νικόλα. Ο Νικόλας είχε μία εσωτερική ηρεμία και μία γαλήνη που χωρίς να το θέλεις σου επιβάλλεται. Σίγουρα βοηθάει το γενικότερο περιβάλλον, ο τόπος σε γαληνεύει και σε ηρεμεί.
Σήμερα είχαμε επισκέψεις στο χωριό απο την Ιτέα. Γειά σου πατριώτη ήταν η κλασική προσφώνηση ο ένας προς τον άλλον και ο άλλος ανταποκρίνεται γειά σου πατριώτη με την κατάλληλη προφορά. Μα όλη η μαγεία ήταν το βράδυ κλασικά λεμοντσέλο, Θανάσης και κουβέντα. Αποφεύγω να σκεφτώ τί θα γίνει εάν μείνω περισσότερες μέρες.
Το πρωί έχω έτοιμα τα πράγματα μου. Το ποδήλατο μου είναι ένταξη και κάνω τις τελευταίες ετοιμασίες. Πλένω δόντια στο παγωμένο πρωινό νερό και είναι δράμα. Έτοιμος πατριώτη φωνάζει ο Νικόλας που τόσο καιρό στο βουνό έχει πάρει τα λεκτικά ιδιώματα της περιοχής για να ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία των ορεινών. Έτοιμος πατριώτη απαντώ. Το σχέδιο ήταν να φορτώσω το ποδήλατο στο αυτοκίνητο για να με βγάλει επάνω στη δημοσιά για να αποφύγω μία μεγάλη ανηφόρα με μερικές τραβέρσες. Έτσι και έγινε, με μιας βρέθηκα στο σημείο που ξεκινά η κατηφόρα για την Γραβιά. Απο τη μια για Καλοσκοπί και απο την άλλη για Μπράλο. Απο μια τρίτη και δεξιά η ανηφόρα έρχεται απο την Άμφισσα δίνουμε τα χέρια τον ευχαριστώ για αυτήν την μοναδική φιλοξενία και ξεκινώ για το Χάνι της Γραβιάς.
Το Χάνι της Γραβιάς
Άρχισα να κατηφορίζω βιντεοσκοπώντας μερικά σημεία. Η κατηφόρα συνεχίζεται ασταμάτητα. Την φαντάζομαι να την ανεβαίνω και μόνο στην σκέψη κουράζομαι. Τώρα δεν έχω καμία όρεξη. Έχω φτάσει λίγα χιλιόμετρα απο την Γραβιά και σταματώ για φωτογραφία. Ένα σκηνικό Αγγελόπουλος. Απο μακριά ακούγετε μια καμπάνα να χτυπά. Οι καπνοδόχοι βγάζουν καπνό που λόγο της άπνοιας διαχέεται απαλά στην ατμόσφαιρα και ανακατεύεται με την πρωινή αύρα που έχει σκεπάσει όλο το χωριό και τα φρέσκο καλλιεργημένα χωράφια. Ο ήλιος προσπαθεί να διαλύσει την πρωινή ομίχλη φτιάχνοντας μια εικόνα απο πίνακα του Van gogh. Έχω μείνει να την κοιτάζω και δεν ξέρω τί να φωτογραφίσω και τί να αποτυπώσω στο μυαλό. Ακούω μια φωνή να μου φωνάζει "Δεν ήξερα οτι οι ποδηλάτες Ηρακλείου έχουν έρθει εδώ βόλτα". Ήταν ο φίλος Αποστόλης απο τις ποδηλατικές βόλτες της Τετάρτης. Τα Σαββατοκύριακα έρχεται και μένει στον σταθμό του Μπράλο που τον έχει νοικιάσει από την ΤΡΕΝΟΣΕ με φίλους και τώρα πηγαίνει στην εκκλησία της Γραβιάς. Λέμε τα σχετικά και συνεχίζω για Γραβιά. Μόλις έχει ξυπνήσει ο κόσμος και πηγαίνει στην εκκλησία μετά στο καφενείο και κατά το μεσημέρι πάλι σπίτι. Στην Αθήνα αυτά έχουν ξεχαστεί.
Πίνω νερό και συνεχίζω για Μαργιολάτα, Λιλαία, Πολύδροσο, Άνω Καλύβια και Αμφίκλεια. Σταματώ για καφέ και ένα τσιπουράκι που σε άλλη ανάλογη εκδρομή το έχω δοκιμάσει και είναι θαυμάσιο. Χαίρομε την θαυμάσια πλατεία της Αμφίκλειας με τους μεγάλους πλάτανους και την αράθυμη ατμόσφαιρα που αποπνέει. Για ορεινή πόλη λίγο ασυνήθιστο αλλά έχει επικρατήσει και το διαπιστώνω όσες φορές περνώ απο την συγκεκριμένη πλατεία και δεν είναι μόνο οι τουρίστες που μεταφέρουν αυτή τι χαλαρότητα και την ανεμελιά αλλά την έχουν και οι ντόπιοι.
Έχει αρχίσει να ζεσταίνει. Σιγά σιγά αρχίζει να φεύγει η ευχάριστη λάμψη του ήλιου και γίνεται κουραστικός και ανυπόφορος. Πρέπει να βρεις τρόπο να προφυλαχθείς είτε γυαλιά, καπέλο, αντηλιακό είτε λίγο μακρύ μανίκι δεν είναι άσχημες ιδέες και τις ακολουθώ. Παρ 'ότι τα σημεία που περνώ με το ποδήλατο είναι δροσερά όταν έχει άπνοια γίνονται μαρτυρικά. Περνάω και την Τυθωρέα και αρχίζει ένα ελαφρύ αεράκι κόντρα Νοτιάς και η ζέστη γίνεται δυνατή. Δαύλεια, Χερώνεια, στάση στις πηγές για λίγο νερό και δίπλα στο λιοντάρι ξεκουράζομαι γιατί οι γλουτοί μου από την σέλα άρχισαν να με πονούν αρκετά. Μια στάση για να συνέλθω κρίνεται απαραίτητη και σκέφτομαι με τον κόντρα αέρα που έχω και με την ζέστη ως πού μπορώ να φτάσω. Κουράγιο μέχρι την Λιβαδειά.
Λιβαδειά
Μπαίνω στην Λιβαδειά μεσημέρι κατευθείαν στην Κρύα για δροσερό νερό φαγητό και να συνέλθω για να μπορέσω να σκεφτώ λογικά για τις επόμενες ενέργειές μου. Μετά το φαγητό κατ'ευθείαν στο πρακτορείο των ΚΤΕΛ για το επόμενο λεωφορείο για Αθήνα. Αρκετά νομίζω ώς εδώ. Σύνολο χιλιομέτρων 320 από 80 χιλιόμετρα την ημέρα. Καθόμουν στο πρακτορείο και το λεωφορείο θα έρθει σε μία ώρα περίπου, χαλαρώνω και σκέφτομαι αυτές τις πέντε ημέρες, τι πέρασα, τι γνώρισα, τι έμαθα. Τούς φίλους πού ξανά βρήκα τον Βαγγέλη με την οικογένεια του, στον Αγ Νικόλα τον Ανδρέα, τον Γιάννη και τον Στέλιο στο Γαλαξίδι. Τον Νικόλα στη Βίνιανη με το αγαπημένο του άλογο και τα μελίσσια του, τα όνειρα που είχε για είδη που ήθελε να καλλιεργήσει, τις εικόνες που είδα και κατέγραψα. Όλα αυτά τα θυμόμουν και τα είχα κάνει κιμά στον μυαλό μου ώσπου ένας υπάλληλος του ΚΤΕΛ με σκουντά "κύριε έχετε βγάλει εισιτήριο;" Τρέχω βιαστικά βγάζω το εισιτήριο μου και τοποθετώ το ποδήλατο μου στο κάτω μέρος του λεωφορείου χωρίς να βγάλω από πάνω τα μπαγκάζια του. Τελικά κατά τις έξι το απόγευμα ήμουν σπίτι μου και έπινα καφέ με τους αγαπημένους μου ανθρώπους που με βασανίζουν καθημερινά και τους ανέχομαι και θα τους ανέχομαι για πάντα γιατί τους αγαπώ. Όπως και να είναι εγώ είμαι παιδί της πόλης και της φασαρίας και εκτονώσεις τέτοιου τύπου τις θέλω για μερικές μόνο μέρες και όχι για πάντα.
οι φωτογραφίες τής εκδρομής εδώ
τα video όλα εδώ
02/05/2015
Κώστας Στουμπιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου