Μαζη με το Ποδηλατό μου

Μαζη με το Ποδηλατό μου
Στα Βουνά

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

15 Συνάντηση πνευστών ανατολικού Αιγαίου στην Πάρο 3-4 Οκτωβρίου 2017

15 Συνάντηση πνευστών ανατολικού Αιγαίου στην Πάρο 3-4 Οκτωβρίου 2017

Ηταν προγραμματισμένη συνάντηση πνευστών οπως κάθε χρόνο άλλωστε ετσι και φέτος η Σμαραγδα και  ο Χάρης με την βοήθεια της περιφέρειας Αιγαίου προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν όλους τους μουσικούς των νησιών, ετσι ο  προορισμός ηταν στην Πάρο. Ηταν μια ευκαιρία για ενα ταξιδάκι μικρής διάρκειας, μαζέψαμε τα πράγματα μας και 6,30 το πρωί είμαστε στον Πειραιά.

Η Σμαράγδα τα έχει κανονίσει όλα, ήταν καθημερινή χρόνο είχαμε όρεξη επίσης μαζέψαμε μερικά ρούχα και ξεκινήσαμε να αποχαιρετήσουμε το καλοκαίρι με τον καλύτερο τρόπο και μάλιστα στην Πάρο, το τη τουρίστες βρήκαμε το πρωί στον Πειραιά δεν λέγετε όλοι οι Κινέζοι ντουγρού για Σαντορίνη και οι υπόλοιποι Πάρο, το πως πέρασε η ώρα στο πλοίο δεν την κατάλαβα καθόλου, στην αρχή μπλα μπλά με τον Βαγγέλη ένα φίλο της Κατερίνας και μετά στο κατάστρωμα μια και οι μουσικοί που πηγαίνουν και αυτοί στην σύναξη το έχουν στρώση στον χορό και στο τραγούδι, από κοντά λυπών και εμείς.

Δυο κορίτσια, αδερφές από την Σαντορίνη η μια παίζει λύρα και η άλλη τσαμπούνα και τραγούδι άλλα και στο μπάλο δεν πάνε πίσω, πότε παίζανε εκείνες πότε έπαιζαν άλλα παιδιά το ταξίδι μας ολοκληρώθηκε με μουσικές και τραγούδια των νησιών, γύρω μας διάφορη «παρατηρητές» άλλη με την φωτογραφική τους μηχανή και άλλη κρατώντας σημειώσεις, σε μια διακοπή του χορού μου βρήκα την ευκαιρία να συζητήσω με την κυρία που κρατούσε σημειώσεις, περασμένα τα εβδομήντα καλοχτενισμένη, με ωραία ρούχα καλοκαιρινά με υπέροχο στυλ που παρά την ηλικία της σε προκαλούσε να πιάσεις  κουβέντα μαζί της,

“πηγαίνω και εγώ στην συνάντηση των πνευστών στην Πάρο, ναι γράφω, και οι σημειώσεις με βοηθούν” ξέρω από δίκη μου πείρα πως είναι, το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεπεράσει την μοναξιά του κανείς, το έχω βιώσει προσωπικά και συγκεκριμένα στην Μυτιλήνη όταν τσακωθήκαμε με τον φίλο τον Γιώργο, έμεινα μόνος μου, τριγύρναγα εδώ και εκεί, στο Πλωμάρι είχα ένα “εσωτερικό φόρτωμα” που δεν περιγράφεται, έπρεπε να το βγάλω στο χαρτί μια και ήμουν μόνος, ασυνείδητα αγόρασα ένα στυλό και χαρτί και άρχισα να γράφω για να σπάσω την μοναξιά μου, σε αυτές τις περιπτώσεις μας δύνεται η ευκαιρία να ψάξουμε τα εσώψυχα μας να ανακαλύψουμε κομμάτια του εαυτού μας που δεν τα έχουμε ερευνήσει, είναι η καλύτερη ευκαιρία να γράψουμε να εκφραστούμε γραπτά, δυστυχώς  στην δίκη μου περίπτωση δεν κράτησε πολλή γιατί στον δρόμο μου βρέθηκε μια φίλη.....



Αρχίσαμε κουβέντα με την κυρία Δήμητρα, έτσι την έλεγαν, ένας άνθρωπος που παρά την ηλικία της ήταν γεμάτη ζωντάνια και όρεξη για ζωή, είχε γνωρίσει και εκείνη την Σμαράγδα και είχε κολλήσει όπως και εμείς, η Σμαράγδα στο τηλέφωνο, «πάρε την κυρία Δήμητρα μαζί σου και ελάτε στο ξενοδοχείο» έτσι μπήκε και η κυρία Δήμητρα στην παρέα μας, και με τους τουρίστες να μας περιεργάζονται σαν περίεργα όντα, και με τους Κινέζους να θέλουν να βγάλουν φωτογραφίες με την τσαμπούνα στα χέρια για ενθύμιο, φτάσαμε σε μια ζέστη Πάρο

Λεύκες
Μια ώρα μετά ήμαστε στης λεύκες, παλιά πρωτεύουσα της Πάρου, σήμερα ίσως το καλύτερο χωριό της, ένας κεντρικός δρόμος διασχίζει το χωρίο και θέλουμε δεν θέλουμε μας οδηγεί στο τέλος του που βρίσκεται το παλιό καφενείο, με πρόσοψη σαν αρχαίος ναός, με μια μικρή πλατεία που είχε συγκεντρώσει μουσικούς και θεατές, τουρίστες και ντόπιους, και όλοι ανα κατά χορεύουν, τραγουδούν, και γνωρίζονται ο ένας με τον άλλον, και είναι φυσικό μια και στο «πανηγύρι» αυτό ήταν μαζεμένοι και καλεσμένοι όλοι οι μουσικοί των Κυκλάδων που έπαιζαν τσαμπούνα τουμπακι φλογερές ζουρνάδες και ότι άλλο παραδοσιακό όργανο των βοσκών και των ανθρώπων των βουνών υπήρχε.

Ο Διόνυσου είχε μπει μέσα τους για τα καλά και όλοι χορεύουν και  τραγουδούσαν, άλλοι έπαιζαν τσαμπούνα και άλλοι τουμπάκι, άλλος πάλι λαούτο, ήταν ένας που είχε και μπουζούκι σίγουρα δεν κόλλαγε στον μουσικό ύφος των Κυκλάδων, μα κανείς δεν του έλεγε να σταματήσει, όλοι σαν μια παρέα συμπλήρωνε ο ένας των άλλων, και όλοι μαζί είχαν ζαλιστεί με τον διονυσιακό ηχώ που έβγαινε από τα όργανα τους, το ίδιο και οι παρευρισκόμενοι τουρίστες και ντόπιοι, τους βρήκαμε να χορεύουν και να λικνίζονται στα βήματα του Μπάλου του πιο ερωτικού χορού των Κυκλάδων, ένας μαγευτικός χορός που η μικρή πλατεία ίσα που μας χώραγε, είχε γεμίσει «αφιονισμένους» χορευτές που η έκσταση τους τροφοδοτούσε και τους μουσικούς που τους έβλεπαν, όσο οι χορευτές χόρευαν τόσο συνεχιζόταν η “ιεροτελεστία” με τα όργανα να έχουν πάρει φωτιά

                                                                                          Ο κυρ Ιωσηφ απο την Σύρο 
Πότε έπαιζε μια ομάδα και πότε η άλλη, πότε οι Παριανοί και πότε οι Ικαριώτες  άλλοτε πάλι οι Συριανοί, η ομάδα της Μυκόνου ήρθε μαζί μας στο πλοίο είχε έρθει και ενα μέρος απο την Σαντορίνη  οι δυο αδερφές έψαχναν μέρος για να κάτσουν και να «απλώσουν» την τέχνη τους, ακόμα δεν είχαν έρθει όλες οι μουσικές ομάδες των νησιών, προς το βράδυ περιμένουμε την Κύθνου και την Άνδρο, πλησίασα τον Δημήτρη για ψηλό κουβέντα, δίπλα του ήταν ένα σορό παιδιά, παιδί και αυτός είχαν γίνει μια ομάδα όλοι μαζί, κοντά τους και ένας κύριος μεγάλης ηλικίας που τους συμβούλευε, τους έδειχνε πως να κάνουν αυτό, πως να παίζουν το μησοτσάμπουνο, δίπλα τους εγώ παρακολουθώ την εκπαίδευση των μικρών, συμβάλει λίγο και ο Δημήτρης,

“Θέλω και εγώ, λέω, ένα τέτοιο” λέω και δείχνω το μησοτσαμπουνο που είχαν τα παιδιά “περίμενε” μου λέει ο ηλικιωμένος κύριος, ανοίγει μια τσάντα και βγάζει από μέσα ένα ίδιο και μου το δίνει, “πόσο κάνει”; Ρωτάω, “τίποτα” μου απαντά “αρκεί να μάθεις” έτσι γνωρίστηκα με τον κυρ Ιωσήφ από την Σύρο με τους μαθητές του, “ξεκίνησα να μαθαίνω τσαμπούνα τον εγγονό μου και μαζί και τους φίλους τους στον Φοίνικα της Σύρου και σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται και άλλοι μαθητές ακόμα και από την χώρα της Σύρου η σχολή μεγάλωσε και πλίθινε έχουμε κάνει σύλλογο με ένα σορό παιδιά της Σύρου” και ο κυρ Ιωσήφ να μαθαίνει τον έναν μετά τον άλλον, στην Πάρο είχε φέρει λέει μόνο εφτά μαθητές, οι υπόλοιποι είναι φοιτητές, άλλοι ίσως δουλεύουν μια και η συνάντηση γίνεται καθημερινή,

“Είμαστε στο φοίνικα, το πρώτο χωρίο που αναφέρει ο Βαμβακάρης στο τραγούδι την Φραγκοσυριανή, για να μην μας ξεχνάς” μου απευθύνεται με ένα μικρό  αθώο χαμόγελο, “και έρχονται οι μαθητές από την χώρα στον φοίνικα”; Ρωτάω εγώ, “ουυυυ αυτοί έρχονται από την άλλη άκρη του νησιού άμα θέλουν, τρελαίνονται για την μουσική” μου περιγραφή την λειτουργία της σχολής του και της δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο νησί του, ποτέ δεν είχα φανταστεί πώς ένας άνθρωπος που αγαπούσε την μουσική θα γινόταν πόλος συσπείρωσις νέον παιδιών για ένα νησί

Οι μουσικοί των Κυκλάδων
Αυτό το διήμερο που μείναμε στην Πάρο ήρθα σε επαφή και γνώρισα πόλους μουσικούς των Κυκλάδων, κυρίως μεγάλης ηλικίας οι περισσότερη, αυτη η αγνότητα τους η τιμιότητα τους, και η καλοσύνη τους ήταν κάτι το μοναδικό, κάτι που δεν το βλέπεις στους ανθρώπους της πόλης, όλα ήταν καταγεγραμμένα στο πρόσωπο τους, δεν σου κρύβουν τίποτα δεν επιδιώκουν να σου κρύψουν τίποτα, το καθάριο πρόσωπο τους τα λέει όλα δεν προσποιούνται, δεν υποκρίνονται, το βλέπεις όταν τραγουδάνε, όταν παίζουν τσαμπούνα όταν χτυπάνε το τουμπάκι η το νταούλι και έχουν την διάθεση να σου ανοίξουν την καρδιά τους να σου πουν τον πόνο τους και να σε κάνουν φίλο,

Εν αντιθέσει με τους ανθρώπους της πόλις που έχουν την τεχνική να κρύβουν τα συναισθήματα τους, τα προβλήματα τους, και σχεδόν πάντα βγάζουν έξω έναν ουδέτερο άνθρωπο, κλειστό, άγευστο, που δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματα του, δεν έχει διάθεση να είναι φιλικός μαζί σου, δύσκολα ανοίγεται γιατί είναι συνηθισμένος σε μια κοινωνία συνεχών επιθέσεων και συγκρούσεων, ζει σε μια κοινωνία ζούγκλα, απάνθρωπη, άρρωστη θα έλεγα.

Οι άνθρωποι των νησιών ζουν σε μια κοινωνία σε ανθρώπινα μέτρα όπως λέει και η φίλη μας η Δήμητρα, ανθρώπινες διαστάσεις έχουν τα στενά δρομάκια στης λεύκες, το ίδιο και στη παροικία, το ίδιο και στη χώρα της Άνδρου, και στην Ιουλίδα της Τζιας, επίσης και στη χώρα της Κύθνου, το ίδιο συμβαίνει και στα στενά τις Δριοπίδας «χωρίο της Κύθνου» όλοι τους έχουν μια καθημερινότητα σε ανθρώπινα μέτρα και ανθρώπινες διάστασης, από το λιμάνι μέχρι την χώρα των νησιών τους, παντού τους ακολουθεί το χαμόγελο και η φιλικότητα μεταξύ των ανθρώπων των νησιών, και αυτό δεν μπορεί να μην βγει στα πρόσωπα τους, στην συμπεριφορά τους, στης συναλλαγές τους με άλλους ανθρώπους, και δεν περνά από το μυαλό τους πως εμείς οι άνθρωποι της πόλης έχουμε άλλη συμπεριφορά και άλλα μέτρα, δυστυχώς απάνθρωπα και πολλές φορές σκληρά.

Τα κεράσματα των κατοίκων του χωριού μας είχαν ανοίξει την όρεξη, το υπέροχο ντόπιο ρακί και το ντόπιο κρασί το δοκιμάσαμε όλοι, ντόπιοι και ξένοι, τα παξιμάδια, το ντόπιο τυρί, και οι Παριανές ελιές δεν έπαιξαν ρόλο διαφημιστικός προϊόντων της ντόπιας παραγωγής του νησιού, άλλα δήλωναν και την αιγαιοπελαγίτικη φιλοξενία, με το υπέροχο χαμόγελο των παριανών που μας σέρβιραν με καλοσύνη και αγάπη, μας συντρόφευσαν όλο το διήμερο που μείναμε στην Πάρο, παρ ότι μας είχαν σπάσει την πείνα έπρεπε να πάμε κάπου να φάμε σε μια από της δυο τοπικές ταβέρνες, έτσι σιγά σιγά ανεβήκαμε όλοι μας στην ταβέρνα, όπου εκεί οι μουσικοί ξεδίπλωσαν το μουσικό τους ταλέντο που είχαν “εγκλωβισμένο” μέχρι τώρα,

Ο κλαρίνος 
την πρωτοκαθεδρία την είχαν οι Παριανοί, μια και αποτελούσαν την πολυπληθέστερη μουσική ομάδα της ταβέρνας τα άλλα νησιά είχαν διάλεξη άλλες διατροφικές επιλογές, στην ομάδα των παριανών κυρίαρχο ρόλο έπεσε ο «κλαρίνος» αυτό ήταν το παρατσούκλι του, όπου στης Λεύκες είχε και την ομώνυμη ταβέρνα, αυτή την περίοδο την είχε κλειστή, η αλήθεια είναι πως έπαιζε υπέροχη τσαμπούνα, μόνιμος χαμογελαστός και κεφάτος, έδειχνε να χαίρετε περισσότερο απ όλους μας την σύναξη των μουσικών των Κυκλάδων, όταν έπαιζε την τσαμπούνα του έτρεμε σύγκορμος σηκωνόταν όρθιος και καμάρωνε, Χαιρόταν να μας διασκεδάζει, το απολάμβανε, όταν έβλεπε τους χορευτές να χορεύουν στους ρυθμούς που έπαιζε και τον συνόδευε το τουμπακι αυτός έδειχνε να πετά στα ουράνια.

Στην παρέα των παριανών που όσο πέρναγε η ώρα η πληθαίνει με ακόμα περισσότερους τσαμπουνιέρηδες και ακόμα πιο κεφάτος μουσικούς, στην παρέα τους υπήρχε και ένα ζευγάρι νεαρών όμορφων παιδιών που συμμετείχαν με όλη τους την καρδιά, πότε χορεύοντας μπάλο και πότε τραγουδώντας, πότε κτυπώντας τουμπακι και πότε τσαμπούνα, ζωντανά παιδιά, χαρούμενα με το βλέμμα τους στην παρέα για να συμμετέχουν όπως μπορούν, ο κλαρινος τώρα χορεύει την όμορφη και γλυκιά μελαχρινή κοπέλα μπάλο, χορεύει το ίδιο καλά που παίζει και την τσαμπουνα του

Ένας καινούργιος Τσαμπουνιερης έχει προστεθεί στην παρέα, το ένα του μάτι πρέπει να το έχει χάση, τίποτα όμως δεν τον ενοχλεί στο να παίζει την τσαμπουνα του με μαεστρία, την έχει αρπάξει την τσαμπούνα του λες και ήταν γυναίκα, την χάιδευε την πασπάτευε της φερόταν πότε δυνατά πότε τρυφερά πάντα όμως την είχε στην πίεση, σχεδόν έχει πέσει επάνω της με το κεφαλή πλαγιασμένο προς το μέρος μου, με κοιτά χαμογελαστός, βλέπει που τον θαυμάζω και κάπου κάπου τον φωτογραφίζω και παίρνει πόζες μοναδικές, με φουσκωμένα τα μάγουλα του σαν νέος Διόνυσος, με τα δάκτυλο του επάνω στα μπιμπίκια της τσαμπουνάς να έχουν πάρει φωτιά, παίζει με απίστευτη ταχύτητα, ο σύντροφός του δίπλα του, το τακίμι του που λένε, παίζει τουμπακι και όλοι μαζί χορευτές και μουσική έχουν γίνει ένα αδιάσπαστο σύνολο και περιστρέφονται σαν δαιμονισμένοι η  σαν Αφιονισμένοι από τον ήχο των οργάνων και του τραγουδιού, και όλοι χορεύουν και τραγουδάνε.

Τώρα την τσαμπουνα την έχει πάρει το νεαρό όμορφο παλικάρι με το χαμογελαστό πρόσωπο και η τσαμπούνα έχει ανάψει βγάζει άναρθρες ερωτικές κραυγές, το ασκί έχει παραφουσκώσει, τα μάγουλα του φουσκωμένα και αυτά, και η τσαμπούνα να κυριαρχεί σε όλο το μαγαζί, το τουμπακι να δίνει ρυθμό στον χορό και στον μουσικό, από την άκρη της ταβέρνας στα κενά της τσαμπουνάς ξεπετάγεται ένας τσιριχτός ήχος, δυνατός που μας τράβηξε την προσοχή, ένας θαμώνας της ταβέρνας βλέποντας το γλέντι να έχει ανάψει έβγαλε και αυτός τον ζουρνά του που μέχρι εκείνη την στιγμή τον είχε κριμένο και άρχισε να παίζει, σε λίγα λεπτά όλα τα όργανα είναι στο κέντρο του χορού και μουσικοί και χορευτές να στροβιλίζονται σαν δαιμονισμένοι, όταν ο ζουρνάς έπαιζε άκουγες ένα ουρλιαχτό από τους χορευτές δείγμα πως είχαν φτάσω σε επίπεδα έκστασης και πληρότητας κάτι που το βλέπει κανείς σπάνια σήμερα σε μουσικές συνάξεις.

Δεύτερη ημέρα 
Ξυπνήσαμε κεφάτοι και με γεμάτη ενέργεια ανακατεμένη με περιέργεια για τα δρώμενα της επόμενης ημέρας πως θα εξελιχθούν; τι θα δούμε σήμερα; μάθαμε πως οι μουσικοί των νησιών που περιμέναμε χθες ήρθαν καθυστερημένα αργά την νύχτα, ψάχναμε να τους βρούμε να τους γνωρίζουμε, να ανταλλάξουμε μια κουβέντα, ευτυχώς στο ξενοδοχείο μας έχουν διανυκτερεύσει οι Ανδιώτες και οι μουσικοί της Κύθνου, λίγες κουβέντες ανταλλάξαμε με τους Κιθνιούς τον κυρ Γιώργη που έπαιζε τσαμπούνα και το ταίρι του που του κρατούσε τον ρυθμό με το τουμπάκι του, τσαμπούνα και τουμπακι πάνε πάντα ταίρι πάνε αντάμα.

Αυτή η σχέση σχεδόν πάντα κρατά χρόνια, της περισσότερες φορές είναι ζευγάρι όπως για παράδειγμα ο Ιουλιανός με την Νίκη την γυναίκα του, άλλοτε πάλι είναι αδέρφια, όπως για παράδειγμα οι παριανοί ο Νίκος και ο Κοσμάς, αδέρφια μαζί μεγάλωσαν και μαζί μάθανε τα όργανα τους ο Νικόλας την τσαμπούνα και ο Κοσμάς το τουμπακι, έτσι μαζί όπου πάνε να παίξουν πάνε πάντα μαζί και διασκεδάζουν μαζί, μπροστά μας τώρα είναι μια καινούργια δυάδα τον κύριο Γιώργο που παίζει τσαμπούνα και ο κυρ Μανώλης που παίζει το τουμπακι, ο κυρ Μανώλης Κοντούλης στρογγυλοπρόσωπος χαμογελαστός και με της εκφράσεις του να λένε περισσότερα πράγματα απ αυτά που λένε τα χείλη του

Γνωρίστηκαν με την κυρία Δήμητρα και κάνανε της πρώτες κουβέντες γνωριμίας, ήταν περίπου συνομήλικη του, άρχισαν κουβέντα, η κυρία Δήμητρα μιλούσε περισσότερο παρά εκείνος, εκείνος περισσότερο ενημερωνόταν για τον τρόπο ζωής των Αθηναίων, εγώ παρακολουθούσα περισσότερο της μεταξύ τους διάφορες στην συμπεριφορά και στης εκφράσεις του κυρ Γιώργου, η κυρία Δήμητρα περιγράφει μερικές λεπτομέρειες από την ζωή της, και ο κύριος Γιώργος ακούει με προσοχή έναν άλλον τρόπος ζωής απ αυτόν που ξέρει εκείνος μέχρι τώρα από το νησί που καταγόταν, στο πρόσωπο του διαμορφώνεται μια έκφραση περιέργειας, αλλά και δυσαρέσκειας, που την εκφράζει με ένα επιφώνημα ααααα…. σηκώνοντας το κεφάλι του προς τα επάνω και κλείνοντας τα μάτια λίγο, μια έκφραση που μου θύμισε ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου του εξήντα, όπου το βλέμμα τους σε συνδυασμό με την κίνηση το σώματος και της κεφαλής έλεγαν περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να έκφραση κανένας με άπειρες λέξεις και διαλόγους

Εγώ που παρακολουθούσα τον διάλογο δίπλα τους έσκασα στα γέλια, το ίδιο και εκείνος όπως επίσης και η κυρία Δήμητρα, η συζήτηση δεν συνεχίστηκε αλλά όλοι μαζί σαν μια παρέα ανεβήκαμε στις λευκές για να συναντήσουμε και τους άλλους μουσικούς που μας περίμεναν, ένα μικρό δήγμα της ειλικρίνειας των ανθρώπων των Κυκλάδων απονήρευτοι, αγνή, ειλικρινείς, μεγαλωμένη σε μια μικρή κοινωνία του νησιού τους με σχεδόν ανύπαρκτους ανταγωνισμούς, μακριά από τους μεγάλες καθημερινές σύγκρουσης της πόλης, όταν έρχονται σε επαφή μαζί μας, με τους ανθρώπους της πόλις δηλαδή, είναι ένα ανοικτό βιβλίο, ένας καθρέπτης καθαρός, χωρίς ψεγάδια και σκιάσεις, έτσι όπως θα πρέπει να είναι η άνθρωποι μεταξύ τους, ο κυρ Μανώλης είναι ένα δείγμα μιας κοινωνίας διαφορετικής, της νησιώτικής κοινωνίας που παρά την τουριστική τους αλλοίωση διατηρούν την κοινωνική τους αγνότητα

Όλοι ήταν συγκεντρωμένοι στης Λεύκες, στο ηρώων δίπλα στον δρόμο στη πλατεία,ο τοπικός σύλλογος είχε στήσει το τραπέζι με τα Παριανά κεράσματα, που με χαμόγελο μας προσέφεραν, ποτό ντόπιο ρακί, και ντόπιο υπέροχο κρασί, λυχνάρια από τον φούρνο στην Νάουσα, και ντοματάκια άνυδρα, με ντόπιο τυρί γραβιέρα και ελιές και ξερά σύκα, πασπαλισμένα με σουσάμι όλα τα λεφτά, δεν ήξερες τι να πρώτο δοκιμάσεις, τα λυχνάρια εξαφανίστηκαν την πρώτη ώρα πριν αρχίσει ο χορός, η ώρα ήταν περίπου μια το μεσημέρι και ορισμένοι ακόμα έπιναν τον καφέ τους στο παρακείμενο καφενείο για να συνέλθουν από το χτεσινό μουσικοχορευτικό ντελίριο.

Άλλοι πάλι στην πλατεία μέσα χόρευαν στους ρυθμούς που έπαιζαν η ομάδα της Άνδρου, ορεξάτη μια και ήρθαν αργά χθες το βράδυ και δεν έχουν ακόμα παίξει αρκετά ώστε να το ευχαριστηθούν, μπροστά τους μια ομάδα του νηπιαγωγείου με την δασκάλα τους χόρευαν νησιώτικους σκοπούς, αγκαλιασμένοι όλα τα μικρά παιδιά μιμούνται κίνησης μεγαλύτερων, και ο πρώτοχωρευτης μάλιστα προσπαθούσε να μιμηθεί κινήσεις που σίγουρα έβλεπε από άμεσο περιβάλλον του, μια θαυμάσια σχέσεις νέων παιδιών όπου οι μεγαλύτερης ηλικίας μουσικοί τους συνόδευαν μουσικά και μάλιστα τους ενθάρρυναν να συνεχίσουν, με το ζόρι τους πήρε η δασκάλα τους για να τους πάει στο νηπιαγωγείο τους, δεν έφευγαν με τίποτα.

Οι παρέες των χορευτών εναλλάσσονταν η μεν τους δε και όλοι μαζί μουσικοί και χορευτές αφού χόρτασαν χορό κεράσματα και κουβέντα αγκαλιασμένοι κάνοντας πατινάδα και λέγοντας το τραγούδι του γάμου σιγά σιγά ανεβήκαμε στην ταβέρνα της Φλόρα, μη νομίσει κανείς πως πήγαμε για φαγητό μια και είχαμε χορτάσει κεράσματα και χώρους απλά το τραγούδι και ο χορός συνεχίστηκε μέχρι την ώρα που θα περνάμε το τελευταίο λεωφορείο για την παροικία, πριν φύγουμε από της Φλόρας έπεσε η ιδέα να πάμε όλοι μαζί κάτω στην παροικία όπου μέσα από τα σοκάκια της Πάρου θα κάνουμε πατινάδα, που σημαίνει μουσική και χορευτές και πλήθος κόσμου όλοι μαζί σαν μια μεγάλη τεράστια παρέα θα πηγαίναμε στο πλοίο όπου θα χαιρετούσαν τους φίλους που θα έφευγαν για Αθήνα

Θα έλεγε κανείς πως εδώ το χορευτές και μουσικοί θα είχαν απόκαμε, θα είχαν κουραστεί, με τίποτε, η μουσική συνεχίζεται ασταμάτητα, τώρα την πρωτοκαθεδρία της τσαμπουνάς την έχουν αναλάβει τα νεότερα μέλη των μουσικών το όμορφων παλικάρι από την Πάρο μαζί με τον Βαγγέλη, που έπαιζε τσαμπούνα και δεν τον είχαμε δει μέχρι τότε να παίζει άρχισαν ένα μοναδικό “συναγωνισμό” τσαμπουνάς, πότε ο ένας και πότε ο άλλος και πότε και οι δυο μαζί, και όλα αυτά στον δρόμο περιμένοντας το λεωφορείο, όταν ήρθε το λεωφορείο είπαμε θα σταματήσουν, όχι μόνο δεν σταμάτησαν αλλά μέσα στο λεωφορείο έμειναν στην γαλαρία και συνέχισαν να παίζουν τον ένα σκοπό μετά τον άλλον μέχρι που φτάσαμε στην παροικία, οι τουρίστες μέσα στο λεωφορείο τα έβλεπαν αυτά σαν μια εθνική ατραξιόν κάτι σαν παιχνίδι και σίγουρα δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν αλλά σίγουρα τους άρεσε και το απολάμβαναν και αυτοί.

Και πατινάδα στην Παροικία 
Στα σοκάκια της Παροικίας συγκροτήθηκε και πάλι η παρέα και όλοι μαζί συνεχίσαμε να τραγουδάμε και να παίζουμε μουσική μέχρι που φτάσαμε στο πλοίο, έξω από την πόρτα του πλοίου χαιρετίσαμε τους φίλους που αφήναμε στην Πάρο και δίνουμε υπόσχεση για το επόμενο ραντεβού που θα γίνει στην Σύρο, κάπως έτσι χαιρετίζαμε και εμείς την Πάρο έχοντας πάρει της καλύτερες εντυπώσεις που θα μπορούσαν να πάρει επισκέπτης, είπαμε τώρα πως είναι ώρα για να ξεκουραστούμε να ξαποστάσουμε να βυθιστούμε την ατομική μας μοναξιά και να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε για να ενταχθούμε ξανά στην ζωή που έχουμε αφήσει πίσω μας, να ξανά μπούμε στην ρουτίνα της καθημερινότητας και στης υποχρεώσεις της αθηναϊκής ζωής,

Αυτή ήταν απ ότι φάνηκε επιθυμία δίκη μου και κανενός άλλου, γιατί στο πλοίο όσοι μουσικοί και χορευτές ανεβήκαμε οι περισσότεροι στριμωχτήκαν στο επάνω στο κατάστρωμα, πως θα πέραση τόσος χρόνος μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα; Έτσι άνοιξαν ξανά τα μουσικά τους όργανα και άρχισαν να παίζουν και να τραγουδούν, οι υπόλοιποι που ήταν δίπλα τους άρχισαν και αυτοί να χορεύουν, ξανά και ξανά μέχρι που φτάσαμε στον Πειραιά χωρίς να το καταλάβουμε, κατάκοπη και ευχαριστημένη σε αυτό το ατελείωτο μουσικό χορευτικό ταξίδι χωρίς σταματημό.

Θέλοντας και μι καμία εικοσαριά άνθρωποι άγνωστη μεταξύ μας όταν ανεβήκαμε στο πλοίο μετά από δυο ημέρες μουσικοχορευτικής συνύπαρξης κατεβαίναμε φίλοι, αυτοί οι άγνωστοι άνθρωποι για δυο ημέρες μέρα και νύχτα ήμαστε μαζί και χορεύαμε, πίναμε, τραγουδάγαμε, παίζαμε μουσική, γιατί η μουσική είναι μια γλώσσα που ενώνει ανθρώπους πέρα από τάξεις και από φιλές, από κοινωνικά στρώματα και πέρα από ιδεολογίες, όλοι μαζί χαρήκαμε την ζωή την ομορφιά της μουσικής και του χορού σε ένα όμορφο νησί που σίγουρα μας επηρέασε που μας έκανε να νιώθουμε σαν μια μεγάλη μουσική παρέα.
κώστας Στουμπιάδης  18/10/2017
Όλες οι φώτο εδώ 
και τα video είναι εδώ όλα 

Δεν υπάρχουν σχόλια: