Μαζη με το Ποδηλατό μου

Μαζη με το Ποδηλατό μου
Στα Βουνά

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Επίσκεψη στον Έβρο, σε ένα Σεμινάριο Γκάιντας Στο Διδυμότειχο

Επίσκεψη στον Έβρο, σε ένα  Σεμινάριο  Γκάιντας Στο Διδυμότειχο  

Χτες το βράδυ γυρίσαμε από το Διδυμότειχο, ένα μακρύ ταξίδι από την μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη, μια ζέστη απερίγραπτη, θες από περιέργεια θες από διάθεση να συμμετέχουμε σε ένα συμπόσιο με βάση την Γκάιντα, και να έρθουμε σε επαφή με ένα σορό παιδιά που παίζουν αυτό το περίεργο όργανο, και η πρόκληση να συμμετέχουμε σε γλέντια θρακιώτικα χορεύοντας τον κουλουριαστό, εμένα και την Κατερίνα μας είχε συνεπάρει η ιδέα, έτσι είπαμε ναι στην πρόταση της Σμαράγδας για την συμμετοχή μας στο σεμινάριο Εβρίτικής μουσικής

Ποτέ στην ζωή μας ούτε εγώ ούτε και η Κατερίνα είχαμε ξανά ανέβει εκεί επάνω στην άκρη της Ελλάδας, μόνο μια φορά με την μηχανή μου είχα ανέβει μέχρι την Αλεξανδρούπολη, αφού πέρασα και επισκέφτηκα  όλες της πόλης, έτσι ώστε να έχω μια άποψη για το τη σημαίνει Ξάνθη τη σημαίνει Κομοτηνή, έφτασα και έμεινα για μια ημέρα μέχρι την Αλεξανδρούπολη και άρχισα να γυρίζω πίσω, όμως δεν ήξερα τη γίνεται πιο ψηλά τη “καθεστώς” επικρατεί, την θάλασσα την αφήσαμε πίσω μας στην Αλεξανδρούπολη, από εκεί επάνω είναι άγνωστη λέξη η θάλασσα, ανεβαίναμε ανεβαίναμε και το ίδιο και η ζέστη 38 βαθμούς ψηνόταν ο τόπος το ίδιο και εμείς

Φτάσαμε στον ξενώνα του Διδυμότειχου που θα μας φιλοξενήσει σχεδόν μεσημέρι, μέσα στο ανακαινισμένο ξύλινο υπέροχο κατά τα άλλα σπίτι ξενώνα του δήμου που μας τον παραχώρησε για το σεμινάριο να επικράτησε πύρινη κόλαση, να φυσάει ένας αέρας λίβας να μπαίνει μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα που ευτυχώς είχαν σήτα, με βοήθεια την Σμαράγδα στήσαμε στην θέση τους τα κρεβάτια και τα στρώματα που μια ομάδα ποδοσφαιριστών είχαν μείνει λίγο πριν από εμάς τα είχαν κάνει μπουρδέλο, μπήκε τάξη βάλαμε τα πράγματα στην θέσει τους κάναμε ένα ντους, με την Κατερίνα κοιταζόμαστε στα μάτια και την καταλαβαίνω από το ιδρωμένο πρόσωπο της “πολύ ζέστη, θα μπορέσεις να ζήσεις εσύ εδώ μέσα;” μου λέει κοιτάζοντας με, θα δούμε, λέω με νόημα, το  πολύ πολύ αύριο φεύγουνε αν έχει συνεχώς τέτοια ζέστη, η Σμαράγδα συνεχώς μας λέει πως το βράδυ θέλει σεντονάκι να μην ανησυχούμε!



Φύγαμε για μεσημεριανό φαγητό σε μια ταβέρνα που μέσα τουλάχιστον είχε δροσιά μια και έξω γινόταν η κόλαση του Δάντη, ίσα να ήταν που γνωρίσαμε μερικά παιδιά που συμμετείχαν και μάλιστα παίζοντας γκάιντα τα είπαμε για λίγο το πράγμα άρχισε να ομορφαίνει και να γίνεται πιο υποφερτό, φύγαμε για το δωμάτιο να “ξεκουραστούμε” έτσι λέει το πρόγραμμα!!! Πήγαμε στο δωμάτιο μας αρκετά προβληματισμένοι για το εάν θα ξεκουραστούμε μια και στον κάτω όροφο τα παιδιά ένα δωμάτιο γεμάτο πιτσιρικάδες αγόρια και κορίτσια να παίζουν τις γκάιντα τους σε ξέφρενο ρυθμό, είχαν βρεθεί όλοι μαζί και ήταν χαρούμενοι, σχεδόν επάνω στα κρεβάτια τους με τις γκάιντες στα χέρια, άλλοι πάλι τραγουδώντας να παίζουν τον ένα θρακιώτικο σκοπό μετά τον άλλον αδιαφορώντας εάν είναι μεσημέρι η όχι.

Εμείς επάνω στα δωμάτια να φυσοβολά ο λίβας περνώντας μέσα από το δωμάτιο και δεν τολμούσαμε να το κλείσουμε μια και τότε το δωμάτιο μεταβαλλόταν σε καμίνι, ξανά μπάνιο και βρέξιμο το στρώμα συνεχώς μέχρι να μουλιάσει, πέφτω επάνω και χωρίς να το καταλάβω ξεράθηκε στον ύπνο περιέργος, ξύπνησα κατά τις πέντε “Που είναι τα παιδιά” ρωτάω την Σμαράγδα μια και δεν είδα κανέναν γύρω μας, στο σεμινάριο λέει, δεν πάτε και εσείς εκεί; ξεκίνησα ψάχνοντας το σχολείο που φιλοξενεί τους Γκαϊτατζήδες μαθητές, στο προαύλιο του σχολείου κάτω από της λευκές η συζήτηση έχει ανάψει.


Ο Χάρης
Τον Χάρης τον διοργανωτή του σεμιναρίου τον γνώριζα ελάχιστα, τον γνώρισα στην Αθήνα στο τελευταίο βραδινό τσαμπουνογλεντι στην Γλυφάδα, τώρα τον άκουγα να αναλύει την εξέλιξη της Γκάιντας και της θρακιώτικης λύρας, έδινε αναλυτικότατες εξηγήσεις για της τροποποιήσεις που υπέστησαν τα όργανα από τους Βούλγαρους την κομμουνιστική περίοδο, στη λύρα μείωσαν το μπράτσο και μεγάλωσαν την λαβή που κινούνται τα δάκτυλά, και όπως μου εξήγησε ο Δημήτρης ο Αρβανίτης ιδιαιτέρως πως δούλευαν τα τρεις δάκτυλά διολισθαίνοντας λίγο το νύχι επάνω στην χορδή κάνοντας το όργανο να μοιάζει με βιολί, επεκτείνοντας ουσιαστικά τις δυνατότητες του,

στην γκάιντα μεγάλωσαν τις δυνατότητες προσθέτοντας μια τρύπα ακόμα στην γκαιτουλα, στο κομμάτι που βγάζει τον ήχο δηλαδή, προσθέτοντας έτσι δυνατότητες και βάζοντας την σε μεγάλες ορχήστρες και σε μεγάλες μπάντες, ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να εκμεταλλευτούν την λαϊκότητα του οργάνου, και με αυτό τον τρόπο να προσεγγίσουν πλατύτερα στρώματα της κοινωνίας που λόγο της πολιτικής τους τα έχαναν σιγά σιγά,

το πρωί απ ότι έμαθα είχε ενημέρωση για την προέλευση του ονόματος της Θράκης και τις συνθήκες που αναπτύχθηκε η γκάιντα σε αυτές τις δύσκολες περιοχές της Θράκης, την ανάπτυξη της πριν την συνοριακή διαμόρφωση και την σημερινή σταδιακή συρρίκνωση τον πόλεων σιγά σιγά, αυτές οι πόλεις εμπορικά κέντρα μέχρι πριν την συνοριακή διαμόρφωση είχε ανταλλαγές εμπορευμάτων μεταξύ τους όπως μετάξι, στάρια καλαμπόκια πότε μεταξύ της Βουλγαρίας και πότε με τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, εμπορική ανάπτυξη και βιομηχανική δραστηριότητα με κέντρο τους Εβραίους τον γύρω πόλεων, ολόκληρα εργοστάσια επεξεργασία μετάξι είχαν στηθεί στο Σουφλί, στην Ορεστιάδα, και το Διδυμότειχο μετά δια δημιουργία των συνόρων οι επικοινωνία των πόλεων αυτών γίνεται μόνο με την Αθήνα, ένα κέντρο που βρίσκεσαι πολλή μακριά τους έτσι οι νέοι θέλουν να φύγουν τα προϊόντα καθυστερούν και έχουν δημιουργηθεί άλλα κέντρα παραγωγής.


Οι πόλεις της ευρύτερης περιοχής πεθένουν οι κάτοικοι φεύγουν για τα νέα κέντρα όπως Αλεξανδρούπολη Θεσσαλονίκη και Αθήνα, το ίδιο και οι μουσική τους και η κουλτούρα τους δεν έχουν πια την ανάπτυξη που είχαν στο παρελθών, σβήνει και αυτή σιγά σιγά, έτσι εδώ και χρόνια με της επισκέψεις του ο Χάρις στην ευρύτερη περιοχή όχι Ελλάδα Βουλγαρία και Τουρκία, ψάχνει να βρει τα τελευταία απομεινάρια ζωντανής μουσικής παραδόσεις στην περιοχή όπου θα μας τα παρουσιάσει λέει αύριο το πρωί, ο Γιάννης Ντομπριδης ένας όχι μόνο καλός παίχτης του οργάνου αλλά και κατασκευαστής του, όχι μόνο της Γκάιντας αλλά και της θρακιώτικης λύρας.

Ο Χάρης απ ότι μας ενημέρωσε αυτή ήταν η άκρη της αλυσίδας, που ευτυχώς δεν έσπασε ώστε να υπάρχουν κενά ο Ντομπριδης ήταν ο τελευταίος εναπομείναντας παίχτης της Γκάιντας που προσπάθησε να απενοχοποιήσει το όργανο στα μυαλά των ντόπιων που πίστευαν πως αυτό το όργανο είναι όργανο των βοσκών δηλαδή ένα περιθωριακό όργανο ένα όργανο βουνίσιο μιας άλλης εποχής που δεν ανήκει στο σήμερα και έτσι κατά την γνώμη τους θα έπρεπε να μην υπάρχει θα έπρεπε να σβήσει η καλύτερα να εξαφανιστεί, “εσύ θα παίξεις γκάιντα; αιρε παενε αυτό είναι το όργανο των βοσκούν εσύ γραμματιζούμενος άνθρωπος θα παίξεις το όργανο των βοσκών;” και όμως ο κυρ Γιάννης σιγά σιγά έμαθε το όργανο της Γκάιντας έμαθε και να το κατασκευάζει και ήταν αυτός που έπαιζε σε γλέντια και αυτός που γνωρίστηκε με τον Χάρη και του μετέφερε την ιστορική γνώση και του οργάνου και πολλά ιστορικά στοιχεία της περιοχής, μοιάζει σαν να περίμενε η ιστορία τον χάρη να του παραδώσει την ιστορική γνώση για την συνέχεια του οργάνου, αρκείται εντυπωσιακό αν το σκεφτεί κανείς.

Φαίνεται περίεργο στους κατοίκους του Διδυμότειχου που σήμερα ένα σορό νέα παιδιά θέλουν να μάθουν γκάιντα, να μάθουν αυτό το ξεχασμένο στριγλιαρικο κατά την άποψη μου όργανο, αυτό το όργανο των βοσκών σήμερα γύρω στα τριάντα παιδιά αγόρια και κορίτσια θέλουν να το μάθουν και το μαθαίνουν σε περιοχές που δεν έχουν καμία σχέση με την ευρύτερη περιοχή του Έβρου από Αλεξανδρούπολη από Κομοτηνή παιδιά μεταναστών της Γερμανίας και άλλοι από ένα σορό μέρει της Ευρώπης που θέλουν να εντρυφήσουμε στην βαθύτερη λογική του οργάνου, θέλουν να έρθουν σε επαφή με άλλους γκάιταζήδες που έχουν εμπειρία και γνώση και θέλουν να παίξουν μαζί τους να ανταλλάξουν εμπειρίες μουσικές και τεχνικές του οργάνου.

Έτσι ο Χάρης έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο, ίσως τον σημαντικότερο ρόλο μια και είχε την συνολική θεωρητική εμπειρία όχι μόνο του οργάνου αλλά με της συχνές επισκέψεις του είχε αφομοιώσει την κουλτούρα και την ιστορική γνώση της ευρύτερης περιοχής της Θράκης, ήταν αυτό το επιστημονικό του αντικείμενο αλλά είχε και μια αναλυτική ικανότητα να την εξηγεί και να την αναλύει στα νέα παιδιά, μια και είχε στοιχειοθέτηση όλα αυτά τα στοιχεία και με τις συζητήσεις το μετέφερε πολύ αναλυτικά που γίνονται αφομοιώσιμα και σε μη γκαινταζηδες όπως εγώ

Τα τραγούδια
Ένας φίλος Γκαϊτατζής ο Κώστας "μαθητής και αυτός" με ρωτά, ξέρεις τι τραγούδι είναι αυτό; είναι τραγούδι που το παίζουν μόνο όταν προετοιμάζονται για την πάλη, συνήθεια των ανθρώπων από τα Σέρρες και επάνω είναι η πάλη, νέα παιδιά δυνατά αλείφουν το κορμί τους με λάδι και παλεύουν μεταξύ των δυνατότερων της περιοχής, κατά την διάρκεια της πάλης τους παίζεται το συγκεκριμένο κομμάτι και ποτέ άλλοτε. Για μένα αυτήν η μουσική συμπεριφορά ήταν κάτι το καινούργιο, κάτι το πρωτόγνωρο να παίζουν ένα μουσικό κομμάτι μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και για κάποιο γεγονός της κοινωνικής τους ζωής, και ποτέ άλλοτε, μάλιστα το θεωρούν και αμαρτία η γρουσουζιά να το παίζει κανείς σε άσχετο χρόνο και σε άλλη κοινωνική δραστηριότητα, σχεδόν όλοι αρνούνται να το ακούσουν, η να το χορέψουν.

Εμείς, οι άνθρωποι της Αθήνας τα έχουμε όλα ίσιωμα όπως λέει και η μάνα μου τα πιέζουμε όλα οποία ώρα και να είναι χωρίς συστολή και φόβο, έτσι όπως μας έρθει, εδώ επάνω στο Βορά, στην Βόρεια Ελλάδα για αυτούς τους ανθρώπους η μουσική παίζει ουσιαστικό ρόλο και όχι διακοσμητικό, δεν λειτουργεί σαν μουσικό χαλί για όλες της ώρες της ημέρας παντού και πάντα αλλά έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, τους βοηθά να έχουν την ανάλογη πνευματική διάθεση και ψυχολογική προετοιμασία για αυτό που ετοιμάζονται να κάνουν.

Με έκπληξη διαπίστωσα πως υπήρχαν χοροί και τραγούδια που οι μουσικοί τα παίζουν και ο κόσμος τα τραγουδά σε συγκεκριμένες δραστηριότητες της ζωής τους, όπως το κυνήγι, τον γάμο, τα μοιρολόγια για τον θάνατο, όπως και για τις αθλητικές δραστηριότητες της ζωής των ανθρώπων.

Ο Δημήτρης ένα γλυκό παλικάρι και άνθρωπος με μεγάλη εσωτερική ηρεμία, λυράρης στο επάγγελμα, δηλαδή πολύ καλός χειριστής της λύρας, από μικρός συμμετέχει στα αναστενάρια, μια αρχαϊκή διαδικασία που έχει επιλέγει από τους πυροβάτες να συμμετέχει στο τελετουργικό σαν λυράρης, κάτι που είναι πολύ τιμητικό πρώτα για εκείνον και κατά δεύτερο για το όλο τελετουργικό, μέσα από την αφήγηση του μας ενημέρωσε πως τον έχουν επιλέξει από μικρό οι πυροβάτες του τελετουργικού θεωρώντας πως έχει εκείνα τα πνευματικά χαρακτηριστικά που χρειάζεται πρώτα και κυρία και μετά τα μουσικά, κάτι που είναι αναγκαίο για την διαδικασία του τελετουργικού τις πυροβασίας,


Το γλέντια στα γύρω χωριά του Διδυμότειχου
Ότι και να κάνουμε όλοι την ημέρα όσο ζέστη και να έχει την ημέρα το βράδυ πάντα το πρόγραμμα έχει χορό. Οι διοργανωτές του σεμιναρίου έχουν επιλέξει ένα χωριό στην ευρύτερη περιοχή του Διδυμότειχου και πηγαίνουμε όλοι, τα πάντα είναι οργανωμένα, οι μικροφωνικές, τα τραπέζια, το μενού και το κόστος είναι όλα σχεδιασμένα, προφανώς από τον Χάρι, τέλος πάντων από την οργανωτική ομάδα του σεμιναρίου, κάθε βράδυ και άλλο χωριό μας περιμένει, το ίδιο και οι κάτοικοι του, λίγοι μόνιμοι κάτοικοι και παρ όλους τους καλοκαιρινούς επισκέπτες συνεχίζουν να είναι λίγοι, χωριά φαντάσματα, χωριά που πενήντα χρόνια πριν έσφυζαν από ζωή τώρα είναι χωριά που λίγοι κάτοικοι έχουν μείνει να αναπολούν και να μας πληροφορούν για το όχι πολλή μακρινό ένδοξο τους κοινωνικό παρελθών, για τα γλέντια και την κοινωνική ζωή του χωριού τους

Δεν περνά πολύ ώρα από τον ερχομό μας στο χωριό και αφού τρώγαμε κάτι, έβγαιναν οι γκάιντες από τα σακίδια των μουσικών και άρχιζαν να φουσκώνουν, σε διαφορά σημεία της πλατείας οι μουσικοί μεγάλοι και μικροί, κορίτσια και αγόρια έβγαζαν την γκάιντα τους και άρχιζαν να την φουσκώνουν και να την κουρδίζουν, προσπαθούσαν να την ακούσουν, να την προετοιμάσουν, από όλες τις γωνιές τις πλατείας έβγαιναν ήχοι Γκάιντας αταίριαστοι, άναρθρη, ασυντόνιστη, μα όλοι προετοιμαζόμαστε ψυχικά για αυτό που θα επακολουθήσει, το ίδιο περίεργη είναι και οι κάτοικοι του χωριού που έβλεπαν αυτό το περίεργο μουσικό μπουλούκι που φιλοδοξούσε να παίξει το όργανο που οι ντόπιοι του είχαν γυριστή την πλάτη και το είχαν σχεδόν ξεχασμένο, και το σημαντικότερο ήταν πώς δεν του είχαν και μεγάλη εκτίμηση και αν κρίνουμε από τους συμμετέχοντες λίγοι είχαν όρεξη να το ακούσουν ξανά, μια και ήταν ένα ξεχασμένο οργάνωση των βοσκών, όπως και να ήταν όμως ήταν το όργανο που είχαν σε όλες τους τις κοινωνικές εκδηλώσεις και με αυτό μεγάλωσαν.

Όταν κάποια στιγμή οι μουσική θεωρούσαν ότι ήταν έτοιμη όλοι μαζί μεγάλη μικρή αγόρια κορίτσια και ολοκληρωμένοι μουσική και μαθητευόμενοι, νέοι οι περισσότερη και οι παλιό καραβάνες της Γκάιντας απέναντι από το κοινό εμάς τους θεατές τους άρχιζαν ένα σκοπό που χαρακτηρίζει την θρακιώτικη μουσική σαν εισαγωγή το τη θα ακούσουμε Κρατούσε λίγα λεπτά και όλοι κατέβαιναν και έμενε μόνο μια δυάδα μουσικών που ως συνήθως αποτελούντο από ένα τουμπελέκι και μια γκάιντα και σπάνια ένα Καβάλι που ως συνήθως το έπεζε η Σταυρούλα, μια υπέροχη λεπτοκαμωμένη κοπέλα με μεγάλη μουσική γνώση, τα ζευγάρια ανανεώνονται συνεχώς και οι χορευτές όλο και έδιναν και έπαιρναν μπροστά από την ορχήστρα

Ο κουλουριαστός
Από την πρώτη φορά που είδα τον κουλουριαστό εντυπωσιάστηκα, σαν χορευτική    κίνηση σαν χορός σε συνδυασμό με τον ήχο της Γκάιντας ήταν κάτι υπέροχο, με είχε εντυπωσιάσει, πάντα όταν τον έβλεπα αυτόν τον χορό να τον χορεύουν, ήθελα να συμμετέχω στην ομάδα των χορευτών, και μάλιστα χωρίς να τον έχω διδαχθεί καν και χωρίς να ξέρω τίποτα γύρω από αυτόν, απλά καταλάβαινα πως είναι συνέχεια του ζωναράδικου τίποτε άλλο, ζήλευα τους χορευτές που ήξεραν να τον χορεύουν, ένας χορός που στην Αθήνα τα χορευτικά τον χορεύουν με μεγάλη ταχύτητα και ρυθμό, τώρα επ΄ ευκαιρία του σεμιναρίου της Γκάιντας στα χωριά σίγουρα θα τον χορέψουν

Πάντα όταν ξεκίναγε ο χορός εγώ ήμουν μέσα σε αυτούς που ήθελαν η προσπαθούσαν η ήξεραν να τον χορεύουν, εγώ σίγουρα ήμουν σε αυτούς που προσπαθούσαν, είναι αλήθεια πως λίγοι όμως ήταν αυτοί που σηκώνονταν να τον χορέψουν, είναι ίσος ο πιο δυναμικός χορός της Ξάνθης, απαιτεί από το σύνολο τον χορευτών σαν ενιαίο σύνολο κινήσεις ρυθμικές που κάνουν τον χορό να ανοίγει και να κλίνει συνεχώς, και τον ρυθμό τον δίνουμε οι πρώτοι τέσσερις χορευτές και συγκεκριμένα ο πρώτος, αυτοί κανονίζουν το πότε ο χορός θα ανοίξει και πότε ο χορός θα κλείσει, πότε θα πάνε όλοι οι χορευτές πίσω και πότε μπροστά τρέχοντας, και όλοι θα πρέπει να έχουν τον νου τους για τις ανάλογες κινήσεις που θα πρέπει να κάνουν όλοι μαζί, διαφορετικά όσοι δεν προσέχουν η αφαιρούνται φεύγουν απο τον κύκλο χωρίς να το καταλαβαίνουν, και βέβαια οι τελευταίοι κάνουν τις ολιγότερες κινήσεις

Σε όσους χορούς συμμετείχα και ξεκίναγε σαν ζωναραδικος και εξελισσόταν σε κουλουριαστό όταν ο ρυθμός της περιστροφής γινόταν όλο και πιο γρήγορο όλο και ολιγότερα χορευτές έμεναν στο τέλος για να ολοκληρώσουν τον χορό, οι περισσότερη έφευγαν γιατί καταλάβαιναν ότι ετοιμάζεται να γίνει κάτι που εκείνη δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν, η περιστροφή έπαιρνε τέτοιο ρυθμό που δεν μπορούσαν να τον ακολουθήσουν, παρά μόνο οι πολλή καλοί χορευτές, έτσι και εγώ έφευγα από τον κύκλο, εδώ στην καρδιά, στην πηγή της θρακιώτικης μουσικής και του θρακιώτικου χορού όταν άρχισε να παίζουν τον ζωναραδικο  μπροστά και πρώτος ξεκίνησε ο Βασίλης, ένα γεροδεμένο παληκάρι και  καλός χορευτής και φρέσκος Γκαϊτατζής, που περισσότερο χόρευε όλους τους θρακιώτικους σκοπούς παρά τους τσαμπούναγε με την γκάιντα του, που παρεμπιπτόντως δεν την είχε φέρει μαζί του,

Έτσι όταν ξεκίναγε ζοναραδικος χορός ο Βασίλης πάντα όρθιος και εγώ από κοντά του μαζί με μερικούς άλλους ορεξάτους χορευτές, έτσι σιγά σιγά ξεθάρρευα και συμμετείχα  σε όλο και περισσότερους θρακιώτικους χορούς, το πιο εντυπωσιακό ήταν όταν μπροστά έμπαιναν ντόπιοι χορευτές, οι μουσικοί, που έδιναν τον ρυθμό του χορού, που φυσικά ήταν πολλή πιο αργός ρυθμός από αυτόν που μας έχουν μάθει και μας έχουν διδάξει οι δάσκαλοι στα χορευτικά, θες η μεγάλη τους ηλικία ίσως, πάντως ο ρυθμός ήταν αργός και απαλός, τέτοιος που να μπορέσει και ο πιο αργοκίνητο χορευτής να τον ακολουθήσει.

Συνήθεια των χορευτικών στην Αθήνα είναι η μουσική να συνεργάζονται με τους χορευτές σε σημείο που οι χορευτές να δίνουν εντολή στους μουσικούς κάνοντας τους σινιάλο με το χέρι του ο πρώτος χορευτής, σηκώνει το δάκτυλο του και το δείχνει στον μουσικό κάνοντας το δάκτυλο του να περιστρέφεται, δηλώνοντας του πως να συνεχίσει για το μουσικό μοτίβο για να μπορέσουν οι χορευτές να κάνουν τις φιγούρες τους ώστε να μετατρέψουν τον ζωναραδικο σε κουλουριαστό, θυμάμαι ήταν στην γκάιντα ένας παλιός μουσικός, από τους εναπομείναντες της Θράκης, και έπαιζε με την γκάιντα του, εμείς με τον Βασίλη μπροστά χορεύαμε και ο Βασίλης σηκώνει το δάκτυλο του και κάνει το σήμα πως θέλει να συνεχίσει το μοτίβο για κουλουριαστό, ο Γκαϊτατζής όμως το χαβά του, έκανε ότι ήθελε αυτός αδιαφορώντας για το τη του έλεγαν οι χορευτές, ξανά ο Βασίλης το χέρι του με το δάκτυλο μα ο Γκαϊτατζής τίποτα, αδιαφορία, έτσι δεν ολοκληρώσαμε εκείνη την προσπάθεια τον ζωναράδικο να τον μετατρέψουμε κουλουριαστό.

Αργότερα συζητώντας με την Σμαράγδα έμαθα πως ο συγκεκριμένος μουσικός αρνείται να συνεργάστηκε με τους χορευτές, και μάλιστα σε άλλη περίπτωση τσακώθηκε κιόλας, τονίζοντας μου πως ο μουσικός είναι κάτι το αυτόνομο, δεν του καθορίζουν την στάση οι χορευτές αλλά η διάθεση του και μόνο, εμείς είμαστε συνηθισμένοι από την στάση των Αθηναίων μουσικών που κάνουν ότι τους λένε οι χορευτές, μια και είναι αυτοί που πληρώνουν, και γιαυτό καθορίζουν το τι θα κάνουν οι μουσικοί, γιατί εάν δεν τους κάνουν τα γούστα απλά δεν θα έχουν δουλειά αύριο, έτσι υποκύπτουν στις θελήσεις των χορευτών χωρίς άρνησης, αυτός ο παλιός μουσικός μας έδειξε μια αξιοπρεπέστατη στάση μουσικού λέγοντας μας “είμαι και εγώ εδω και έχω τα δικά μου γούστα και όχι μόνο τα δικά σας” αδιαφορώντας για το τι του λέγαμε εμείς οι χορευτές.

Το γλέντι τράβαγε μέχρι και μετά της δυο τα ξημερώματα πολλές φορές, εντυπωσιακό ήταν όταν φεύγοντας από την “Λάδη”, ένα χωριό είκοσι χιλιόμετρα μακριά από το Διδυμότειχο, μόνιμοι κάτοικοι και καλοκαιρινή επισκέπτες με μια φωνή μας φώναζαν “γιατί φεύγετε ρε παιδιά, και τώρα εμείς τη θα κάνουμε, αν το ήξερα, μας λέει μια νεαρή κοπέλα θα έφερνα και τους φίλους μου από την Θεσσαλονίκη του χρόνου εάν θα ξανά έρθετε θα είμαστε περισσότεροι” στα μάτια τους βλέπαμε την αναζήτησή της παρέας, μια ελπίδα να διώξουν την μοναξιά τους, τα όργανα για αυτούς εκείνη την βραδιά ήταν μια υπέροχη καλοκαιρινή αναλαμπή που δεν ήθελαν να σταματήσει έτσι απότομα, ήθελαν να συνεχίσουμε αλλά και εμείς κάποτε πρέπει να φύγουμε ήταν καιρός πια.

Επίσκεψη στο Σουφλί
Η ζέστη συνεχιζόταν αφόρητη και αρχίσαμε να αναζητούμε θάλασσα μα η θάλασσα ήταν μακριά μας, την επομένη το πρόγραμμα είχε  επίσκεψη στην κοντινότερη πόλη μας το Σουφλί, μια κυρία ανέλαβε να μας ξεναγήσει στα κουκουλάρικα σπίτια και εργαστήρια της πόλις, στα σπίτια που φιλοξενούσαν τους μεταξοσκώληκες όπου και μεγάλωναν, όπως  και στα μουσεία, πήραμε μια γεύση για την δυναμική που είχε κάποτε το Σουφλί τον καιρό που τα σύνορα σε αυτήν την περιοχή δεν υπήρχαν, τα εμπορεύματα ανταλλάσσονταν ελεύθερα μεταξύ των τούρκικων πόλεων, της Βουλγαρίας και των γύρω χωρών της βαλκανικής.

 Το Σουφλί ήταν ένας δυναμικός παραγωγικός κόμβος, μάρτυρας αυτής της εποχής ήταν τα κουφάρια βιομηχανικής παραγωγής που στέκουν άδεια και διάσπαρτα στην πόλη του Σουφλίου. Το μεσημεριανό φαγητό έγινε σε μία από τις ταβέρνες της πόλης, που όπως καταλαβαίνεται το μετατρέψαμε σε κανονικό μεσημεριάτικο γλέντι, και πως να γινόταν διαφορετικά όταν η παρέα μας ήταν όλοι τους μουσικοί με γνώση και διάθεση να παίζουν και να γλεντούν με την θρακιώτικη μουσική; και πάλι ο Βασίλης ήταν μπροστάρης και κυρίαρχος στο χορό, τώρα συμμετείχε ενεργά στο χορό και η κυρία Παναγιώτα, η κατά κάποιον τρόπο ξεναγός μας στην πόλη του Σουφλίου, είχε την καλοσύνη και την υπομονή να μας ξεναγήσει σε όλα τα παλιά μικρά και μεγάλα κουκουλάρικα σπίτια του Σουφλίου.

Όταν ήμουν στρατιώτης η μόνιμη απειλεί για τους μονίμους και τους έφεδρους οπλίτες και αξιωματικούς ήταν “πρόσεξε καλά γιατί θα σε στείλω στο Σουφλί” έτσι οι Αθηναίοι το Σουφλί το είχαμε στον νου μας σαν φόβητρο, σαν μια πόλη που δεν πρέπει να πάει κανείς μας με κανένα τρόπο, σαν πόλη φόβητρο, σαν μια  πόλη έκτρωμα, σήμερα βλέποντας την πόλη και με τον τρόπο που την είδα και ξεναγήθηκα μπορώ να πω πώς είναι μία υπέροχη πόλη, μια όμορφη επαρχιακή πόλη που θα μπορούσε να κατοικήσει ο καθένας μας, θα έλεγα πώς μετά την ξενάγηση και την ενημέρωση που είχαμε από την Παναγιώτα καταρρίφθηκε ο κακός αυτός μύθος της πόλης φόβητρο που είχα στο μυαλό μου.


Το βράδυ είχαμε πρόσκληση από ένα ζευγάρι κατοίκων της πόλης του Διδυμότειχου  σε ένα υπέροχο παραδοσιακό σπίτι με ένα καταπληκτικό  εσωτερικό κήπο που φιλοξένησε όλους τους συμμετέχοντες του σεμιναρίου σε μια τελευταία για μας συζήτηση για την πορεία της παραδοσιακής μουσικής σήμερα, με πολλά ερωτήματα από τους συμμετέχοντες, με την βραδινή τελευταία για μας συζήτηση που έγινε μεταξύ ενός ποτηριού κρασιού και λίγους ξηρούς καρπούς, έκλεισε ο κύκλος του σεμιναρίου για εμάς που περισσότερο είμαστε επισκέπτες και ολιγότερο μουσικοί.

Θα ήταν μετά της δώδεκα όταν παρέα με τον Δημήτρη και άλλα παιδιά του σεμιναρίου κάναμε βόλτα στην πόλη, ησυχία παντού, καλοκαίρι, άγουστος μήνας ζέστη και ο κόσμος μέσα στα σπίτια βλέπει τηλεόραση, δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος πουθενά μια πρωτόγνωρη ησυχία άγνωστη για ανθρώπους της πόλης άλλες συνήθειες εδώ στον βορά. Αφήσαμε την ζεστή αλλά κατά τα άλλα ήσυχη πόλη του Διδυμότειχου και κατεβήκαμε προς την Αθήνα με την πολυκοσμία της και τις παραλίες της  που μας είχαν λήψη.
όλες οι φωτογραφίες είναι εδώ 
και όλα τα video είναι εδώ 
Κώστας Στουμπιάδης
21 Αυγούστου ημέρα Δευτέρα 2017



Δεν υπάρχουν σχόλια: