Πρώτος στόχος Χαλκίδα
Πλησίαζε το άγιο Πάσχα των Ελλήνων, και ως συνήθως αυτό τον καιρό πάντα εδώ και χρόνια διάλεγα την εποχή για ένα ταξίδι ποδηλατικό, άλλοι πήγαιναν στα εξοχικά τους για να τα καθαρίσουν και να τα προετοιμάσουν για το Πάσχα αλλά εγώ στον κόσμο μου έκανα τα δικά μου σχέδια. Ήταν μια διαδρομή που πάντα την είχα στο μυαλό μου να την κάνω και όλο την ανέβαλα, είπα, δεν πάει άλλο θα το κάνω, εκείνο το διάστημα είχαμε «πνιγεί» στις ειδήσεις,τα Μ.Μ.Ε μας είχαν σπάσει τα νεύρα, παντού πρόσφυγες παντού θλίψη πείνα και φτώχεια, είπα ας κάνω ένα ταξίδι για να ξεφύγω έστω προσωρινά, για λίγο από αυτό το θλιβερό κλήμα που επικρατούσε παντού, ξέρω τι θα πείτε, “ο κόσμος εδώ καίγεται και δεινοπαθεί και εσύ στον κόσμο σου;” εντάξει συμπάσχω όπως μπορώ, έστω και για λίγο ας μου επιτραπεί να ξεφύγω για λίγες ημέρες μια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο απ αυτά που τότε έκαναν οι “δομές” που είχαν διαμορφωθεί.
Η ιδέα της εκδρομής μου είχε δημιουργηθεί από μια εκδρομή που έκανα προς την Κάρυστο με το αυτοκίνητο μου με κατεύθυνση προς τους Καλυανούς, στον δρόμο βλέπω έναν ποδηλάτη μόνο του, “μπήκα από την Ραφήνα και διέσχιζε όλο τον ορεινό δρόμο προς τον Αρμυροπόταμο, Αλιβέρι, Χαλκίδα και θα βγω Βόλο” τέλος καλοκαιριού ήταν, άδεια είχε και ταξίδευε χωρίς άγχος, τον ζήλεψα, εκεί σκέφτηκα πως, κάποτε θα το κάνω και εγώ αυτό το ταξίδι, “που κοιμάσαι, έχεις σκοινάκι μαζί σου;” Τον είχα ρωτήσει, “είμαι μεγάλος για σκοινάκι ξενοδοχείο και Άγιος ο θεός, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο”.
Εγώ όμως έχω άλλες αρχές, άλλα στάνταρ και αντέχω ακόμα, όλη μου κουλτούρα είναι διαμορφωμένη από την εποχή που η ποδηλατικοί ταξιδευτές ήταν αυτόνομη και ανεξάρτητη από χωριά και ξενοδοχεία, είχε και έχει ενδιαφέρων να ξεφύγεις έστω και για λίγες ημέρες μακριά από τον πολιτισμό, μακριά από σεντόνια και τηλεόραση, όλα αυτά προϋποθέτει να θέλει και να ζητά ο ταξιδευτής την περιπέτεια και την έκπληξη, αυτά έχουν ενδιαφέρων στα ταξίδια, εάν όλα είναι οργανωμένα και “αστραφτερά” τότε το ταξίδι χάνει την μαγεία του, άλλωστε γιαυτό κάνω τα ταξίδια με ποδήλατο, εάν δεν ήθελα προβλήματα θα τα έκανα με το αυτοκίνητο και όλα θα ήταν “λευκά και καθαρά” μα τότε τα ταξίδια θα έχαναν την μαγεία τους και την περιπέτειά τους.
Όλα αυτά ήταν καταγραμμένα και υλοποιημένα από ένα ζευγάρι Γάλλους που έκαναν τον γύρο του κόσμου με ποδήλατα πολλές φορές, έκαναν παιδί κατά την διάρκεια του πολυετούς ταξιδιού τους και συνέχισαν το ταξίδι τους κουβαλώντας το μαζί τους, οι περιγραφές τους για ύπνο σε απόμακρα μέρει του κόσμου στην φύση, σε εξωκλήσια, σε στάβλους, σε οικοδομές και σε υπόστεγα, είναι άπειρες και μοναδικές, αυτό το ζευγάρι ποδηλατών έχει γίνει οδηγός για όλους σχεδόν τους ποδηλάτες του πολυήμερου ποδηλατικού τουρισμού, ένα τέτοιο τρόπο ζωής αποζητούσα και εγώ φεύγοντας για λίγες ημέρες από την Αθήνα και απότην σπιτική μου βολή, ψάχνοντας με το ποδήλατο μου δια μέσω του ταξιδιού περιπέτεια και καινούργιες εμπειρίες.
Φόρτωσα και εγώ το ποδήλατο μου με ότι χρειαζόμουν στης περίπου τέσσερις ημέρες ποδηλατικής βόλτας και ξεκίνησα, από ρουχισμό είχα μαζί μου σχεδόν τα πάντα, από αντιανεμικά, φούτερ, φλις, ακόμα και καγκού για βροχή, σίγουρα είχα μαζί μου την ατομική μου σκηνή και ότι άλλο χρειαζόμουν για τον ύπνο στο ύπαιθρο, οπλίστηκα με κέφι και ψηφιακό χώρο στο τηλέφωνο μου για να χωρέσουν οι φωτογραφίες και τα video που θα τράβαγα σε όλο μου το ταξίδι, και κατά τις έξι το πρωί ήμουν στον σταθμό του Μενιδίου με κατεύθυνση προς την Χαλκίδα.
Το ταξίδι αρχίζει
Μαζί με τους ανθρώπους του μόχθου και της εργασίας πρωί πρωί βρισκόμουν και εγώ ανάμεσά τους, μόνο που εγώ δεν έκανα τίποτε το παραγωγικό παρά μόνο ταξίδευα και φωτογράφιζα, όλοι σε ένα βαγόνι για την Χαλκίδα, μετά από μιάμιση ώρα βρίσκομαι επάνω στην γέφυρα της Χαλκίδας που χωρίζει το νησί από την στεριά, ταχτοποιώ τα πράγματα μου, ρίχνω μια τελευταία μάτια πριν να αρχίσει η βόλτα, οκτώ και κάτι η ώρα, κατευθείαν για μια τυρόπιτα και ένα μπουκάλι νερό μια και ο δρόμος σίγουρα είναι μακρύς και ανηφορικός, η Χαλκίδα μόλις άρχισε να ξυπνά με τους κατοίκους της βιαστικούς να πηγαίνουν ο καθένας στις δουλειές του, αλλά εγώ χαλαρός και ήρεμος απολάμβανα το πρωινό μου, έβλεπα τα νερά του ευβοϊκού κόλπου να τρέχουν προς τα επάνω λες και είναι ποτάμι, πέρασα τα στενά δρομάκια της πόλης και άρχισα να βγαίνω στα περίχωρα και στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί προς την Αρτάκη, και συνεχίζω ακάθεκτος για την ανάβαση του βουνού που έχω μπροστά μου.
Όσο φασαρία είχε η πόλη στο κέντρο της τόσο ήσυχα ήταν στην εξοχή και στα περίχωρα της Χαλκίδας, πέρασα και την Αρτάκη και την διακλάδωση που ανεβαίνει για την Στενή που σε οδηγεί για της παραλίες της Χιλιαδούς και στο υπέροχο Μετόχι και συνεχίζω για την περιοχή που βρίσκεται το ΤΕΙ της Χαλκίδας, μια περιοχή που ήταν γεμάτη μποστάνια και κηπευτικά μπρόκολα λάχανα και άλλα, ήταν ο μικρός κάμπος της Χαλκίδας μια και ο μεγαλύτερος ήταν στον Μαλακόντα, άρχισε να διαφαίνεται μπροστά μου ο μεγάλος όγκος και το θηρίο που έχω να ανέβω η μάλλον να δαμάσω θα έλεγα καλύτερα, Ψυχολογικά ήμουν προετοιμασμένος από την Αθήνα για το βουνό αυτό, ήξερα τη με περίμενε από την ώρα που σχεδίαζα το ταξίδι, έτσι δεν είχα άγχος παρά μόνο ήθελε υπομονή και καλό καιρό, πράγμα απ ότι φαινόταν εκείνη την στιγμή ήταν όλα με το μέρος μου, και ο καιρός ήταν καλός και η όρεξη μου ήταν καλή, η ψυχολογία μου πολύ καλή και κανένας πόνος δεν με ενοχλούσε, άλλωστε δεν είχα Ποδηλατείση παρά μόνο λίγες ώρες
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα
Η ανάβαση άρχισε απαλά σιγά σιγά και χωρίς να το καταλάβω έφτασα στις πρώτες ταβέρνες που σίγουρα ήταν ένα σημείο που οι Χαλκιδείς θα το επισκέπτονται συχνά, εντυπωσιακό ήταν το όνομα μιας ταβέρνας “η ταβέρνα του πεθαμένου” άντε να κάτσεις να φας με όρεξη σε αυτή την ταβέρνα, συνεχίζοντας ο δρόμος με οδηγούσε στο αριστερό και πίσω μέρος του βουνού, κάτι που από κάτω δεν φαινόταν, μια μικρή ανάπαυλα και η ανηφόρα συνεχίζεται ασταμάτητα, η ησυχία είναι απόλυτη, τίποτα δεν διαταράσσει την γαλήνη της φύσης, ο ιδανικός καιρός για ποδήλατο, ούτε πολλή ζέστη, ούτε πολλή ήλιος, μια και ο ήλιος συνεχώς φλέρταρε με τα σύννεφα, που πότε τον έκρυβαν και πότε τον αποκάλυπταν χωρίς αυτό να με ενοχλεί ιδιαίτερα, έτσι τους μόνους ήχους που ακούω τώρα πια ήταν το αγκομαχητό μου και τα πουλιά που κράζουν από πάνω μου προαναγγέλλοντας τον ερχομό μου στα ψηλώματα του βουνού.
Ανεβαίνοντας το βουνό ονειρεύομαι και θυμάμαι
Ψάχνω την μνήμη μου να θυμηθώ πότε ήταν την τελευταία φορά που είχα ανέβει στο βουνό, και βέβαια με αυτοκίνητο, τότε ακόμα με το ποδήλατο δεν είχα καμιά σχέση, ήταν απ ότι θυμάμαι ένα τριήμερο καθαρής Δευτέρας, πήγαμε οικογενειακά στο Πίλη, μετά τον άγιο Γιάννη τον Ρώσο στρίψαμε δεξιά, τι επεισοδιακό τριήμερο και αυτό, ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ανέβηκα σε πάλκο, εξέδρα δηλαδή, σε αυτές τις εξέδρες που ανεβαίνουν οι μουσικοί, και έπαιξα μουσική μαζί με τον γιο μου, τον Βαγγέλη τον Καρύδη, και μερικούς άλλους που τους γνώρισα εκείνο το τριήμερο, τη περιπέτεια και αυτή! Την θυμάμαι και δεν το πιστεύω ακόμα το τη μπορεί να σου τύχει σε ένα τριήμερο. Η ανηφόρα συνεχίζεται το ίδιο και η ησυχία, τώρα ο δρόμος έστριψε δεξιότερα ώστε άρχισα να βλέπω της περιοχές του κάμπου που είχα αφήσει πριν από μία ώρα. Αφού τελείωσε το επεισοδιακό τριήμερο φεύγοντας φτάσαμε στο ψηλότερο σημείο αυτού του βουνού εκεί που θέλω να φτάσω τώρα όπου είχε ταβέρνες και καφετερίες απ’ ότι θυμάμαι, κάτσαμε τότε για ένα αναψυκτικό και ένα γλυκάκι, σε ένα περιβάλλων γεμάτο πεύκα με αρκετό υψόμετρο που θα μπορούσε να είχε και έλατα, άλλα δεν θυμάμαι να είχε, αυτό το σημείο είναι σίγουρο πως αργή πολλή να φανεί μπροστά μου σήμερα, και με τον ρυθμό που ποδηλατώ θέλει κάποιες ώρες ακόμα.
Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι, παρ’ ότι ο ήλιος ακόμα δεν καίει, φαντάσου να ήταν καλοκαίρι σίγουρα θα είχα πλαντάξει, που λέει και η μάνα μου στην διάλεκτο την Κουμιώτικη, ότι εξοχικά σπίτια υπήρχαν στο δρόμο μου τα είχα περάσει, τώρα το μόνο που έβλεπα στον ανηφορικό μου δρόμο ήταν πεύκα και άγρια βλάστηση και κάπου κάπου στην άκρη του δρόμου καμιά ξεχασμένη ταβέρνα που την είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες της. Εκείνο το επεισοδιακό τριήμερο μας είχε φιλοξενήσει μια οικογένεια φίλοι του Βαγγέλη, μαζί μας ήταν και μια οικογένεια σχεδόν μουσικών, η μαμά δασκάλα μουσικής, ο γιος σπούδαζε βιολί η κόρη μάθαινε κλαρίνο, και ο μπαμπάς φυσικομαθηματικός και ερασιτέχνης τραγουδιστής κυρίως στο ηπειρώτικα, ο Βαγγέλης πάντα μαζί του κουβαλούσε ένα μαντολίνο που στα νεανικά του χρόνια είχε μάθει μερικά ακόρντα και με αυτά πορευόταν παίζοντας μερικές μελωδίες στην παρέα όταν βρισκόμαστε, εγώ νομίζω πως εκείνο τον καιρό είχα πάρει ένα μπαγλαμά και τον σκάλιζα λίγο, μα δεν σκέφτηκα να τον πάρω μαζί, αλλά δεν χρειάστηκε απ’ ότι θα περιγράψω.
Το νερό μου έχει τελειώσει και ψάχνω να γεμίσω το παγούρι μου, έξω από μια ταβέρνα που απ’ ότι φαίνεται λειτουργεί, ψάχνω τον ιδιοκτήτη και την βρύση του, ακούω την φωνή του μα δεν τον βλέπω, κάποια στιγμή ξεπετάγεται μέσα από τον κήπο του “όταν δεν έχω δουλειά ποτίζω τον κήπο μου και περνάω την ώρα μου” μου λέει χαμογελαστός και χαρούμενος, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που συναντώ εδώ και δύο ώρες που ανεβαίνω στο βουνό, απ’ την κουβέντα μας συμπέρανα πως κορυφή με της καφετέριες και της ταβέρνες αργεί ακόμη, έχω ανάγκη από ενθάρρυνση και προσπαθώ να πάρω όρεξη και κουράγιο για ποδήλατο από τα λεγόμενά του, η “πραμάτεια μου” στο ποδήλατο επάνω ήταν αρκετή κάτι που με ανάγκαζε να ανεβαίνω με την πρώτη ταχύτητα συνέχεια, το 36 μου γρανάζι είχε ανάψει, δύο βαλίτσες εμπρός και άλλες δύο πίσω μεγαλύτερες και με περισσότερο βάρος, όλα αυτά έκαναν ένα ποδήλατο αρκετά βαρύ και δυσκίνητο, και αυτό το καταλάβαινες μόνο στην ανηφόρα.
Ένα σκυλί με έχει πάρει από πίσω αφότου έφυγα από την ταβέρνα και δεν λέει να με αφήσει με τίποτα, δεν πέρασε λίγη ώρα και έγιναν δύο και το γάβγισμα τους δυναμώνει, η ταχύτητα μου δεν ξεπερνά τα 5- 7 χιλιόμετρα, που να μπορέσω να ξεφύγω! και τα δύο γαβγίζουν ασταμάτητα, δεν είναι τίποτα σοβαρό αλλά μου έχουν πάρει τα αυτιά, δεν μπορεί λέω κάποια στιγμή θα βαρεθούνε να γαβγίζουν και θα φύγουν μια και έχω απομακρυνθεί αρκετά από την ταβέρνα, μια και αυτά ήταν σκυλιά της ταβέρνας και μόνο, ποσά γλυκόλογα τους είπα ούτε που θυμάμαι, κάποια στιγμή με άφησαν στην ησυχία μου και στο αγκομαχητό μου που συνεχιζόταν ασταμάτητα, τηλέφωνο ο φίλος ο Γιώργος, ήταν μια ευκαιρία για να σταματήσω, την είχα ανάγκη “πώς πας; καλά όλα; καλά εντάξει, που βρίσκεσαι; το πέρασες το βουνό; έχεις δρόμο ακόμα κουράγιο” και μερικές ευχές καλού κακού, να είναι καλά γιατί της έχω ανάγκη μια και δεν ξέρα που θα με βγάλει το σούρουπο.
Καθόμαστε στο σπίτι στο Πύλη μέσα τρώγοντας και κάνοντας πλάκες, και κάπου κάπου το βράδυ παίζοντας κυρίως ο Βαγγέλης το μαντολίνο του, έτσι περνάγαμε της βραδιές μας, παραμονή καθαρής δευτέρας κάποιος μας χτυπά την πόρτα, ήταν τα παιδιά του χωριού, αύριο έχουν γιορτή στη κεντρική πλατεία και μας καλούν να πάμε στην αυριανή τους γιορτή, θα έχουν λέει και αναπαράσταση του βλάχικου γάμου, το παλικάρι που μας καλούσε ρίχνει μια ματιά στο σπίτι και βλέπει τα διάσπαρτα όργανα μουσικής που υπήρχαν εδώ και εκεί στο σαλόνι, και μας προτείνει μια και δεν είχαν ορχήστρα για αύριο εάν θέλαμε να ξεκινήσουμε εμείς παίζοντας ένα η δυο τραγούδια, έτσι για να προετοιμάσουμε το κοινό για τον γάμο που θα επακολουθήσει.
Όλοι κοιτάξαμε την δασκάλα της μουσικής που απαντά χωρίς πολλή σκέψη “εντάξει θα έρθουμε” τη ήταν να πει “εντάξει” από εκείνη την στιγμή τέρμα οι βόλτες και το χαλάρωμα, άρχισαν οι πρόβες, μας μοίρασε τα όργανα που θα έπαιζε ο καθένας μας και αρχίσαμε τις πρόβες, εσύ, απ ευθύνεται σε μένα “ξέρεις να παίζεις κανένα όργανο;” ναι ξέρω κιθάρα, “πιάσε την κιθάρα και μπες στο γκρουπ” εκείνη την χρονιά ο Νικόλας μάθαινε τουμπελέκι στο ωδείο της τότε εν ζωή Ριζοπούλου, εσύ Νικόλα το τουμπελέκι, και αρχίσαμε να δένουμε σαν μουσικό σύνολο που θα έπαιζε στο πάλκο, και ο καθένας άρχισε να ξεδιπλώνει τις “μουσικές του ικανότητες” που δεν ήταν και λίγες απ΄ ότι φάνηκε εκ τον υστέρων.
Ο ήλιος έκαιγε αρκετά αν και ήταν λίγες μόνο ημέρες πριν το Πάσχα, να πλησίαζα την κορυφή η έχω πολλή δρόμο ακόμα; αναρωτιόμουνα καθώς ποδηλατούσα στην ανηφόρα, κάθε τόσο από στροφή σε στροφή προσπαθούσα να μαντέψω τη θα έβρισκα στην επόμενη γωνιά, έψαχνα μια ένδειξη κάτι που να μου επιβεβαιώνει της διάθεση μου πως φτάνω στα μαγαζιά που έχει στην κορυφή του βουνού, από μακριά ακούω μηχανή να ρχεται, μες την ησυχία την ακούω να ανεβαίνει φορτσάτι, με φτάνει και με προσπερνά με ταχύτητα, από τον θόρυβο που απομακρύνεται προσπαθώ να καταλάβω για πόσο χρόνο ακόμα θα συνεχίζει να μαρσάρει η μηχανή ανεβαίνοντας, είναι ένας τρόπος να υπολογίσω το πόσο ανηφόρα έχω ακόμα μπροστά μου, έτσι ώστε να προετοιμαστώ ψυχολογικά, ήταν ένας τρόπος υπολογισμού της απόστασης πού μένει, με ένα αυτοσχέδιο υπολογισμό υπολόγισα πως είναι περίπου μία ώρα ακόμα ανηφόρα, απ ότι συμπέρανα από τον ήχο της μηχανής που μόλις πέρασε και υπολογίζοντας την ταχύτητα με την οποία ανέβαινα.
Ξημέρωσε μια ημέρα φοβερή, στο χωριό επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα λόγω των εκδηλώσεων που είχαν ανακοινωθεί, στο σπίτι το ίδιο, πανικός εν όψη της παρουσίασης μας στην πλατεία, παίζαμε και ξανά παίζαμε τα κομμάτια που θα παρουσιάζαμε για να είμαστε μουσικά σωστή, ο τραγουδιστής μας ο κυρ Γιώργος με συνοδεία του κλαρίνου της κιθάρας του μαντολίνου και το τουμπελέκι και με την βασική βοήθεια της δασκάλας μας, που εκείνη την ημέρα έπαιζε και ρόλο μουσικού συντονιστή, και του εμψυχωτή της περίεργης μουσικής ομάδας που δεν είχε ξανά βγει στο πάλκο, ο μόνος που δεν έκανε πρόβες μαζί μας ήταν το βιολί, αυτός τα ξέρει έλεγε η Δασκάλα μας, εμένα μού είπε τα ακόρντα που θα παίζω στα κομμάτια που θα παίξουμε και ήμουν εντάξει, για να είμαι ειλικρινείς είχα εντυπωσιαστεί και εγώ με την μουσική ετοιμότητα μου μα περισσότερο η δασκάλα μου, βλέπεις ήταν το γενικότερο μουσικό κλίμα που με είχε παρασύρει και μας είχε βάλει όλους σε ένα ρυθμό πρωτόγνωρο, ο μόνος που δεν είχε πρόβλημα τουλάχιστον μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν ο Νικόλας ο γιος μου, παρακολουθούσε και συμμετείχε στις πρόβες αδιαμαρτύρητα και με μεγάλη ευχαρίστηση.
Τώρα πλησίαζα την κορυφή, το ένιωθα, το αισθανόμουν, το μυριζόμουν, η κλήση του δρόμου είχε μικρύνει, ποδηλατούσα σχεδόν ευθεία, η θαμνώδη βλάστηση ήταν αραιή μεγάλα δέντρα εδώ και εκεί με χέρσα μεγάλα κομμάτια γης, δήγμα πως εδώ κάποτε είχαν καλλιεργήσει τον τόπο, τον είχαν αποψιλώσει από τους θάμνους και την χαμηλή βλάστηση, τα δένδρα υπήρχαν που και πού, να και μερικά σπίτια, όλο και πλησίαζα σε πλάτωμα αλλά η δυσκολία δυσκολία, αλλά και μόνο με την αίσθηση πως πλησιάζω η κούραση άρχισε να γλυκαίνει, σαν να νιώθω πιο ξεκούραστος μόνο που σκέφτομαι ότι έφαγα αυτό το τεράστιο βουνό, το είχα στο μυαλό μου από την αρχή του ταξιδιού μου, πώς θα περάσω αυτό το τέρας; και πόση ώρα θα μου φάει; το ότι θα το ανέβαινα ήταν σίγουρο, το μεγάλο ερώτημα ήταν πόσες ώρες θα μου έπαιρνε, αυτό ήταν το ζητούμενο.
Θα ήταν περασμένες μία το μεσημέρι και είχα ξεκινήσει από της ενεά το πρωί από την Χαλκίδα και τώρα πλησιάζω την κορυφή, έψαχνα να βρω της παλιές μου εικόνες από την τελευταία μου επίσκεψη, άλλα όλα είχαν αλλάξει, ο τόπος έρημος και τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά, ίσως ανοίγουν το καλοκαίρι κάποια, άλλα πάλι τα έφαγε η κρίση, τα ταξίδια μειώθηκαν, τα χρήματα όλων μας το ίδιο, όπως και τα κέρδη των ιδιοκτητών, έτσι τα έκλεισαν μια και λίγοι ταξιδιώτες σταματούν στης μέρες μας στην κορυφή του για ένα καφέ όπως κάναμε και εμείς εκείνη την καθαρή Δευτέρα ερχόμενοι από το Πήλι.
Φύγαμε από το σπίτι παίζοντας τα όργανα μας κάνοντας πατινάδα όπως λέγεται, και παίζοντας το “σήμερα γάμος γίνετε” πηγαίνοντας προς την πλατεία του χωριού που ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος, ο κόσμος στο δρόμο μας έβλεπε σαν ένα όμορφο αλλά περίεργο γεγονός για τα δεδομένα του χωριού, φτάνοντας διαπιστώνουμε πως τα μόνα μικρόφωνα στην εξέδρα ήταν δυο, που σημαίνει πως ότι παίζαμε θα προσπαθούσε να βγει με ότι έπιαναν τα δύο μοναδικά αυτά μικρόφωνα, έρχεται το παλικάρι που μας είχε καλέσει και μας λέει “είσαστε εντάξει;” απ ότι φαινόταν αυτός που δεν ήταν εντάξει ήταν ο ίδιος, μια και μύριζε από μακριά έντονα κρασί, φαίνεται ο καημένος για να πάρει θάρρος να κάνει αυτές της αποκριάτικες δραστηριότητες έπρεπε να φτιαχτεί, να μεθύσι, και με αυτό να απελευθερωθεί η γλώσσα του και το σώμα του, δεν εξηγείτε αλλιώς το πόσο “λιώμα” ήταν τέτοια ημέρα και τέτοια ώρα.
Από τα μικρόφωνα ακούμε “και τώρα το μουσικό συγκρότημα του χωριού μας” χειροκροτήματα από κάτω, εμείς κοιταζόμαστε μετάξι μας, άλλοι να γελάνε άλλη να αγωνιούν για το τη θα βγάλουμε εκεί επάνω όπως εγώ, για μια στιγμή γυρίζει ο γιος μου προς το μέρος μου, έρχεται στο αφτί και μου λέει “τώρα τι θα κάνουμε ρε μπαμπά, στ’ αλήθεια θα ανέβουμε εκεί επάνω; είμαστε στα καλά μας ρε μπαμπά” έβαλα τα γέλια και προσπάθησα να του δώσω θάρρος “τώρα Νικόλα ανεβαίνουμε επάνω και ότι βγει, πάμε και θα δούμε, άσε τα ερωτήματα, ούτε και εγώ ξέρω τη είμαστε” ήρθε η ώρα που έπρεπε να ανεβαίνουμε επάνω στην εξέδρα, από κάτω κόσμος πολύς να μας κοιτά περίεργα και όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μας, παίρνουμε την θέση μας, η δασκάλα, η ο μαέστρος μας θα έλεγα καλύτερα, από κάτω προσπαθούσε να μας συντονίσει, και αρχίζουμε να παίζουμε, ο καθένας τον ρόλο του,
Δίπλα μου ήταν ο γιος της δασκάλας που έπαιζε βιολί, μα έπαιζε ένα υπέροχο βιολί που για μια στιγμή γυρίζω να τον προσέξω καλύτερα, με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ αυτό το παιδί με της ικανότητες του στο βιολί, κάτι που της ημέρες που κάναμε της πρόβες δεν μου είχε τραβήξει την προσοχή, το ίδιο και το κλαρίνο, η κόρη της δασκάλας μας, με το κλαρίνο της γέμιζε με ήχους την εξέδρα, και γενικά παρουσιάσαμε ένα υπέροχο σύνολο, όλα τα λεφτά ήταν ο τραγουδιστής μας αυτός ο καλός κύριος που της προηγούμενες ημέρες ήταν χαλαρός τώρα τραγούδαγε τα ηπειρώτικα τέλεια, και με προφορά μάλιστα μια και καταγόταν βλέπεις από εκείνα τα μέρει.
Δεν είπαμε πολλά τραγούδια γιατί ο μεθυσμένος υπεύθυνος των αποκριάτικων δρώμενων του χωριού μας ευχαρίστησε και μας κατέβασε από την εξέδρα σχεδόν κλοτσηδόν, στην αρχή αναρωτηθήκαμε εάν κάτι δεν του άρεσε η το κρασί δεν του άφηνε περιθώρια για λεπτότητες και καλούς τρόπους, η εκτίμηση της δασκάλας μας που μας άκουγε από κάτω μας είπε πώς ακουγόμαστε τέλεια, υπέροχα, ίσως μας το έλεγε για να μας ανεβάσει το μουσικό μας ηθικό, γιατί από την πλευρά του γιου μου και εμένα δεν θα είχε συνέχεια τουλάχιστον μέχρι σήμερα κάτι ανάλογο.
Καθόμουν στην κορυφή του βουνού που με είχε κουράσει για να το ανέβω και τα σκεφτόμουν όλες αυτές τις υπέροχες αναμνήσεις, τώρα καθόμουν λίγο έξω από την καφετέρια και σκεφτόμουν όλα αυτά τα γεγονότα που παρ ολίγον να γινόμουν μουσικός, σήμερα ήταν όλα κλειστεί και άδεια, και από κόσμο και από οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα, ήπια λίγο νερό και ξεκίνησα για την υπέροχη και λαχταριστή κατηφόρα που την ονειρευόμουν ώρες τώρα πώς και πώς, και να που τώρα κατεβαίνω χαλαρά και όμορφα, αγναντεύοντας την υπέροχη φύση το πλούσιο πευκοδάσος που φτάνει μέχρι κάτω στην θάλασσα.
Η κατηφόρα αρχίζει
Η ανηφόρα με είχε κάνει μούσκεμα έπρεπε να φορέσω κάτι μέχρι πάλι το έδαφος να ισιώσει και να μειωθεί η ταχύτητα μου, μα για κάτι τέτοιο έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ο ήλιος είχε κυριαρχήσει στην μάχη του με τα σύννεφα, απ αυτή την πλευρά του βουνού ήταν όλα λουσμένα στον ήλιο και στο φως, χαιρόσουν να τα βλέπεις όλα φωτεινά και πράσινα ως που έβλεπε το μάτι σου, πέρα μακριά καταπράσινα και δασωμένα, ήταν κάτι που το είχα κερδίσει με το μυικό μου σπαθί και τώρα έπρεπε να το απολαύσω, κατέβαινα φρενάροντας δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η όμορφη κατηφόρα γρήγορα, ήθελα να την καθυστερήσω όσο μπορώ, κατεβαίνοντας στο πρώτο μαγαζί που βρήκα σταμάτησα για λίγο νερό, ενώ είχα, ήταν ένας ακόμα τρόπος να καθυστερήσω λίγο ακόμα την κατάβαση μου, έψαχνα τρόπους να καθυστερήσω, να πάρω όσες μπορώ περισσότερες εικόνες στην μνήμη μου.
Αφού πέρασα τις μεγάλες κατηφόρες έφτασα στα ισιώματα και τα πλατώματα πριν τον χωριό Προκόπη και αφού πέρασα το στενότερο σημείο του ποταμού που έμοιαζε σαν φαράγγι, και στο αριστερό μέρος του δρόμου είχε μεταλλικά προστατευτικά για προστασία από τις κατολισθήσεις, βγήκα στο πλάτωμα το χωριού Προκόπη, το ποδήλατο κατέβαινε μόνο του, το μόνο που έκανα εγώ ήταν να φρενάρω να φωτογραφίζω και να χαίρομαι την εικόνα και την πλούσια βλάστηση που απλωνόταν μπροστά μου, χαιρόμουν την ελευθερία, και την ανεξάρτητη αίσθηση που σου δίνει η μετακίνηση με το ποδήλατο, μια ελευθερία μοναδική, ότι μπορώ να κοιμηθώ όπου θέλω και να πάω όπου θέλω με αυτό το υπέροχο όχημα που το μόνο που θέλει είναι υπομονή και ελεύθερο χρόνο, να έχεις διάθεση να βλέπεις καινούργιες εικόνες και να γνωρίζεις καινούργια μέρει και νέους ανθρώπους.
Έφτασα στην διακλάδωσή που πηγαίνει προς το Πύλη και την Βλαχιά, την προσπέρασα και κατευθύνθηκα προς το κέντρο του χωριού Προκόπη αυτή η κωμόπολη ήταν τυχερή, λόγο του ποταμού είχε μεγάλα πλατώματα μεγάλες πλατείες και χώρους για σχολεία πάρκα γήπεδα συγκριτικά με άλλες ορεινές περιοχές, όλη η πόλη αναπτυσσόταν σε ένα τεράστιο πλάτωμα που είχε διαμορφωθεί από τα φερτά υλικά που κατέβαζε το ποτάμι στα χιλιάδες χρόνια που τρέχει προς την θάλασσα, περνώντας στην άκρη την πόλης γεμίζοντας την πόλη με πλατάνια και τρεχούμενα νερά, σε ένα καφενείο έκατσα για μια μπύρα και ένα μεζεδάκι να πάρω δυνάμεις να ξεδιψάσω και να συνεννοηθώ με τον εαυτό μου το τι θα κάνω και πόσο θα πρέπει να προχωρήσω ακόμα τη χρόνους έχω και τη όρεξη ο ίδιος έχω μια και μέχρι τώρα είχα κάνει περίπου 50 χιλιόμετρα, επιβάλετε να ανασυγκροτήσω της δυνάμεις μου.
Χωριό Προκόπη, άγιος Γιάννης Ρόσσος
Έπινα την μπύρα μου και έβλεπα τους κατοίκους της πόλης να πηγαίνουν η να γυρνούν από τις δουλείες του μια και ήταν μεσημέρι, άλλοι πάνε σπίτι και άλλοι πάλη πηγαίνουν στην δουλειά τους, εγώ αραχτός, έπινα και κοίταζα τα παιδιά που γύριζαν από το σχολείο και τράβαγαν για τα σπίτια τους, εγώ με όλα μου τα υπάρχοντα φορτωμένα στο ποδήλατο έψαχνα της ορέξεις μου και την διάθεση μου σίγουρα ήθελα να συνεχίζω, να έμενα στον Άγιο Προκόπη για να διανυχτερεύσω δεν το έβλεπα, άλλωστε σε οκτώ χιλιόμετρα ήταν το Μαντούδι που είναι και παραλιακό, τη ήταν; ένα πέταμα, θα συνεχίσω σκέφτομαι, όσο έχω όρεξη και όπου βαρεθώ θα κάτσω να διανυχτερεύσω, την μόνη προϋπόθεσή που έβαζα για την διανυκτέρευση μου ήταν να έχει κάτι να φάω, ένα μαγαζί, μια ταβέρνα η κάτι τέτοιο, για τα υπόλοιπα έχω την δυνατότητα να τα καλύψω εγώ, το μόνο που δεν μπορώ να κάνω και θέλω να το απολαύσω είναι το φαγητό, χαιρέτησα τον Άγιο Προκόπη και συνέχισα για Μαντουδη.
Μορφολογικά το έδαφος ήταν ευθεία χωρίς καμιά δυσκολία, έτσι χωρίς να το καταλάβω έφτασα στην θάλασσα έξω από το Μάντούδη με κατεύθυνση προς Αγιά Άννα, εικόνες όμορφες, το βουνό και η θάλασσα σμίγουν και αγκαλιάζονται σε υπέροχους συνδυασμούς, τώρα βρίσκομαι στο βόρειο μέρος της Εύβοιας, αφήνω την παραλία και αρχίζουν τα όμορφα καταπράσινα λιβάδια να αγκαλιάζουν τις διάσπαρτες κατοικίες που βρίσκονται έξω από το Μαντούδη, το έδαφος άρχισε να ανηφορίζει ελαφρά και σιγά σιγά αφήνοντας πίσω μου την θάλασσα και μπαίνοντας στα πιο δασωμένα μέρη. Παρ’ ότι ήταν μεσημέρι και ο ήλιος ήταν κατακόρυφα η ζέστη δεν ήταν ιδιαίτερη, άλλωστε βρισκόμουν στην καρδιά της άνοιξης, η διάθεση μου στα ύψη, είχα περάσει το μεγάλο “σκόπελο” και έβλεπα την μία όμορφη εικόνα μετά την άλλη, ήταν καταμεσήμερο μέσα στην φύση και εγώ ήμουν σε απόλυτη επαφή μαζί της.
Ένιωθα μια εσωτερική ευχαρίστηση ανεξήγητη, το ποδήλατο έρρεε στην άσφαλτο του μεσημεριού χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, το μόνο πια που με ενδιέφερε εκείνη την στιγμή ήταν να φωτογραφίσω ότι έβλεπα να αφουγκράζομαι την φύση και της μυρουδιές της και τους ήχους της, γιατί το ποδήλατο είναι το μόνο μέσων μετακίνησης που σου επιτρέπει να αφουγκράζεσαι πραγματικά την φύση, να την “ακουμπάς” να την νιώθεις να γίνεσαι ένα μαζί της, είναι ένα μέσο μεταφοράς χωρίς ήχους, και χωρίς ρύπους, σε απόλυτη συνάφεια με το φυσικό περιβάλλον, και εάν συνδυαστεί η γαλήνη της Φύσης με την εσωτερική γαλήνη του ποδηλάτη νομίζω φτάνει κανείς σε υψηλά επίπεδα απόλαυση.
Όλες οι πληροφορίες που είχα έτειναν σε ένα βασικό συμπέρασμα, πως το μοναδικό μαγαζί που θα μπορούσε να μου φτιάξει κάτι να φάω ήταν μόνο στην “Αγιά Άννα”, όλα τα ενδιάμεσα χωριά μέχρι εκεί δεν έχουν ούτε καντίνα αυτήν την εποχή, ήταν πια ξεκάθαρο πως η οικονομική κρίση και τα οικονομικά μέτρα είχαν φέρει τα αποτελέσματά τους, την σχεδόν διάλυση της επαρχίας, εκτός από το καλοκαίρι τους υπόλοιπους μήνες τίποτε δεν λειτουργεί, ακόμα και στις τουριστικές περιοχές όπως είναι αυτές, στην παραλία της Αγίας Άννας σίγουρα έχει πολλά μαγαζιά για φαγητό μόνο που ο δρόμος που θέλω να συνεχίσω είναι στα ορεινά της, μια και συνεχίζει από εκεί και πέρα για τους Ωρεούς Πευκή και συνεχίζοντας θα φτάσω στον Αγιόκαμπο.
Είχα βάλει πλώρη για το επόμενο χωρίο “Κήρινθος” ένα χωριό όχι τίποτα ιδιαίτερο αλλά το όνομα του είχε κάτι το αρχαιοπρεπές, από μόνο του σε προετοίμαζε πως θα έβλεπες κάτι από την αρχαιότητα, αλλά δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερα, ένα απλό χωριουδάκι, το προσπέρασα αδιάφορα και έβαλα στόχο για Στροφιλιά, μια διακλάδωση που την έχω περάσει ένα σορό φορές, είναι ένα κομβικό σημείο που χωρίζει αυτό το κομμάτι της Εύβοιας στα δυο, ο ένας δρόμος αριστερά έχει κατεύθυνση για Λίμνη Ευβοίας,, και συνεχίζοντας φτάνεις Αιδηψό και συνεχίζοντας φέρνεις βόλτα αυτό το κομμάτι της Εύβοιας, εάν πάλι πάρεις το δεξί δρόμο φτάνεις Αγιά Άννα που ήταν ο σημερινός μου στόχος, και συνεχίζοντας περνάς Ιστιαία, Ωραιούς και πάλι φέρνεις βόλτα και φτάνεις στα Λουτρά της Αιδηψού, ο τελικός μου προορισμός για την Εύβοια ήταν ο Αγιόκαμπος μια και είχα βάλει στόχο το Βόλο.
Ο στόχος της Αγίας Άννας για να διανυκτερεύσω ήταν νομίζω εφικτός, με λίγη προσπάθεια, σίγουρα θα ήμουν εκεί κατά το απόγευμα, τώρα για ύπνο και φαγητό σίγουρα κάτι θα βρω, όπως λένε όλες οι πληροφορίες που συγκεντρώνω από την επαφή που έχω με τους ντόπιους, πότε σε βενζινάδικα και πότε από κατοίκους που συναντώ. Μια σύντομη κουβέντα μαζί τους παίρνεις δυνάμεις λίγο δροσερό νερό άλλα πάνω απ’ όλα πληροφορίες για την συνέχεια της διαδρομής που έχεις να διανύσεις και ιστορικές πληροφορίες για την περιοχή που βρίσκεσαι εκείνη την στιγμή.
Όσο πλησίαζα τον τελικό μου στόχο τόσο οι δυνάμεις μου έπεφταν, είναι μια περίεργη ψυχολογική διαδικασία γιατί στην πραγματικότητα δυνάμεις υπήρχαν και μάλιστα αρκετές, εάν για παράδειγμα έβαζα ένα μακρύτερο στόχο σίγουρα θα είχα δυνάμεις και για αυτόν, μα τώρα ήμουν ψυχολογικά προετοιμασμένος οι δυνάμεις μου να τελειώσουν στην Αγία Άννα και περίμενα ώρα την ώρα να φτάσω, έτσι πέρασα και την Στροφιλιά και δεν βρήκα ένα μαγαζί για ένα νερό, ήταν βέβαια τέσσερις το απόγευμα και στα χωριά συνηθίζεται να κάνουν τον μεσημεριανό τους υπνάκο, το σίγουρο είναι πως είναι τόσοι λίγοι κάτοικοι της “Στροφιλιάς” που δεν φαίνεται καμία ιδιαίτερη ανθρώπινη δραστηριότητα τέτοια ώρα. Ο ήλιος συνέχιζε να είναι καυτός παρ΄ ότι είναι άνοιξη λίγο πριν το Πάσχα αλλά η εσωτερική μου θερμοκρασία είχε ανέβει και αισθανόμουν πως ήταν καλοκαίρι, μερικές φορές, αναρωτιόμουν που είναι οι τουρίστες.
Βρισκόμουν μπροστά σε μια ευθεία ελαφρός ανηφορική μα ατελείωτη, η έτσι μου φαινόταν τουλάχιστον εμένα, εγώ να ποδήλατο ασταμάτητα με όλο μου το φόρτωμα, ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι ο ήλιος να με έχει αρπάξει στο πρόσωπο και να καίω λες και είναι καλοκαίρι, ο δρόμος ευθεία και στις δυο πλευρές του πεύκα ατελείωτα και η ευθεία να συνεχίζει, τα πράγματα μου να γίνονται όλο και πιο βαριά λες και μέσα είχα βάλει πέτρες, η κούραση βλέπεις παίρνει διάφορες μορφές, τα πεύκα με έχουν σχεδόν σκεπάσει και δεν βλέπω παρά μόνο τον δρόμο, συνεχίζω όλο και πιο δύσκολα όλο και βάζοντας μεγαλύτερη προσπάθεια όλο και χρησιμοποιώ μεγαλύτερο γρανάζι, και λογικά όλο και πιο σιγά να πηγαίνω, αλλά να πηγαίνω και όλο να φαίνεται η ευθεία ατελείωτη.
Ώσπου κάποια στιγμή ο δρόμος με έφερε μπροστά σε ένα ξυλουργείο που εκείνη την στιγμή έκοβε ξύλα, “για την παραλία της Αγίας Άννας ευθεία, για το χωριό αριστερά επάνω” κοιτάζω αριστερά και βλέπω μπροστά μου μια ανηφόρα άλλα δεν με ένοιαξε καθόλου, χάρηκα που μου είπε πως έφτασα στο χωριό “άλλα 300 μέτρα και μπήκες στο χωριό φίλε” λέω, έκανα τόσα χιλιόμετρα και θα κολλήσω σε αυτά τα λίγα μέτρα; Και άρχισα να ανεβαίνω, και να ανεβαίνω και η ανηφόρα να μεγαλώνει, η κλίση της να γίνεται ακόμα δυσκολότερη και ακόμα πιο δύσκολη και τέλος να μην έχει.
Για πρώτη φορά είχα βάλει όλα μου τα γρανάζια και το ποδήλατο ίσα που τσούλαγε, είχα βάλει όλες μου τις δυνάμεις, είχα εξαντληθεί σταμάταγα έπαιρνα ανάσες έπινα νερό και συνέχιζα να βάζω όλη μου την δύναμη των ποδιών μου για να τσουλήσει το ποδήλατο άλλα εκείνο εκεί, ακίνητο, ίσα που κουνιόταν, είχα εξαντληθεί, η ανηφόρα έδειχνε πως είχε τελειώσει άλλα στο χωριό δεν είχα μπει, έβλεπα το σημείο που τελείωνε η ανηφόρα άλλα αδυνατούσα να ανέβω με το ποδήλατο Καβάλα, ήμουν τόσο εξαντλημένος που δεν μπορούσα να ποδηλατώ πια, ήταν αδύνατον! Έτσι κατέβηκα και άρχισα να το σπρώχνω το ποδήλατο μου με τα χέρια, κάτι που δεν το είχα ξανακάνει σε καμία άλλη βόλτα μέχρι τώρα, όπου κόλλαγε έβαζα το 34 γρανάζι και πήγαινε το ποδήλατα με μόνο το βάρος του ποδιού μου χωρίς ιδιαίτερη δύναμη, τώρα βάζοντας όλες μου της δυνάμεις ήταν αδύνατον να προχωρήσω και ήταν αυτό που με είχε εξαντλήσει.
Χωριό Αγιά Άννα
Επιτέλους έφτασα στο κέντρο του χωριού ήμουν στην μέση της πλατείας και έψαχνα να ακουμπήσω κάπου, να πάρω ανάσα, να πιω ένα αναψυκτικό, ένα νερό, να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου, μέσα στην πλατεία ψυχή δεν κουνιόταν, τα μαγαζιά κλειστά, μόνο δύο καφενεία ανοικτά μπαίνω στο ένα και ζητώ εάν υπάρχει δωμάτιο για να διανυκτερεύσω, “όχι δεν νοικιάζουμε δωμάτια εδώ, τότε ένα νερό” με κοιτούν με απορία και έκπληξη λες και ήμουν κάτι το περίεργο, μου λένε την τρομερή απάντηση “δεν έχουμε” βγαίνω έξω από το μαγαζί και κάθομαι στα σκαλοπάτια, μην μπορώντας να εξηγήσω την στάση της καφετζούς μιας κυρίας περίπου στην ηλικία της μητέρας μου, τέτοια σκληρότητα δεν μπορούσα να φανταστώ από πού πηγάζει, τότε σκέφτηκα να αγοράσω ένα αναψυκτικό, ξανά μπαίνω μέσα και αγοράζω ένα αναψυκτικό, όλοι οι θαμώνες γυρίζουν και με κοιτούν αμίλητοι, μου θύμισε ταινία άγριας δύσης, μπαίνει μέσα στο μπαρ ο πιστολέρο και όλοι σταματάν ότι κάνουν και τον κοιτούν με δέος, έτσι ένιωσα και εγώ, αδιαφόρησα για το συμβάν και έκανα πως δεν πρόσεξα τίποτα, πλήρωσα και κάθομαι έξω από το μαγαζί και πίνω περιμένοντας να περάσει κανένας περαστικός,
Καθώς καθόμουν και πίνω το αναψυκτικό μου αφουγκραζόμουν τους διαλόγους που έκαναν οι θαμώνες του καφενείου με την καφετζού, “όχι αυτός δεν είναι πρόσφυγας έχει λεφτά, άμα μείνει στο χωριό θα μας αφήσει και λεφτά, φαίνεται καλός, δεν είδες τα λεφτά που έβγαλε; δεν είναι πεινασμένος” σκέφτομαι: κακόμηρη επαρχεία η τηλεόραση την κάνει οτι θέλει! Με είχαν περάσει για πρόσφυγα που ήθελε να μείνει στο χωριό τους και φοβόντουσαν πως θα με ταΐζουν για καιρό και προσπαθούσαν όπως όπως να με διώξουν, δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και βγαίνει έξω η καφετζού και μου λέει που πρέπει να απευθυνθώ για να ζητήσω δωμάτιο για να μείνω, αυτό ήταν, είχε αλλάξει όλη η συμπεριφορά τους απέναντι μου “και αν θέλεις νερό έχουμε” βλέπεις η τηλεόραση είχε κάνει την δουλειά της, όλη την ημέρα έβλεπαν εικόνες προσφύγων, από το πρωί μέχρι το βράδυ συνεχώς πρόσφυγες να έρχονται και να ζητούν να στρατοπεδεύσουν σε διάφορα νησιά, είχαν φοβηθεί οι πάντες, μέχρι και η Αγιά Άννα είχε πάρει φόβο όπως φάνηκε πως οι στρατιές των προσφύγων θα της κτυπούσαν την πόρτα και ήταν κουμπωμένοι σε όποιον ξένο έβλεπαν, με είδαν με ποδήλατο χωρίς αυτοκίνητο, ιδρωμένο βρόμικο με σορτσάκι χωρίς σοβαρή ενδυμασία, σού λέει να τους, μας ήρθαν, κλείστε τις πόρτες θα μας φάνε οι πρόσφυγες.
Έφυγα από αυτό το καφενείο και απευθύνθηκα στο επόμενο που ήταν ανοικτό, εκεί δεν μου έδωσαν καν σημασία, είχαν όλοι το νου τους στο κουμκάν και στην “δηλωτή” όλοι έπαιζαν μανιωδώς και χωρίς καν να με προσέξουν η να γυρίσουν το κεφάλι τους στον καινούργιο επισκέπτη του μαγαζιού τους ρωτό “υπάρχει κανένα δωμάτιο για διανυκτέρευση στο χωριό” μου απαντούν σχεδόν αδιάφορα χωρίς να αφήσουν τα χαρτιά από τα χέρια τους “όχι δεν υπάρχει τίποτα μόνο στην παραλία” είχα στραβώσει με το χωριό που έκανα τόσο κόπο να φτάσω και κατέβαλα τόση προσπάθεια και να μην μπορώ να ακουμπήσω να ξαποστάσω πουθενά, λέω ας προσπαθήσω να φάω κάτι, όλα τα μαγαζιά που μπορούσαν να κάνουν κάτι για φαγητό θα είχαν να μου προσφέρουν κάτι μόνο μετά τις 9, για την ώρα τίποτα!
Η ώρα ήταν περασμένες 6 και είχα να βάλω στο στόμα μου κάτι από το χωριό Προκόπη που ήπια την μπύρα και τσίμπησα ένα μεζέ, εκείνη την στιγμή τηλέφωνο από τον φίλο τον Λεωνίδα, “τι κάνεις πως περνάς” σκέφτομαι τι να του πω με αυτό το χωριό που έχω μπλέξει “ καλά αλλά πεινάω” του περιγράφω τη περνάει για να φάει κανείς στην Αγιά Άννα και πως σε αυτό το χωριό ο αρχαίος θεός της φιλοξενίας δεν έχει περάσει, λέμε τα δικά μας και αρχίζω να ψάχνω το χωριό κάπου να στήσω την σκηνή μου για να περάσω το βράδυ μου.
Λίγο μακρύτερα από την πλατεία βρίσκω το εκκλησάκι τις Αγίας, είχε ένα υπέροχο πλάτωμα για να απλώσω τα υπάρχοντα μου, αλλά με την λογική του χωριού αυτού σίγουρα θα είχα πρόβλημα, δίπλα στην εκκλησία είχαν ένα δωμάτιο πιθανά για τον παπά η για τα γραφεία του συλλόγου με μπάνιο και ντους, ξεκλείδωτο! μπαίνω μέσα βάζω και το ποδήλατο και απλώνω τα υπάρχοντα μου σαν νοικοκύρης “πρόσφυγας” ευκαιρία να κάνω και ένα ντους να ξελαφρώσω να συνέλθω, όσο για την θερμοκρασία ήταν υποφερτή, ανοιξιάτικη, κανένα πρόβλημα, μπανιαρίστηκα και αφού ξεκουράστηκα και συνήλθα, κατά της οκτώ βγήκα από το “σαλέ μου” έκανα βόλτα στο χωριό με πιο ανθρώπινη και πιο αποδεκτή εμφάνιση και για το χωριό.
Το σίγουρο ήταν πώς δεν θα πήγαινα σε κανένα από το μαγαζιά που πρώτο επισκέφτηκα όταν έφθασα στο χωριό, ένα μαγαζί που ήταν κλειστό όταν ήρθα μόλις είχε ανοίξει, σίγουρα σε αυτό θα έχω καλύτερη τύχει σκέφτηκα, “έχει κάτι να τσιμπήσουμε;” με κοιτά περίεργα σαν να λέει “από που μας ήρθε αυτός δεν τον ξέρω” σκέφτεται λίγο και μου λέει “ δυστυχώς δεν έχω ετοιμάσει κάτι, μετά τις εννιά φίλε” τον κοιτάζω και δεν ξέρω τη να πω, δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει σε αυτό το χωριό με αυτούς τους ανθρώπους, λες και έχουν πολλούς ξένους να εξυπηρετήσουν, λες και δεν θέλουν λεφτά, για να είμαι πιό ηρεμος αρχισα να προσπαθώ να τους καταλάβω, οι άνθρωποι εδώ στην επαρχεία, έχουν μια σειρά, μια ρέγουλα, δεν μπορεί ένας ξένος πεινασμένος να τους βγάλει από την σειρά τους, επειδή αυτός δεν έφαγε όλη την ημέρα! όλοι είναι στο ραχάτι τους, στους συνηθισμένους τους ρυθμούς, σιγά που θα προσαρμοστούν στα δικά μου γούστα. Εγώ κουβάλαγα μέσα μου την Αθήνα, την ταχύτητα και την ένταση, στην μεγαλούπολη όλα γίνονται όλες τις ώρες, εδώ στην επαρχία όλα έχουν μια σειρά, μια συγκεκριμένη ώρα που γίνονται, φαγητό το βράδυ μετά της εννιά, όχι νωρίτερα, όχι όποτε θέλεις εσύ φίλε μου, τότε όλοι θα βγουν έξω να ξεσκάσουν λίγο, άρχισα να συμφιλιώνομαι με τους ρυθμούς ήθελα δεν ήθελα.
Κάθισα υπομονετικά και παρήγγειλα μια μπύρα, είχα χάση υγρά είχα αφυδατωθεί όλη την ημέρα στον ήλιο και στην προσπάθεια, πρέπει να αναπληρώσω της χαμένες μου θερμίδες έστω και με μια μπύρα, Με πολλή γλυκό τρόπο ζήτησα από τον μαγαζάτορα εάν μπορεί να μου φέρει μαζί με την μπύρα και λίγο ντομάτα λίγο τυράκι λίγο ψωμί λίγες ελιές, σκέφτηκα αφού αυτά που ετοιμάζει θα είναι έτοιμα μετά τις 9 ας σπάσω την πείνα μου με οτιδήποτε ορεκτικά έχει το μαγαζί, και συνάμα να δώσω το σινιάλο στον μαγαζάτορα πώς τρώω ότι νάνε ακόμα και πέτρες, η απάντηση του με εντυπωσίασε “αααα τέτοια θέλεις; μίλα ρε φίλε, έχω και τυρόπιτα σπιτικιά θέλεις; έχω και μια τοπική σαλάτα θέλεις; έχω και έχω και έχω” “ φερ΄τα όλα άνθρωπε μου μπας και συνέλθουμε λίγο.
Μετά από ένα τέτοιο απολαυστικό γεύμα έκανα έναν ύπνο σαν πουλάκι, ξύπνησα κατά τις οκτώ το πρωί, το χωριό είχε περισσότερο ζωή την ημέρα από το βράδυ, έφτιαξα ένα τσάι στο χώρο που κοιμήθηκα, και άρχισα να προετοιμάζομαι για την αναχώρησή μου, για το πρωινό μου είχα φροντίσει να έχω την αυτονομία μου, είχα ότι χρειαζόμουν μαζί μου, για το μόνο που δεν ήμουν προετοιμασμένος ήταν και για το φαγητό μου, μα στα επόμενα ταξίδια μου ίσως θα πρέπει να σκεφτώ κάτι και για αυτό μια και τα προβλήματα είναι απ ότι δείχνει η εμπειρία πολλά, αφού προετοιμάστηκα ξεκίνησα για άλλους κόσμου και για άλλα μέρη.
Όλη η φύση ήταν δική μου, ένα πρωινό υπέροχο ξανοίγεται μπροστά μου, η πρωινή πάχνη σκέπαζε κάποια τμήματα της πρωινής μου εικόνας αλλά η θάλασσα κάτω χαμηλά φαινόταν ξεκάθαρα να γυαλοκοπά, εδώ επάνω στα ορεινά η πρωινή υγρασία έφτιαχνε άλλες εικόνες, έφευγα από την Αγιά Άννα και της κακές εντυπώσεις της χτεσινής ημέρας σχεδόν της είχα ξεχάσει, το ταξίδι που έχω μπροστά μου σίγουρα με περιμένουν τα καλύτερα.
Χωριό Παπάδες
Με το καλημέρα και φεύγοντας από την Αγία άρχισε η ανάβαση, ήμουν ξεκούραστος και δεν με πτοούσε τίποτε ακόμα, η όμορφη πρωινή εικόνα με αποζημίωνε, είχα προπονηθεί την προηγούμενη ήμερα στης αναβάσεις και δεν με στεναχωρούσε τίποτε ακόμα, εάν μπροστά μου είχα ανηφόρες η ήταν ευθεία δεν λογάριαζα τίποτα, έτσι ταξίδευα σχεδόν τραγουδώντας και ανέβαινα τις ανηφοριές χαμογελαστός, κάποια στιγμή ήρθε η ευθεία και έπιασα τα ισιώματα, έφτασα στο επόμενο χωριό, το όνομά του “Παπάδες” σταμάτησα περισσότερο να μιλήσω να μάθω την ιστορία του χωριού να πιω ένα νεράκι εκεί έμαθα για την ζωή που είχαν αυτά τα μέρει, όταν τα μεταλλεία στο Μάντουδι δούλευαν στο φουλ, δέκα αυτοκίνητα γύριζαν το βράδυ γεμάτα εργάτες για τα χωριά τους και το πρωί τους πήγαιναν στο μεταλλείο για δουλειά, “καλές εποχές φίλε είχαμε όλοι μας λεφτά, μισθούς καλούς που μπορούσαν να ψωνίσουν, έτσι η τοπικές κοινωνίες ήταν ζωντανές και γεμάτο κόσμο, τώρα ερημιά και σκοτεινιά, κανείς δεν περνά από εδώ πια, μόνο κάτι τουρίστες σαν και του λόγου σου, και οι ντόπιοι κάτοικοι των γύρω περιοχών, πεθαίνουμε φίλε σιγά σιγά το ξέρεις;” ήταν μια δήλωση, μια κραυγή αγωνίας του καφετζή του χωριού που έβλεπε τον τόπο του να νεκρώνει, όλα αυτά μου Θύμισαν μια ταινία του Αγγελόπουλου με τον Βέγγο να λέει “αν είναι η Ελλάδα είναι να πεθάνει να πεθάνει γρήγορα” στην προκειμένη περίπτωση η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα, με αυτήν την έννοια η Ελλάδα πεθαίνει, αλλά πεθαίνει αργά χωρίς να γεννιέται κάτι καινούργιο δυστυχώς.
Πήρα μια ανάσα και συνέχισα την πορεία μου, ποδηλατούσα και χάζευα την απέραντη πευκόφυτη φύση που με περιέβαλε παντού, μια απέραντη ζούγκλα, μια ανέγγιχτη φύση, και αρχίζει κατηφόρα και ξανά κατηφόρα στα δεξιά μου άρχισα να βλέπω θάλασσα, και να που έφτασα ξανά σε τουριστική περιοχή “Βασιλικά" το όνομα λέει η ιστορία έχει την καταγωγή της από τους περσικούς πολέμους, περισσότερα στο λίνγ που παραθέτω, φτάνοντας στο κέντρο του χωριού στον κεντρικό δρόμο δηλαδή μεγάλη κινητικότητα, βλέπεις σε μία εβδομάδα έχουμε Πάσχα και πολλοί κάτοικοι της περιοχής που έχουν τα εξοχικά τους έχουν έρθει να προετοιμάσουν να τα καθαρίσουν, έτσι υπήρχε δραστηριότητα, κόσμος πάει και κόσμος έρχεται, εγώ στο δικό μου κόσμο με το ποδήλατο μου, παίρνω μία μπανάνα για να πάρω δυνάμεις για να προσθέσω κάλιο μια και ηλεκτρολύτες δεν έπαιρνα, μια μικρή ανάσα και συνεχίζω για το επόμενο το δρόμο μου, πέρασα τον κόλπο των βασιλικών και αρχίζει μια ανάβαση που έβλεπα όλη την παραλία τον Βασιλικών, όταν έφτασα στο ίσιωμα συναντώ την διακλάδωση για “Ψαροπούλι” που σε οδηγεί στην άκρη της παραλίας των Βασιλικών,
Ο δρόμος ξανοίγεται μπροστά μου ευθύς, το ίδιο απλώνεται και η φύση πλούσια και πυκνή, λίγο πιο κάτω φτάνω κάτω από το χωριό “Ελληνικά” σε αυτό το χωριό λέγεται πως είχε εγκατασταθεί ο ελληνικός στόλος, από εκεί και το όνομα του χωριού, περνάω και το επίνειο των Ελληνικών την διακλάδωσή για τον Άγιο Νικόλα, συνεχίζω τον δρόμο μου με απαλή ανηφόρα και φτάνω έξω από το γήπεδο των “Ελληνικών” χορταριασμένο και έρημο, δήγμα πως το γήπεδο έχει να χρησιμοποιηθεί πολλή καιρό, τα χωριά έχουν αδειάσει από νέους ανθρώπους, τα παιδιά έχουν φύγει για της μεγάλες πόλεις, ποιος θα παίξει στο γήπεδο; ποιος θα χρησιμοποιήσει αυτές τις εγκαταστάσεις; σε πιάνει θλίψει με την ερημιά που αντικρίζεις σε όλη την επαρχιακή χώρα, όπου και εάν ταξιδέψεις η ίδια εικόνα.
Ακόμα λίγο ανάβαση και το ίσιωμα ξανοίγεται μπροστά μου, μαζί και η παρθένα ευβοιώτικη φύση, πλησιάζω το χωριό Αγριοβότανο και όχι πολλή μακριά αγναντεύω την θάλασσα, πέρασα και το Αγριοβότανο χωρίς να σταματήσω δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο να δει κανείς, έξω από το χωριό ένα μικρό βουναλάκι από ξύλα σιγοκαίνε στο επάνω μέρος τους, τα ξυλοκάρβουνα θέλουν καμιά εβδομάδα να σιγοκαίνε για να είναι έτοιμα, όπως μου είπε η ομάδα που δούλευε επάνω σε αυτή την δουλειά, θα είναι έτοιμα να καταναλωθούν της ημέρες του Πάσχα, συνεχίζω την κατηφόρα ασταμάτητα και είναι ατελείωτη, δίπλα στο ποτάμι βλέπω τα πουλιά και τα κοράκια να κράζουν και να κελαηδούν σαν να αναγγείλουν τον ερχομό μου σε αυτά τα απόμακρα παραθαλάσσια μέρει, κάποια στιγμή φτάνω στο χωριό Γούβες, όμορφο και καθαρό χωριό ένα χωριό σχεδόν παραθαλάσσιο με μια απόσταση ασφαλείας από την θάλασσα.
Δεν έχω διάθεση να σταματήσω καθόλου, ποδηλατούσα ασταμάτητα με διάθεση να ξαναβγώ στην θάλασσα, τόση ώρα στα ορεινά και στα πευκόφυτα δάση της βόρειας Εύβοιας ένιωθα πως είχα εγκλωβιστεί, ένιωθα να πνίγομαι, ήθελα την απλωσιά της θάλασσας, να ανοίξει μάτι μου, να αγναντέψω πέρα μακριά στον ορίζοντα. Τώρα έβλεπα θάλασσα και μάλιστα αγνάντευα απέναντι, την στεριά του Παγασητικού κόλπου, ήμουν σχεδόν απέναντι από το Τρίκερι, είχα πλησιάσει το χωριό Αρτεμίσιο, παραθαλάσσιο και τουριστικό απ ότι φαίνεται από τα τουριστικά καταλύματα που βρίσκονται στο δρόμο μου, τώρα πια το Πευκή ήταν δίπλα μου που λέει ο λόγος, αισθανόμουν καλά, ένιωθα την χαρά και την ομορφιά του τοπίου να με περιλούζει, θα ήταν κοντά στης 12 το μεσημέρι και ποδηλατούσα από το πρωί ήμουν με μία μπανάνα που είχα φάει κατά τις 10 στο Ψαροπούλι. Περισσότερο σαν ευκαιρία να καθυστερήσω, να αφομοιώσω αυτό που είχα κάνει και να επεξεργαστώ τις εικόνες που είχα δει από το πρωί αποφάσισα να πιω μια μπύρα με το κλασικό πια μεζέ, η μπύρα για να αποκαταστήσει τα υγρά που είχα χάσει και ένα μικρό μεζεδάκι για να σπάσω την πείνα μου άλλα και να μην με φουσκώσει και δεν έχω όρεξη να συνεχίσω μια και ο προορισμός μου είναι ο Αγιόκαμπος, και έχουμε δρόμο πολλή ακόμα.
Πευκή
Απόλαυσα την μπύρα μου και έπιασα συζήτηση με τους θαμώνες του μαγαζιού για την περιοχή για το κλήμα και τον τουρισμό που τον τελευταίο καιρό έχει μειωθεί, δεν είχα όρεξη να μείνω για πολλή έπρεπε να συνεχίσω, μπήκα στο Πευκή το διάσημο τουριστικό θέρετρο και έφυγα όπως μπήκα χωρίς να κάτσω καθόλου ούτε για νερό, συνέχισα ασταμάτητα να ποδηλατώ και μπήκα Ιστιαία μεσημέρι, μια μικρή διακοπή μόνο για να αποφασίσω εάν θα κάτσω να πιω ένα καφέ η να συνεχίσω, έβλεπα όλον αυτόν τον κόσμο να τρέχει και ο μόνος που ήμουν στον κόσμο μου ήμουν εγώ τους κοίταγα και συλλογιζόμουν πως και στην Αθήνα αυτή την στιγμή θα τρέχουν να προλάβουν τις υποχρεώσεις τους σίγουρα με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν που έβλεπα στην Ιστιαία, τουλάχιστον αυτοί έχουν κοντά τους την θάλασσα την φύση τα δάση μες τα πόδια τους οι “άμοιρη” η Αθηναίοι όλα αυτά τα έχουν μακριά τους.
Όλη αυτή η βιασύνη του κόσμου αυτή η τρεχάλα με γέμισε άγχος, με έκανε να θυμηθώ τους λόγους που και εγώ έφυγα από την Αθήνα για μερικές ημέρες, μόνο και μόνο για να ξεφύγω έστω και για λίγο, τώρα τους έβλεπα τρεχάτους, γεμάτους υποχρέωσης και βάσανα, και εγώ ήμουν στο κόσμο μου, άλλος σχόλασε από της δουλειές του, και άλλος πήγαινε σπίτι του βιαστικά, μια πόλη ζωντανή, ήθελα να γνωρίσω λίγο την πόλη να ρουφήξω τον αέρα της, να μάθω κάτι από την ιστορία της, άλλα πάλι ο Αγιόκαμπος δεν είναι μακριά, δεν πάω κατ ευθείαν να δω πού θα εγκατασταθώ για να βγάλω το βράδυ μου; αυτές ήταν και οι σκέψης που με παρακίνησαν να συνεχίσω χωρίς σταματημό, αυτή η εμμονή μου είχε γίνει άγχος μόνιμο αν δεν φτάσω δεν θα ηρεμήσω.
Μια ακτίνα σπασμένη
Πάλι στο ποδήλατο, στον κεντρικό δρόμο καταμεσήμερο μέσα στο λιοπύρι να ποδηλατώ για τον τελικό μου στόχο, και όλα τα ερώτημα να τριγυρίζουν στο κεφάλι μου, πώς να είναι ο Αγιόκαμπος; θα μπορώ να στήσω το σκοινάκι μου; και που θα κοιμηθώ; θα έχω την φιλοξενία που έχω ανάγκη; η δεν θα βρω κανέναν άνθρωπο; θα βρω κάτι να φάω η θα την βγάλω πεινασμένος; ποδηλατούσα και σκεφτόμουν. Είχα φτάσει έξω από τους Ορεούς όταν από την πίσω ρόδα ακούω ένα θόρυβο κλιν κλίν κλίν κλίν.
Σταμάτησα για να ελέγξω από πού προέρχεται ο θόρυβος, θλιβερή διαπίστωση μία σπασμένη ακτίνα και η ρόδα είχα ελαφρός στραβώσει, συμπέρασμα μπορώ να ταξιδέψω αλλά χωρίς να πρέπει να βάλω μεγάλη δύναμη στο πετάλι μου μια και θα στραβώσει περισσότερο η ρόδα μου, και δεν ξέρω εάν θα μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι μου, ευτυχώς το φρένο δεν επηρεάζεται από το στράβωμα της ρόδας μια και τα φρένα μου είναι με δίσκους και μάλιστα υδραυλικής συμπίεσης, έτσι το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν πως δεν μπορούσα να αναπτύξω ταχύτητα, ιδιαίτερα στην κατηφόρα, γιατί λόγο της στραβής μου ρόδας δημιουργούσε μια ταλάντωση μεγάλη και το ποδήλατο πήγαινε σαν σεισμόπληκτο.
Με μια ακτίνα σπασμένη και το ποδήλατο να πηγαίνει πέρα δώθε, μέρα μεσημέρι ο ήλιος καυτός, ιδρωμένος και με το άγχος μου να κτυπά κόκκινο άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα που ξανοιγόταν μπροστά μου, η κυρίαρχη σκέψη μου τώρα ήταν μία, το πώς θα φτιάξω το ποδήλατο μου, έτσι ώστε αύριο να μπορώ να συνεχίσω για το Βόλο που έχω προγραμματίσει να φτάσω, ο αναγνώστης θα σκεφτεί “περιπέτεια δεν ήθελες Κώστα; να η ευκαιρία” ένα απρογραμμάτιστο γεγονός σε βγάζει από την ποδηλατική σου ρουτίνα, σου αλλάζει το πρόγραμμά, την πορεία σου, τα στάνταρ σου την βολή σου.
Φτάνω στον Αγιόκαμπος με σπασμένη ακτίνα
Διακλάδωση ευθεία Αιδηψός και δεξιά Αγιόκαμπος, την διακλάδωση που περίμενα μια ολόκληρη ημέρα να την αντικρίσω και τώρα που θα έπρεπε να χαίρομαι που βρισκόμουν εμπρός της, τώρα δεν ήξερα τι να κάνω, το ερώτημα μου ήταν: θα έχουν ποδηλατάδικο στον Αγιόκαμπο η δεν θα έχουν; στην Αιδηψό σίγουρα θα έχουν, να του δώσω κατ ευθείαν για Αιδηψό η να στρίψω για Αγιόπαμπο; ήταν περασμένες τρεις το μεσημέρι και με κέρδισε η ιδέα να του Αγιόκαμπου, όσο για την βλάβη βλέπουμε τι θα κάνουμε. Πήρα τον δρόμο για Αγιόκαμπο ένας δρόμος στενότερος από αυτόν που ποδηλατούσα μέχρι πριν λίγο, πέρασαν δέκα λεπτά και με το ποδήλατο μου τραυματισμένο μπαίνω στο κέντρο του Αγιόπαμπου, ένα ήσυχο μικρό και με λίγους κατοίκους τουριστικό παραθαλάσσιο χωριό, με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και την παραλία τους με μαγαζιά για φαγητό και ποτό, ένα τουριστικό θέρετρο που μόλις άρχισε να ζωντανεύει λόγο των ημερών του Πάσχα που ερχόταν σε μια εβδομάδα.
Ο Δρόμος οδηγούσε κατ' ευθείαν στην παραλία, ήθελα για να δω θάλασσα, να πιω μια μπύρα κατά την συνήθεια μου, να πάρω μια ανάσα να αισθανθώ πως για σήμερα έχω τελειώσει με το ταξίδι μου, είδη είχα αρχίσει να νιώθω πως έφτασε στον προορισμό μου, έκατσα σε ένα από τα παραλιακά μαγαζιά με γνώμονα την φάτσα του ιδιοκτήτη έφαγα το κάτι τις μου και άρχισα να καλοβλέπω την ιδέα να κοιμηθώ σε ένα από τα πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια που είχε στην περιοχή, να ρίξω και ένα ντουζάκι τις προκοπής και να νιώσω λίγο σαν τουρίστας "νοικοκύρης" και όχι σαν “γύφτος” σε ένα από τα τηλεφωνήματα που είχα με την κόρη ανησυχούσε για μένα, "που κοιμάσαι μπαμπά, μην σου συμβεί τίποτα μπαμπά" έτσι είπα να ζητήσω δωμάτιο, αυτή την εποχή όλα ήταν άδεια και η τιμές τους χαμηλές έτσι το δωμάτιο μου ήρθε κουτί, σενιαρίστικα και κατέβηκα στην παραλία με τους λιγοστούς κατοίκους, το απόγευμα τους το πέρναγαν ψαρεύοντας από την αμμουδιά και κοιτάζοντας την θάλασσα, στα ερωτήματα μου που θα φτιάξω το ποδήλατο ή απάντηση ήταν “η στην Αιδηψό η στο Βόλο” σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στον μηχανικό που μου συντηρεί το ποδήλατο για να ακούσω την γνώμη του για την βλάβη, το ερώτημα μου είναι εάν θα με βγάλει μέχρι τον Βόλο που ήταν ο προορισμός μου, ο Παναγιώτης ήταν καθησυχαστικός “μην ανησυχείς δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα εάν πηγαίνεις λίγο πιο σιγά στις κατηφόρες για να μη έχεις πρόβλημα” λόγο του στραβώματος τις ρόδας δημιουργεί όταν περιστρέφεται μια ταλάντωση, ασήμαντη στην ανηφόρα μα μεγαλύτερη στην κατηφόρα στην πίσω ρόδα, εκεί δηλαδή που έχω το φόρτωμα και το βάρος, με καθησύχασε και αφέθηκα στο να ρεμβάζω.
Απολάμβανα τις βραδυνές εικόνες σαν κανονικός τουρίστας, έπεφτε το δειλινό και η θάλασσα απόκτησε ένα μπλε σκούρο χρώμα, μια θάλασσα ατάραχη, ήρεμη και γαλήνια, χαζεύω αυτό το φυσικό στενό πέρασμα ανάμεσα στην Εύβοια και τον Παγασητικό κόλπο, απέναντι μου η Γλύφα η ακτή που θα βρίσκομαι αύριο με το φέρι που φεύγει πρωί πρωί, εκεί άλλωστε είναι η συνέχεια της διαδρομής μου με προορισμό τον Βόλο. Ήθελα να ζωγραφίσω μα δεν μου ερχόταν, περισσότερο ήθελα να βλέπω, να χαίρετε το μάτι μου πέρα μακριά, φανταζόμουν την ακτή που θα διανύσω αύριο και τις εικόνες που θα συναντήσω, και ονειρευόμουν, άλλοτε πάλι μου ερχόντουσαν οι εικόνες που πέρασαν από μπροστά μου όλη την ημέρα, άλλωστε από το πρωί ταξιδεύω με το ποδήλατο, ξεκινώντας από την άγια Άννα μέσα στα βουνά έφτασα στα παραθαλάσσια μέρη περνώντας από χωρία και πόλεις ποτάμια και κάμπους, και τη δεν είδα, πραγματικά αυτή είναι η δυνατότητα του ποδηλάτου, με τον αργό ρυθμό που πηγαίνεις συναντάς, γνωρίζεις και μυρίζεις τα πάντα, γεμίζεις εικόνες, έχω αφεθεί να σκέφτομαι την βόλτα μου.
Με επανέφερε στην πραγματικότητα ο μαγαζάτορας που ήρθε στο τραπέζι μου και αρχίσαμε κουβέντα, δουλειά δεν είχε και αυτός πολλή και μου έκανε ερωτήσεις, περισσότερο για να μάθει τα κλασικά... από πού έρχομαι και πού πηγαίνω κ.λ.π “την κάνεις συχνά φίλε αυτήν την τρέλα γιατί μου αρέσει”...... ήταν η πιο χαλαρή κουβέντα που είχα κάνει εδώ και δύο ημέρες που ταξίδευα στην Εύβοια, είχα σχεδόν ξεχάσει από πού ξεκίνησα και άλλα πολλά, πάντα ένα δείγμα πώς περνάμε καλά στις διακοπές μας ήταν και είναι το πως ξεχνάμε τις βασικές μας υποχρεώσεις και ότι μας δένει απ’ την πόλη απ’ όπου καταγόμαστε, πότε ξεκίνησα, τη ημέρα είναι, σχεδόν τα είχα ξεχάσει όλα, είχα πάθει ένα μικρό ταξιδιωτικό Αλτσχάιμερ, ένα μικρό ταξιδιωτικό σβήσιμο τις μνήμης, με αφορμή την κουβέντα με το παλικάρι του μαγαζιού άρχισα να “θυμάμαι” σιγά σιγά, η κουβέντα συνεχίστηκε κάτω από το φως του φεγγαριού και της θαλασσινής βραδινής ανοιξιάτικης αύρας, είχαμε αρχίσει να νιώθουμε την παγωνιά στο σώμα μας, δήγμα πώς ήταν ώρα να το διαλήσουμε, είναι ώρα για ξεκούραση μια και αύριο με περίμενε μια επίπονη ποδηλατική ημέρα.
Πρωί πρωί ήμουν στο λιμάνι μαζί με τους πρωινούς εργάτες με τους φορτηγατζήδες με ένα κόσμο του καθημερινού μόχθου, εγώ με το ποδήλατο μου, με τα μπαγκάζια του φορτωμένο περιμένοντας το φέρι, ήταν ένα υγρό ανοιξιάτικο πρωινό, όλα γύρω μου ήταν μούσκεμα από την πρωινή πάχνη, ακόμα ο ήλιος δεν είχε βγει για τα καλά αλλά εγώ με τους νταλικέρηδες που μετέφεραν προμήθειες στα χωριά της Γλύφας ήμασταν επάνω στο πλοίο, μια θάλασσα όπως και χτες, ήρεμη και γαλήνια, το μόνο που την τάραζε ήταν το φέρι που μας μετέφερε στην απέναντι ακτή αργά αργά.
Γλύφα, πλησιάζω τον Βόλο
Στην Γλύφα δεν έχω ξανά έρθει μέχρι τότε ποτέ, αλλά την είχα φανταστεί αρκετές φορές όταν άρχισα να σχεδιάζω το ταξίδι στο μυαλό μου, πάντα φανταζόμουν το πώς θα είναι, θα έχει εύκολο δρόμο για ποδήλατο; θα είναι φιλόξενο μέρος για να μείνει κανείς; και άλλα τέτοια ερωτήματα τριγύριζαν στο μυαλό μου, άλλωστε όλα τα άγνωστα μέρει τους ταξιδευτές πάντα τους σαγηνεύουν και θέλουν να τα γνωρίσουν, έτσι για να έχουν μια εικόνα το πώς είναι, όταν φτάσαμε μου λύθηκε η ταξιδιωτική μου απορία, η Γλύφα δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, ουσιαστικά κοιμόταν ακόμα, μόνο κάποιοι ταξιδευτές που ήθελαν να περάσουν στον Αγιόκαμπο περίμεναν να μπουν στο πλοίο, δεν πλησίαζε στο ελάχιστο στο απέναντι λιμάνι, υποτυπώδεις εγκαταστάσεις μόνο και για την εξυπηρέτησή των αναγκών του “φέρι” και μερικά σπίτια τίποτε πάρα πάνω, ήταν ένα καθαρά μετακομιστικό κέντρο που δεν είχε κατορθώσει να γίνει χωριό όπως ο Αγιόκαμπος, έτσι το μόνο που μπόρεσε να μου προσφέρει ήταν μία τυρόπιτα και ένα καφέ στο πόδι, ίσα για να βρει το χρόνο να ανέβη ο ήλιος λίγο πιο ψηλά και να αρχίσει να εξατμίζει την πρωινή υγρασία που είχε κάνει τα πάντα μούσκεμα.
Αφού προετοιμάστηκα ψυχολογικά για την πορεία που θα ακολουθήσω, έριξα μια ματιά στο ποδήλατο μου και το πρόβλημα που αντιμετώπιζα με την σπασμένη ακτίνα, όλα θα πάνε καλά και να πηγαίνεις με σύνεση, είχε πει ο Παναγιώτης, αυτό έκανα και εγώ όχι μεγάλη ταχύτητα στην κατηφόρα, μόνο που τώρα μπροστά μου έχω μία ανηφόρα απερίγραπτη, βάζω πρώτη ταχύτητα και με ορθοπεταλιά, έχω φτάσει στα όρια μου, άλλα είναι πρωί, είμαι ξεκούραστος και ορεξάτος και δεν καταλαβαίνω τίποτα, συνεχίζω με όρεξη μέχρι να βγάλω την ανηφόρα που θα με βγάλει στο ίσιωμα, και να φανταστείτε είναι τα πρώτα χιλιόμετρα από την Γλύφα και είναι όλο ανηφόρα.
Μετά από μερικά χιλιόμετρα ο δρόμος ισιώνει και φτάνω επάνω στα πλατώματα, δρόμος ήσυχος επαρχιακός το βλέμμα φτάνει πέρα μακριά, βλέπεις τα πάντα, ταξιδεύεις νοερά, φαντάζεσαι χωριά και πόλεις, ηρεμείς και προσπαθείς να προσανατολιστείς, προσπαθώ να βρω μέσα από τα άπειρα χωριά που βλέπω μπροστά μου που βρίσκεται ο Βόλος αλλά δεν μπορώ να βγάλω άκρη, χαζεύω γύρω μου τα κτήματα, τη φύση και το θαλάσσιο πέρασμα που είναι ανάμεσα στην Εύβοια και τον Παγασητικό κόλπο, και να, κατηφόρα! Φρενάρω για να μην ταλαντώνετε το ποδήλατο περισσότερο, μια και η ρόδα έχει στραβώσει λίγο, μα πέραν αυτού τίποτε άλλο, όλα καλά.
Αχίλλειο παραθαλάσσιο χωριό
Χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο επόμενο παραλιακό χωριό Αχίλλειο, ήσυχο ψαροχώρι με τα βαρκάκια του αραγμένα και δεμένα στο μουράγιο, η πόλη μόλις πήγαινε να ξυπνήσει, κοντοστάθηκα για λίγο, μου άρεσε να κάτσω λίγο να απολαύσω ένα καφεδάκι πρωινό με την άνεση μου, αλλά πάλη δεν ήξερα τη με περιμένει στην ποδηλατική μου συνέχεια, τι δυσκολίες θα βρω μπροστά μου, το άγχος βλέπεις του ταξιδιού! έτσι πήρα μια φωτογραφία και συνέχισα το δρόμο μου, είναι αλήθεια πώς ζήλεψα αυτήν την ηρεμία του λιμανιού αυτή τη γαλήνη. Βλέποντας το μου ήρθε στο μυαλό μου κάτι που θέλω να κάνω πάντα, να βρω ένα ψαροχώρι και να αράξω για μία εβδομάδα χωρίς να κάνω τίποτα, μόνο να ζωγραφίζω και να κοιτάζω πότε τις βάρκες και τα καΐκια και πότε την θάλασσα μέσα βαθειά να φουρτουνιάζει, και να κάνω βόλτες στο ψαροχώρι έτσι χωρίς πρόγραμμα και στόχους, και να χαζολογάω χωρίς σκοπό, αλλά ποτέ δεν το κάνω και όλο λέω “δεν είναι αυτό που γυρεύω” να δω πότε θα το κάνω πραγματικότητα!
Έσκυψα το κεφάλι για να διώξω το όνειρό μου και πήρα τον δρόμο που με οδηγούσε έξω από το Αχίλλειο και συνέχισα το δρόμο μου για το επόμενο χωριό, ονόματι Πτελεός, τα πρώτα χιλιόμετρα μετά το Αχίλλειο σχεδόν ευθεία, δροσερά, πέρναγα γέφυρες και ρεματιές και σκιερά κομμάτια επαρχιακού δρόμου χωρίς κίνηση, μόνο μερικά αγροτικά που έκαναν τοπικές αγροτικές μετακινήσεις, μετά από ώρα ποδηλασίας ο δρόμος άρχισε απαλά να ανεβαίνει, αρχίζω να αγναντεύω το χωριό στα ψιλά, λέω, “δεν μπορεί να είναι εκεί ο δρόμος μου, ίσως είναι κάπου χαμηλότερα, αλλά δυστυχώς ο δρόμος οδηγεί εκεί ψηλά και ακόμα ψηλότερα” φτάνω στο Πτελεό και συνεχίζω να ανεβαίνω και να ανεβαίνω ακόμα και τελειωμό δεν είχε, ο ήλιος τώρα είχε για τα καλά ψηλώσει και βάραγε, το ένιωθα από τις σταγόνες ιδρώτα που έσταζαν στο μέτωπό μου, τα λίτρα το νερό έφευγαν το ένα μετά το άλλο και ξανά νερό και η ανηφόρα να μην τελειώνει, το πήρα πια απόφαση η ανηφόρα ήταν όλη δική μου, ας την απολαύσω λυπών, έτσι αφέθηκα στις σκέψεις μου καθώς ανέβαινα ψηλά και ακόμα πιο ψηλά, τώρα πια βλέπω το χωριό πολύ πολύ χαμηλά, και το τέλος της ανηφόρας δεν φαίνεται.
Κάποια στιγμή όλα τελειώνουν έτσι και η αναθεματισμένη ανηφόρα κάποια στιγμή τελείωσε και ξαφνικά, ίσιωμα και όχι μόνο πεδιάδα αλλά και ελαφρά κατηφόρα χαίρομαι τον καθαρό αέρα που πέφτει στο πρόσωπο μου, και σιγά σιγά στεγνώνω από τον ιδρώτα και επανέρχομαι, άρχισα να βλέπω και να απολαμβάνω μια και τόση ώρα είχα σκύψει το κεφάλι και δεν έβλεπα τίποτα ,το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσει η ανάβαση και να αλλάξω εικόνα να βλέπω άλλο τοπίο, και να τώρα που είναι πραγματικότητα, μπροστά μου έχω κάμπους μακριά βλέπω τον Αλμυρό και ακόμα πιο μακριά χαίρομαι και αφήνω το ποδήλατο να τρέχει στην κατηφόρα με το πίσω μέρος να κουνιέται σαν λατέρνα λόγο της στραβής ρόδας που είχα από την σπασμένη αχτίνα, δεν θα είχε περάσει μισή ώρα από το σημείο που τελείωσα την ανηφόρα και φτάνω στο χωριό Σούρπη.
Σούρπη χωριό πλήρως ανακαινισμένο
Αυτή η ησυχία της επαρχίας με μαγεύει, ηλιόλουστη ημέρα, καθαρή ορατότητα ως πέρα μακριά, ησυχία και λιγοστή κάτοικοι, οι περισσότερη στα καφενεία να κάθονται και να λιάζονται, εντυπωσιάζομαι που βλέπω τα παλιά σπίτια τους ανακαινισμένα και περιποιημένα, ασβεστωμένα και καθαρά, παντού αυτή η καθαριότητα και η τάξη, δεν έβλεπες ένα χωριό παρατημένο και σπίτια διαλυμένα και απαραποίητα, αλλά κυριαρχούσε η τάξη και η φροντίδα, όχι μόνο στα σπίτια που εφάπτονταν στο δρόμο αλλά και στα πιο μέσα στα περιφερειακά σπίτια του χωριού, παντού φροντίδα και καθαριότητα.
Κάθομαι σε ένα καφέ που βρίσκεται στο δρόμο μου για κάτι παγωμένο και δροσερό, θέλω να βρω λίγο χρόνο να μιλήσω με τους ντόπιους κατοίκους του χωριού, πριν ρωτήσω οτιδήποτε οι θαμώνες έχουν μεγαλύτερη περιέργεια από εμένα, με κοιτούν με περιέργεια και μου κάνουν το κλασικό ερώτημα, “που πας φίλε;.... στο Βόλο; και δεν βαριέσαι με τέτοια ζέστη, μέσα στον ήλιο, τρέλα που την έχεις” με πήραν από τα μούτρα και εγώ τη να πω; Εγώ όμως έπρεπε να λύσω την περιέργεια μου «πολύ περιποιημένο χωριό έχετε» χαμογελούν και σαρκαστικά κουνώντας το κεφάλι τους «ας είναι καλά οι επιδοτήσεις της Ε.Ε, τώρα τη κάνουμε που έχουν σταματήσει μου λες;» Πήρα την απάντηση στο ερώτημα που μου γεννήθηκε και συνέχισα την πορεία μου στον απέραντο κάμπο που ξανοιγόταν μπροστά μου.
Συνέχισα τον δρόμο μου στον απέραντο κάμπο, άλλοτε οργωμένα και άλλοτε απεριποίητο, φαντάζομαι πως σύντομα και αυτά θα τα οργώσουν μια και στη περιοχή δεν αφήνεται τίποτε ακαλλιέργητο, φτάνω στο “Νέο Πλάτανο” και τον προσπερνάω χωρίς να σταματήσω μία και δεν βρίσκω κάτι το ενδιαφέρων, σκόρπια σπίτια χωρίς συγκεκριμένο κέντρο, ίσως βρισκόταν λίγο έξω από τον δρόμο μου και δεν είδα τίποτα, ποδηλατώ ολοταχώς για “Αλμυρό” τον έβλεπα τόση ώρα από μακριά, χωριό η μάλλον πόλη θα έλεγα καλύτερα, φτάνω και σταματώ είναι λίγο μετά το μεσημέρι, ο ήλιος καίει για τα καλά, βρίσκω μια πλατεία και μία δροσιά παίρνω λίγο νερό και συνεχίζω, δεν είχα όρεξη να κάτσω είχα τον στόχο μου, Βόλος και τίποτε άλλο, άλλωστε το σημείο δεν είχε και κάτι να με μαγέψει κάτι να με ενθουσιάσει, δυνάμεις είχα ακόμα καλές είχα βέβαια χάσει υγρά αλλά τα αποκαθιστούσα πίνοντας το ένα μπουκάλι νερό μετά το άλλο.
Ποδήλατό μέσα στον κάμπο είχα έναν αέρα κόντρα αλλά τον αντιμετώπιζα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, η ρόδα πέρα από την ταλάντωση δεν έχει κάτι ιδιαίτερο ούτε έχει μεγαλώσει η ταλάντωση της, μπορώ να πω πως το έχω συνηθίσει και το αντιμετωπίζω ψύχραιμα χωρίς φόβο με την σιγουριά πια πως θα φτάσω Βόλο με μόνο το πρόβλημα της ταλάντωσης. Σταματώ για λίγο στον κάμπο να χαζέψω ένα κοπάδι πουλιά, ένα κοπάδι Γύπες έχουν πέσει μέσα σε ένα χωράφι και μασουλάνε δεν ξέρω τί κοντά στον δρόμο, τους κοιτώ και εντυπωσιάζομαι με το μέγεθος τους, τα χαζεύω, θεωρό πως είμαι πολλή τυχερός που ήμουν δίπλα τους και δεν έφυγαν, μετά από μερικά δευτερόλεπτα κάνουν να σηκωθούν με κόπο μεγάλο μια και ο όγκος τους δεν τους επέτρεπε να πετάξουν γρήγορα, κάνουν θόρυβο με τα φτερά τους, φράπ φράπ φράπ φράπ αργά αργά σηκώνονται και φεύγουν σαν μικρά ελικόπτερα δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό θέαμα.
Συνεχίζω την βασανιστική μου πορεία στον κάμπο μέσα στην ζέστη και στον καυτό ήλιο χωρίς κάτι να ομορφαίνει την πορεία μου, ατέλειωτες αγροτικές εκτάσεις καλλιεργημένες οι ακαλλιέργητες. Όταν έχω ανηφόρα λέω πότε να τελειώσει όταν έχω κατηφόρα λέω ποτέ να μην τελειώσει αυτό που είναι όμορφο είναι η ευθεία δίπλα σε ποτάμια και θάλασσες αλλά η πορεία μέσα στον κάμπο μεσημεριάτικα θεωρό πως είναι τραγικά άσχημη ιδιαίτερα μεσημεριάτικα και να μην φαίνεται πώς τελειώνει. Μόλις έφτασα σε ένα χωριό ονόματι Κρόκιο με την ταβέρνα του πάνω στον δρόμο και κόσμο να τρώει κάτω από τον ίσκιο μεγάλων δένδρων, σκέφτηκα να η ευκαιρία που γύρευα, να σταματήσω για μια μπύρα και ένα μικρό μεζέ για να συνέλθω λίγο, να φυγή λίγο η κάψα του μεσημεριού, να δροσίσει λίγο και να φτιάξει λίγο το κέφι μου.
Μια μπύρα και λίγο φαγητό μου ανέβασαν το ηθικό, έσπασαν λίγο την μονοτονία και την ρουτίνα της ποδηλασίας στην πεδιάδα κάτω από τον καυτό ήλιο, ήταν μεσημέρι και εργάτες έτρωγαν το μεσημεριανό τους φαγητό, έπιναν της μπύρες τους και κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα, χαιρόντουσαν την όμορφη ημέρα την ξεγνοιασιά της επαρχίας την δροσιά των δένδρον, έδειχναν να είναι χαρούμενοι χωρίς μεγάλα προβλήματα να τους κρατάνε κατσούφηδες και σκυθρωπούς, ετούτοι εδώ ήταν έξω καρδιά χαμογελαστή, έδειχναν να είναι χαρούμενοι από την ζωή τους, τους κοιτούσα και τους χαιρόμουνα, μία εικόνα που δεν βλέπεις συχνά στην Αθήνα που οι περισσότερη είμαστε σκυθρωποί σοβαροί και αγχωμένοι.
Μικροθήβες ιστορικός κόμβος
Με ανανεωμένες τις δυνάμεις μου και ανεβασμένη το ηθικό μου ξεκίνησα για τα υπόλοιπα χιλιόμετρα μέχρι το Βόλο, δεν πέρασαν πολλά χιλιόμετρα και να μπροστά μου η πολυπόθητη διακλάδωση με το διάσημο όνομα “Μικροθήβες” πόσες και πόσες φορές δεν έχω ακούσει στην τηλεόραση για τα τρακτέρ των αγροτών που κλείνουν τις Μικροθήβες, και να τώρα που βρίσκομαι σε αυτό το σταυροδρόμι, ο ένας δρόμος έρχεται από τον Αρμυρό που έρχομαι και εγώ ο άλλος από Καρδίτσα και συνεχίζεται για Βόλο αυτόν που έχω πάρει και πηγαίνω και εγώ.
Επάνω στον φαρδύ σχεδόν τεράστιο δρόμο το ποδήλατο ρολάρει τώρα σχεδόν μόνο του μια και επιτέλους έχει λίγη κατηφόρα, η ταλάντωση επιβάλει να το φρενάρω κάθε λίγο και λιγάκι για να μπορέσει με πάει στο Βόλο με το ποδήλατο και όχι να το κουβαλώ στα χέρια, συνεχίζω ασταμάτητα περνώντας την νέα Αγχίαλο και συνεχίζω, κάποια στιγμή όπως όλα τα όμορφα πράγματα δεν διαρκούν πολλή, έτσι και η κατηφόρα έχει ένα τέλος, και κάπου εκεί αρχίζει η ανηφόρα, σε αυτόν τον τεράστιο και πλατύ δρόμο κάτι που την ποδηλασία την κάνει ακόμα πιο άχαρη μια και τα αυτοκίνητα περνούν δίπλα μου με τεράστια ταχύτητα και εγώ! Με ποδήλατο με 5 χιλιόμετρα νιώθω σταματημένος και σαν βλάκας σε αυτό το άχαρο περιβάλλων, και να ξανά πάλη ευθεία και λίγο κατηφόρα και ξανά η ανηφόρα να συνεχίζεται με τα αυτοκίνητα να πολλαπλασιάζονται το ίδιο και η ταχύτητα τους, δήγμα πώς πλησιάζουμε σε μεγαλούπολη.
Κάπου εκεί αρχίζει μια βασανιστική ανηφόρα που σε συνδυασμό με την κούραση, τον ήλιο, το φόρτωμα που είχα και την ταλάντωση του ποδηλάτου με είχαν λυγίσει, οι στάσεις τώρα είναι συχνές, πρέπει να παίρνω ανάσες και να ανακτώ δυνάμεις, έτσι η στάσεις είναι συνεχόμενες, βλέπω στο βάθος την μεγαλούπολη και αποθαρρύνομαι βλέποντας τα σπίτια πόσο μικρά είναι, μαζεύοντας δυνάμεις συνεχίζω την ανάβαση με κατεβασμένο κεφάλι χωρίς να προσέχω πια τίποτα μια και δεν υπάρχει κάτι το όμορφο, το μόνο που σκέφτομαι είναι το πότε θα φτάσω στο Βόλο, να πιο κάτι και να φάω και κυρίως να ξεκουραστώ, ψυχολογικά ήθελα να είχα φτάσει στο Βόλο, ήθελα να είχα φτάσει στον προορισμό μου, αυτή η ψυχολογική διάθεση το ξέρω πως πολλαπλασιάζει την κούραση και θέλεις οπωσδήποτε να τελειώσεις, απ’ εκεί και πέρα δεν ευχαριστιέσαι τίποτε παρά μόνο ποδηλατείς μόνο και μόνο για να φτάσεις στο τέρμα χωρίς να βλέπεις και να ακούς τίποτε.
Από την προηγούμενη ημέρα είχα μιλήσει με τον φίλο τον Κώστα, “που είσαι; δεν έρχεσαι από τον Βόλο μία βόλτα να σε δω λίγο;” έτσι ήξερα πως με περιμένει ένας φίλος στην πόλη του Βόλου, το ερώτημα ήταν το πότε θα φτάσω, μια και δεν ήξερα με τον ρυθμό που πηγαίνω και της ανηφόρες που θα συναντούσα πότε θα έφθανα, το ότι θα έφτανα ήταν σίγουρο το ερώτημα ήταν το πότε.
Άρχισα να δουλεύω στο μυαλό μου ερωτήματα, το εάν θα φύγω κατ’ ευθείαν για Αθήνα η θα μείνω ακόμα μία ημέρα στο Βόλο; αυτές τις ημέρες που έλειπα από το σπίτι τα τηλέφωνα έπεφταν βροχή, πότε από την Κατερίνα και πότε από τα παιδιά, η Σταυρούλα έδειχνε να ανησυχεί, το ίδιο και ο Νίκος “πότε θα γυρίσεις;” ήταν το συχνότερο ερώτημα, μου έδιναν την εντύπωση πώς είχα φύγει και εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό, όταν έχεις αφήσει ανθρώπους δικού σου πίσω η αλήθεια είναι πώς δεν μπορείς να είσαι τελείως ελεύθερος για πολλές ημέρες, όλα αυτά τα τηλεφωνήματα λίγο πολλή με ανάγκασαν να επισπεύσω την επιστροφή μου γρηγορότερα απ ότι θα ήθελα, άρχισα να γέρνω προς την άποψη να φύγω κατ ευθείαν με το πρώτο λεωφορείο που φεύγει για Αθήνα, δεν είναι και δύσκολο; φορτώνω τα πράγματα στο λεωφορείο και το βραδάκι είμαι Αθήνα, μπάνιο οικογενειακή θαλπωρή και αγκαλίτσες...
Όμορφα όλα αυτά αλλά ας φτάσω πρώτα στο Βόλο και βλέπουμε, προς το παρών το θέμα είναι να τελειώσει αυτή η απαίσια ανηφόρα που φαίνεται ατελείωτη, κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω άρχισε ο δρόμος να κατηφορίζει και ξανά κατηφόρα και αφέθηκα να την απολαμβάνω, επιτέλους ο θαλασσινός αέρα με δρόσιζε και άρχισα να στεγνώνω από τον ιδρώτα της ανηφόρας, τα σπίτια άρχισαν να μεγαλώνουν και ο δρόμος να στενεύει και να μην είναι ευθείς όπως πριν, τώρα άρχισαν οι τεθλασμένες στόφες μέσα στην πόλη, και να τα φανάρια το ένα μετά το άλλο, και να η παραλία με τα καΐκια της και τα ιστιοπλοϊκά της με τον κόσμο να κάνει βόλτα στον πεζόδρομο του λιμανιού, εγώ κατ ευθείαν στο πρακτορείο για εισιτήρια, και συνεχίζω κατ ευθείαν για μπύρα με τον φίλο τον Κώστα για κουτσομπολιό δίπλα στην θάλασσας.
Είχα ανάγκη να ηρεμήσω και να χαλαρώσω κάτω από της δροσιές του πάρκου του Βόλου, μια και αναπολούσα κάτι τέτοιο από ώρα, να κάτσω στην δροσιά και να απολαύσω και εγώ σαν άνθρωπος την μπύρα μου χωρίς το άγχος της συνέχειας και της πιθανής ανάβασης πού με περιμένει, αναπολώ όλο το ταξίδι μου και τις ευχάριστες στιγμές που πέρασα, γιατί με το ποδήλατο μόνο ευχάριστες έχεις στιγμές όλες τις δυσκολίες που είναι κυρίως και μόνο στην αναβάσεις έχεις την τάση να τις ξεχνάς, έχω κάνα δίωρο μέχρι να έρθει η ώρα για να πάρω το λεωφορείο μου, μέχρι τότε αφιέρωσα τον χρόνο μου κουβεντιάζω με τον Κώστα, και χαζεύοντας τους κατοίκους αυτής της όμορφης πόλης που πέρναγαν την ζωή τους κάνοντας βόλτες στην προκυμαία, τους έβλεπα άλλοτε ζευγαρωμένους και άλλοτε σαν οικογένειες και αναπολούσα και εγώ τους δικούς μου ανθρώπους, με περίμεναν και εμένα κάπου στην Αθήνα, τώρα το μόνο που ήθελα ήταν ένα ζεστό μπάνιο και ένα οικογενειακό περιβάλλον, χαιρέτισα τον Κώστα και μπήκα στο λεωφορείο και κατά της δέκα το βράδυ ήμουν στην Αθήνα.
Πλησίαζε το άγιο Πάσχα των Ελλήνων, και ως συνήθως αυτό τον καιρό πάντα εδώ και χρόνια διάλεγα την εποχή για ένα ταξίδι ποδηλατικό, άλλοι πήγαιναν στα εξοχικά τους για να τα καθαρίσουν και να τα προετοιμάσουν για το Πάσχα αλλά εγώ στον κόσμο μου έκανα τα δικά μου σχέδια. Ήταν μια διαδρομή που πάντα την είχα στο μυαλό μου να την κάνω και όλο την ανέβαλα, είπα, δεν πάει άλλο θα το κάνω, εκείνο το διάστημα είχαμε «πνιγεί» στις ειδήσεις,τα Μ.Μ.Ε μας είχαν σπάσει τα νεύρα, παντού πρόσφυγες παντού θλίψη πείνα και φτώχεια, είπα ας κάνω ένα ταξίδι για να ξεφύγω έστω προσωρινά, για λίγο από αυτό το θλιβερό κλήμα που επικρατούσε παντού, ξέρω τι θα πείτε, “ο κόσμος εδώ καίγεται και δεινοπαθεί και εσύ στον κόσμο σου;” εντάξει συμπάσχω όπως μπορώ, έστω και για λίγο ας μου επιτραπεί να ξεφύγω για λίγες ημέρες μια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο απ αυτά που τότε έκαναν οι “δομές” που είχαν διαμορφωθεί.
Η ιδέα της εκδρομής μου είχε δημιουργηθεί από μια εκδρομή που έκανα προς την Κάρυστο με το αυτοκίνητο μου με κατεύθυνση προς τους Καλυανούς, στον δρόμο βλέπω έναν ποδηλάτη μόνο του, “μπήκα από την Ραφήνα και διέσχιζε όλο τον ορεινό δρόμο προς τον Αρμυροπόταμο, Αλιβέρι, Χαλκίδα και θα βγω Βόλο” τέλος καλοκαιριού ήταν, άδεια είχε και ταξίδευε χωρίς άγχος, τον ζήλεψα, εκεί σκέφτηκα πως, κάποτε θα το κάνω και εγώ αυτό το ταξίδι, “που κοιμάσαι, έχεις σκοινάκι μαζί σου;” Τον είχα ρωτήσει, “είμαι μεγάλος για σκοινάκι ξενοδοχείο και Άγιος ο θεός, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο”.
Εγώ όμως έχω άλλες αρχές, άλλα στάνταρ και αντέχω ακόμα, όλη μου κουλτούρα είναι διαμορφωμένη από την εποχή που η ποδηλατικοί ταξιδευτές ήταν αυτόνομη και ανεξάρτητη από χωριά και ξενοδοχεία, είχε και έχει ενδιαφέρων να ξεφύγεις έστω και για λίγες ημέρες μακριά από τον πολιτισμό, μακριά από σεντόνια και τηλεόραση, όλα αυτά προϋποθέτει να θέλει και να ζητά ο ταξιδευτής την περιπέτεια και την έκπληξη, αυτά έχουν ενδιαφέρων στα ταξίδια, εάν όλα είναι οργανωμένα και “αστραφτερά” τότε το ταξίδι χάνει την μαγεία του, άλλωστε γιαυτό κάνω τα ταξίδια με ποδήλατο, εάν δεν ήθελα προβλήματα θα τα έκανα με το αυτοκίνητο και όλα θα ήταν “λευκά και καθαρά” μα τότε τα ταξίδια θα έχαναν την μαγεία τους και την περιπέτειά τους.
Όλα αυτά ήταν καταγραμμένα και υλοποιημένα από ένα ζευγάρι Γάλλους που έκαναν τον γύρο του κόσμου με ποδήλατα πολλές φορές, έκαναν παιδί κατά την διάρκεια του πολυετούς ταξιδιού τους και συνέχισαν το ταξίδι τους κουβαλώντας το μαζί τους, οι περιγραφές τους για ύπνο σε απόμακρα μέρει του κόσμου στην φύση, σε εξωκλήσια, σε στάβλους, σε οικοδομές και σε υπόστεγα, είναι άπειρες και μοναδικές, αυτό το ζευγάρι ποδηλατών έχει γίνει οδηγός για όλους σχεδόν τους ποδηλάτες του πολυήμερου ποδηλατικού τουρισμού, ένα τέτοιο τρόπο ζωής αποζητούσα και εγώ φεύγοντας για λίγες ημέρες από την Αθήνα και απότην σπιτική μου βολή, ψάχνοντας με το ποδήλατο μου δια μέσω του ταξιδιού περιπέτεια και καινούργιες εμπειρίες.
Φόρτωσα και εγώ το ποδήλατο μου με ότι χρειαζόμουν στης περίπου τέσσερις ημέρες ποδηλατικής βόλτας και ξεκίνησα, από ρουχισμό είχα μαζί μου σχεδόν τα πάντα, από αντιανεμικά, φούτερ, φλις, ακόμα και καγκού για βροχή, σίγουρα είχα μαζί μου την ατομική μου σκηνή και ότι άλλο χρειαζόμουν για τον ύπνο στο ύπαιθρο, οπλίστηκα με κέφι και ψηφιακό χώρο στο τηλέφωνο μου για να χωρέσουν οι φωτογραφίες και τα video που θα τράβαγα σε όλο μου το ταξίδι, και κατά τις έξι το πρωί ήμουν στον σταθμό του Μενιδίου με κατεύθυνση προς την Χαλκίδα.
Το ταξίδι αρχίζει
Μαζί με τους ανθρώπους του μόχθου και της εργασίας πρωί πρωί βρισκόμουν και εγώ ανάμεσά τους, μόνο που εγώ δεν έκανα τίποτε το παραγωγικό παρά μόνο ταξίδευα και φωτογράφιζα, όλοι σε ένα βαγόνι για την Χαλκίδα, μετά από μιάμιση ώρα βρίσκομαι επάνω στην γέφυρα της Χαλκίδας που χωρίζει το νησί από την στεριά, ταχτοποιώ τα πράγματα μου, ρίχνω μια τελευταία μάτια πριν να αρχίσει η βόλτα, οκτώ και κάτι η ώρα, κατευθείαν για μια τυρόπιτα και ένα μπουκάλι νερό μια και ο δρόμος σίγουρα είναι μακρύς και ανηφορικός, η Χαλκίδα μόλις άρχισε να ξυπνά με τους κατοίκους της βιαστικούς να πηγαίνουν ο καθένας στις δουλειές του, αλλά εγώ χαλαρός και ήρεμος απολάμβανα το πρωινό μου, έβλεπα τα νερά του ευβοϊκού κόλπου να τρέχουν προς τα επάνω λες και είναι ποτάμι, πέρασα τα στενά δρομάκια της πόλης και άρχισα να βγαίνω στα περίχωρα και στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί προς την Αρτάκη, και συνεχίζω ακάθεκτος για την ανάβαση του βουνού που έχω μπροστά μου.
Όσο φασαρία είχε η πόλη στο κέντρο της τόσο ήσυχα ήταν στην εξοχή και στα περίχωρα της Χαλκίδας, πέρασα και την Αρτάκη και την διακλάδωση που ανεβαίνει για την Στενή που σε οδηγεί για της παραλίες της Χιλιαδούς και στο υπέροχο Μετόχι και συνεχίζω για την περιοχή που βρίσκεται το ΤΕΙ της Χαλκίδας, μια περιοχή που ήταν γεμάτη μποστάνια και κηπευτικά μπρόκολα λάχανα και άλλα, ήταν ο μικρός κάμπος της Χαλκίδας μια και ο μεγαλύτερος ήταν στον Μαλακόντα, άρχισε να διαφαίνεται μπροστά μου ο μεγάλος όγκος και το θηρίο που έχω να ανέβω η μάλλον να δαμάσω θα έλεγα καλύτερα, Ψυχολογικά ήμουν προετοιμασμένος από την Αθήνα για το βουνό αυτό, ήξερα τη με περίμενε από την ώρα που σχεδίαζα το ταξίδι, έτσι δεν είχα άγχος παρά μόνο ήθελε υπομονή και καλό καιρό, πράγμα απ ότι φαινόταν εκείνη την στιγμή ήταν όλα με το μέρος μου, και ο καιρός ήταν καλός και η όρεξη μου ήταν καλή, η ψυχολογία μου πολύ καλή και κανένας πόνος δεν με ενοχλούσε, άλλωστε δεν είχα Ποδηλατείση παρά μόνο λίγες ώρες
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα
Η ανάβαση άρχισε απαλά σιγά σιγά και χωρίς να το καταλάβω έφτασα στις πρώτες ταβέρνες που σίγουρα ήταν ένα σημείο που οι Χαλκιδείς θα το επισκέπτονται συχνά, εντυπωσιακό ήταν το όνομα μιας ταβέρνας “η ταβέρνα του πεθαμένου” άντε να κάτσεις να φας με όρεξη σε αυτή την ταβέρνα, συνεχίζοντας ο δρόμος με οδηγούσε στο αριστερό και πίσω μέρος του βουνού, κάτι που από κάτω δεν φαινόταν, μια μικρή ανάπαυλα και η ανηφόρα συνεχίζεται ασταμάτητα, η ησυχία είναι απόλυτη, τίποτα δεν διαταράσσει την γαλήνη της φύσης, ο ιδανικός καιρός για ποδήλατο, ούτε πολλή ζέστη, ούτε πολλή ήλιος, μια και ο ήλιος συνεχώς φλέρταρε με τα σύννεφα, που πότε τον έκρυβαν και πότε τον αποκάλυπταν χωρίς αυτό να με ενοχλεί ιδιαίτερα, έτσι τους μόνους ήχους που ακούω τώρα πια ήταν το αγκομαχητό μου και τα πουλιά που κράζουν από πάνω μου προαναγγέλλοντας τον ερχομό μου στα ψηλώματα του βουνού.
Ανεβαίνοντας το βουνό ονειρεύομαι και θυμάμαι
Ψάχνω την μνήμη μου να θυμηθώ πότε ήταν την τελευταία φορά που είχα ανέβει στο βουνό, και βέβαια με αυτοκίνητο, τότε ακόμα με το ποδήλατο δεν είχα καμιά σχέση, ήταν απ ότι θυμάμαι ένα τριήμερο καθαρής Δευτέρας, πήγαμε οικογενειακά στο Πίλη, μετά τον άγιο Γιάννη τον Ρώσο στρίψαμε δεξιά, τι επεισοδιακό τριήμερο και αυτό, ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ανέβηκα σε πάλκο, εξέδρα δηλαδή, σε αυτές τις εξέδρες που ανεβαίνουν οι μουσικοί, και έπαιξα μουσική μαζί με τον γιο μου, τον Βαγγέλη τον Καρύδη, και μερικούς άλλους που τους γνώρισα εκείνο το τριήμερο, τη περιπέτεια και αυτή! Την θυμάμαι και δεν το πιστεύω ακόμα το τη μπορεί να σου τύχει σε ένα τριήμερο. Η ανηφόρα συνεχίζεται το ίδιο και η ησυχία, τώρα ο δρόμος έστριψε δεξιότερα ώστε άρχισα να βλέπω της περιοχές του κάμπου που είχα αφήσει πριν από μία ώρα. Αφού τελείωσε το επεισοδιακό τριήμερο φεύγοντας φτάσαμε στο ψηλότερο σημείο αυτού του βουνού εκεί που θέλω να φτάσω τώρα όπου είχε ταβέρνες και καφετερίες απ’ ότι θυμάμαι, κάτσαμε τότε για ένα αναψυκτικό και ένα γλυκάκι, σε ένα περιβάλλων γεμάτο πεύκα με αρκετό υψόμετρο που θα μπορούσε να είχε και έλατα, άλλα δεν θυμάμαι να είχε, αυτό το σημείο είναι σίγουρο πως αργή πολλή να φανεί μπροστά μου σήμερα, και με τον ρυθμό που ποδηλατώ θέλει κάποιες ώρες ακόμα.
Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι, παρ’ ότι ο ήλιος ακόμα δεν καίει, φαντάσου να ήταν καλοκαίρι σίγουρα θα είχα πλαντάξει, που λέει και η μάνα μου στην διάλεκτο την Κουμιώτικη, ότι εξοχικά σπίτια υπήρχαν στο δρόμο μου τα είχα περάσει, τώρα το μόνο που έβλεπα στον ανηφορικό μου δρόμο ήταν πεύκα και άγρια βλάστηση και κάπου κάπου στην άκρη του δρόμου καμιά ξεχασμένη ταβέρνα που την είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες της. Εκείνο το επεισοδιακό τριήμερο μας είχε φιλοξενήσει μια οικογένεια φίλοι του Βαγγέλη, μαζί μας ήταν και μια οικογένεια σχεδόν μουσικών, η μαμά δασκάλα μουσικής, ο γιος σπούδαζε βιολί η κόρη μάθαινε κλαρίνο, και ο μπαμπάς φυσικομαθηματικός και ερασιτέχνης τραγουδιστής κυρίως στο ηπειρώτικα, ο Βαγγέλης πάντα μαζί του κουβαλούσε ένα μαντολίνο που στα νεανικά του χρόνια είχε μάθει μερικά ακόρντα και με αυτά πορευόταν παίζοντας μερικές μελωδίες στην παρέα όταν βρισκόμαστε, εγώ νομίζω πως εκείνο τον καιρό είχα πάρει ένα μπαγλαμά και τον σκάλιζα λίγο, μα δεν σκέφτηκα να τον πάρω μαζί, αλλά δεν χρειάστηκε απ’ ότι θα περιγράψω.
Το νερό μου έχει τελειώσει και ψάχνω να γεμίσω το παγούρι μου, έξω από μια ταβέρνα που απ’ ότι φαίνεται λειτουργεί, ψάχνω τον ιδιοκτήτη και την βρύση του, ακούω την φωνή του μα δεν τον βλέπω, κάποια στιγμή ξεπετάγεται μέσα από τον κήπο του “όταν δεν έχω δουλειά ποτίζω τον κήπο μου και περνάω την ώρα μου” μου λέει χαμογελαστός και χαρούμενος, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που συναντώ εδώ και δύο ώρες που ανεβαίνω στο βουνό, απ’ την κουβέντα μας συμπέρανα πως κορυφή με της καφετέριες και της ταβέρνες αργεί ακόμη, έχω ανάγκη από ενθάρρυνση και προσπαθώ να πάρω όρεξη και κουράγιο για ποδήλατο από τα λεγόμενά του, η “πραμάτεια μου” στο ποδήλατο επάνω ήταν αρκετή κάτι που με ανάγκαζε να ανεβαίνω με την πρώτη ταχύτητα συνέχεια, το 36 μου γρανάζι είχε ανάψει, δύο βαλίτσες εμπρός και άλλες δύο πίσω μεγαλύτερες και με περισσότερο βάρος, όλα αυτά έκαναν ένα ποδήλατο αρκετά βαρύ και δυσκίνητο, και αυτό το καταλάβαινες μόνο στην ανηφόρα.
Ένα σκυλί με έχει πάρει από πίσω αφότου έφυγα από την ταβέρνα και δεν λέει να με αφήσει με τίποτα, δεν πέρασε λίγη ώρα και έγιναν δύο και το γάβγισμα τους δυναμώνει, η ταχύτητα μου δεν ξεπερνά τα 5- 7 χιλιόμετρα, που να μπορέσω να ξεφύγω! και τα δύο γαβγίζουν ασταμάτητα, δεν είναι τίποτα σοβαρό αλλά μου έχουν πάρει τα αυτιά, δεν μπορεί λέω κάποια στιγμή θα βαρεθούνε να γαβγίζουν και θα φύγουν μια και έχω απομακρυνθεί αρκετά από την ταβέρνα, μια και αυτά ήταν σκυλιά της ταβέρνας και μόνο, ποσά γλυκόλογα τους είπα ούτε που θυμάμαι, κάποια στιγμή με άφησαν στην ησυχία μου και στο αγκομαχητό μου που συνεχιζόταν ασταμάτητα, τηλέφωνο ο φίλος ο Γιώργος, ήταν μια ευκαιρία για να σταματήσω, την είχα ανάγκη “πώς πας; καλά όλα; καλά εντάξει, που βρίσκεσαι; το πέρασες το βουνό; έχεις δρόμο ακόμα κουράγιο” και μερικές ευχές καλού κακού, να είναι καλά γιατί της έχω ανάγκη μια και δεν ξέρα που θα με βγάλει το σούρουπο.
Καθόμαστε στο σπίτι στο Πύλη μέσα τρώγοντας και κάνοντας πλάκες, και κάπου κάπου το βράδυ παίζοντας κυρίως ο Βαγγέλης το μαντολίνο του, έτσι περνάγαμε της βραδιές μας, παραμονή καθαρής δευτέρας κάποιος μας χτυπά την πόρτα, ήταν τα παιδιά του χωριού, αύριο έχουν γιορτή στη κεντρική πλατεία και μας καλούν να πάμε στην αυριανή τους γιορτή, θα έχουν λέει και αναπαράσταση του βλάχικου γάμου, το παλικάρι που μας καλούσε ρίχνει μια ματιά στο σπίτι και βλέπει τα διάσπαρτα όργανα μουσικής που υπήρχαν εδώ και εκεί στο σαλόνι, και μας προτείνει μια και δεν είχαν ορχήστρα για αύριο εάν θέλαμε να ξεκινήσουμε εμείς παίζοντας ένα η δυο τραγούδια, έτσι για να προετοιμάσουμε το κοινό για τον γάμο που θα επακολουθήσει.
Όλοι κοιτάξαμε την δασκάλα της μουσικής που απαντά χωρίς πολλή σκέψη “εντάξει θα έρθουμε” τη ήταν να πει “εντάξει” από εκείνη την στιγμή τέρμα οι βόλτες και το χαλάρωμα, άρχισαν οι πρόβες, μας μοίρασε τα όργανα που θα έπαιζε ο καθένας μας και αρχίσαμε τις πρόβες, εσύ, απ ευθύνεται σε μένα “ξέρεις να παίζεις κανένα όργανο;” ναι ξέρω κιθάρα, “πιάσε την κιθάρα και μπες στο γκρουπ” εκείνη την χρονιά ο Νικόλας μάθαινε τουμπελέκι στο ωδείο της τότε εν ζωή Ριζοπούλου, εσύ Νικόλα το τουμπελέκι, και αρχίσαμε να δένουμε σαν μουσικό σύνολο που θα έπαιζε στο πάλκο, και ο καθένας άρχισε να ξεδιπλώνει τις “μουσικές του ικανότητες” που δεν ήταν και λίγες απ΄ ότι φάνηκε εκ τον υστέρων.
Ο ήλιος έκαιγε αρκετά αν και ήταν λίγες μόνο ημέρες πριν το Πάσχα, να πλησίαζα την κορυφή η έχω πολλή δρόμο ακόμα; αναρωτιόμουνα καθώς ποδηλατούσα στην ανηφόρα, κάθε τόσο από στροφή σε στροφή προσπαθούσα να μαντέψω τη θα έβρισκα στην επόμενη γωνιά, έψαχνα μια ένδειξη κάτι που να μου επιβεβαιώνει της διάθεση μου πως φτάνω στα μαγαζιά που έχει στην κορυφή του βουνού, από μακριά ακούω μηχανή να ρχεται, μες την ησυχία την ακούω να ανεβαίνει φορτσάτι, με φτάνει και με προσπερνά με ταχύτητα, από τον θόρυβο που απομακρύνεται προσπαθώ να καταλάβω για πόσο χρόνο ακόμα θα συνεχίζει να μαρσάρει η μηχανή ανεβαίνοντας, είναι ένας τρόπος να υπολογίσω το πόσο ανηφόρα έχω ακόμα μπροστά μου, έτσι ώστε να προετοιμαστώ ψυχολογικά, ήταν ένας τρόπος υπολογισμού της απόστασης πού μένει, με ένα αυτοσχέδιο υπολογισμό υπολόγισα πως είναι περίπου μία ώρα ακόμα ανηφόρα, απ ότι συμπέρανα από τον ήχο της μηχανής που μόλις πέρασε και υπολογίζοντας την ταχύτητα με την οποία ανέβαινα.
Ξημέρωσε μια ημέρα φοβερή, στο χωριό επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα λόγω των εκδηλώσεων που είχαν ανακοινωθεί, στο σπίτι το ίδιο, πανικός εν όψη της παρουσίασης μας στην πλατεία, παίζαμε και ξανά παίζαμε τα κομμάτια που θα παρουσιάζαμε για να είμαστε μουσικά σωστή, ο τραγουδιστής μας ο κυρ Γιώργος με συνοδεία του κλαρίνου της κιθάρας του μαντολίνου και το τουμπελέκι και με την βασική βοήθεια της δασκάλας μας, που εκείνη την ημέρα έπαιζε και ρόλο μουσικού συντονιστή, και του εμψυχωτή της περίεργης μουσικής ομάδας που δεν είχε ξανά βγει στο πάλκο, ο μόνος που δεν έκανε πρόβες μαζί μας ήταν το βιολί, αυτός τα ξέρει έλεγε η Δασκάλα μας, εμένα μού είπε τα ακόρντα που θα παίζω στα κομμάτια που θα παίξουμε και ήμουν εντάξει, για να είμαι ειλικρινείς είχα εντυπωσιαστεί και εγώ με την μουσική ετοιμότητα μου μα περισσότερο η δασκάλα μου, βλέπεις ήταν το γενικότερο μουσικό κλίμα που με είχε παρασύρει και μας είχε βάλει όλους σε ένα ρυθμό πρωτόγνωρο, ο μόνος που δεν είχε πρόβλημα τουλάχιστον μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν ο Νικόλας ο γιος μου, παρακολουθούσε και συμμετείχε στις πρόβες αδιαμαρτύρητα και με μεγάλη ευχαρίστηση.
Τώρα πλησίαζα την κορυφή, το ένιωθα, το αισθανόμουν, το μυριζόμουν, η κλήση του δρόμου είχε μικρύνει, ποδηλατούσα σχεδόν ευθεία, η θαμνώδη βλάστηση ήταν αραιή μεγάλα δέντρα εδώ και εκεί με χέρσα μεγάλα κομμάτια γης, δήγμα πως εδώ κάποτε είχαν καλλιεργήσει τον τόπο, τον είχαν αποψιλώσει από τους θάμνους και την χαμηλή βλάστηση, τα δένδρα υπήρχαν που και πού, να και μερικά σπίτια, όλο και πλησίαζα σε πλάτωμα αλλά η δυσκολία δυσκολία, αλλά και μόνο με την αίσθηση πως πλησιάζω η κούραση άρχισε να γλυκαίνει, σαν να νιώθω πιο ξεκούραστος μόνο που σκέφτομαι ότι έφαγα αυτό το τεράστιο βουνό, το είχα στο μυαλό μου από την αρχή του ταξιδιού μου, πώς θα περάσω αυτό το τέρας; και πόση ώρα θα μου φάει; το ότι θα το ανέβαινα ήταν σίγουρο, το μεγάλο ερώτημα ήταν πόσες ώρες θα μου έπαιρνε, αυτό ήταν το ζητούμενο.
Θα ήταν περασμένες μία το μεσημέρι και είχα ξεκινήσει από της ενεά το πρωί από την Χαλκίδα και τώρα πλησιάζω την κορυφή, έψαχνα να βρω της παλιές μου εικόνες από την τελευταία μου επίσκεψη, άλλα όλα είχαν αλλάξει, ο τόπος έρημος και τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά, ίσως ανοίγουν το καλοκαίρι κάποια, άλλα πάλι τα έφαγε η κρίση, τα ταξίδια μειώθηκαν, τα χρήματα όλων μας το ίδιο, όπως και τα κέρδη των ιδιοκτητών, έτσι τα έκλεισαν μια και λίγοι ταξιδιώτες σταματούν στης μέρες μας στην κορυφή του για ένα καφέ όπως κάναμε και εμείς εκείνη την καθαρή Δευτέρα ερχόμενοι από το Πήλι.
Φύγαμε από το σπίτι παίζοντας τα όργανα μας κάνοντας πατινάδα όπως λέγεται, και παίζοντας το “σήμερα γάμος γίνετε” πηγαίνοντας προς την πλατεία του χωριού που ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος, ο κόσμος στο δρόμο μας έβλεπε σαν ένα όμορφο αλλά περίεργο γεγονός για τα δεδομένα του χωριού, φτάνοντας διαπιστώνουμε πως τα μόνα μικρόφωνα στην εξέδρα ήταν δυο, που σημαίνει πως ότι παίζαμε θα προσπαθούσε να βγει με ότι έπιαναν τα δύο μοναδικά αυτά μικρόφωνα, έρχεται το παλικάρι που μας είχε καλέσει και μας λέει “είσαστε εντάξει;” απ ότι φαινόταν αυτός που δεν ήταν εντάξει ήταν ο ίδιος, μια και μύριζε από μακριά έντονα κρασί, φαίνεται ο καημένος για να πάρει θάρρος να κάνει αυτές της αποκριάτικες δραστηριότητες έπρεπε να φτιαχτεί, να μεθύσι, και με αυτό να απελευθερωθεί η γλώσσα του και το σώμα του, δεν εξηγείτε αλλιώς το πόσο “λιώμα” ήταν τέτοια ημέρα και τέτοια ώρα.
Από τα μικρόφωνα ακούμε “και τώρα το μουσικό συγκρότημα του χωριού μας” χειροκροτήματα από κάτω, εμείς κοιταζόμαστε μετάξι μας, άλλοι να γελάνε άλλη να αγωνιούν για το τη θα βγάλουμε εκεί επάνω όπως εγώ, για μια στιγμή γυρίζει ο γιος μου προς το μέρος μου, έρχεται στο αφτί και μου λέει “τώρα τι θα κάνουμε ρε μπαμπά, στ’ αλήθεια θα ανέβουμε εκεί επάνω; είμαστε στα καλά μας ρε μπαμπά” έβαλα τα γέλια και προσπάθησα να του δώσω θάρρος “τώρα Νικόλα ανεβαίνουμε επάνω και ότι βγει, πάμε και θα δούμε, άσε τα ερωτήματα, ούτε και εγώ ξέρω τη είμαστε” ήρθε η ώρα που έπρεπε να ανεβαίνουμε επάνω στην εξέδρα, από κάτω κόσμος πολύς να μας κοιτά περίεργα και όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μας, παίρνουμε την θέση μας, η δασκάλα, η ο μαέστρος μας θα έλεγα καλύτερα, από κάτω προσπαθούσε να μας συντονίσει, και αρχίζουμε να παίζουμε, ο καθένας τον ρόλο του,
Δίπλα μου ήταν ο γιος της δασκάλας που έπαιζε βιολί, μα έπαιζε ένα υπέροχο βιολί που για μια στιγμή γυρίζω να τον προσέξω καλύτερα, με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ αυτό το παιδί με της ικανότητες του στο βιολί, κάτι που της ημέρες που κάναμε της πρόβες δεν μου είχε τραβήξει την προσοχή, το ίδιο και το κλαρίνο, η κόρη της δασκάλας μας, με το κλαρίνο της γέμιζε με ήχους την εξέδρα, και γενικά παρουσιάσαμε ένα υπέροχο σύνολο, όλα τα λεφτά ήταν ο τραγουδιστής μας αυτός ο καλός κύριος που της προηγούμενες ημέρες ήταν χαλαρός τώρα τραγούδαγε τα ηπειρώτικα τέλεια, και με προφορά μάλιστα μια και καταγόταν βλέπεις από εκείνα τα μέρει.
Δεν είπαμε πολλά τραγούδια γιατί ο μεθυσμένος υπεύθυνος των αποκριάτικων δρώμενων του χωριού μας ευχαρίστησε και μας κατέβασε από την εξέδρα σχεδόν κλοτσηδόν, στην αρχή αναρωτηθήκαμε εάν κάτι δεν του άρεσε η το κρασί δεν του άφηνε περιθώρια για λεπτότητες και καλούς τρόπους, η εκτίμηση της δασκάλας μας που μας άκουγε από κάτω μας είπε πώς ακουγόμαστε τέλεια, υπέροχα, ίσως μας το έλεγε για να μας ανεβάσει το μουσικό μας ηθικό, γιατί από την πλευρά του γιου μου και εμένα δεν θα είχε συνέχεια τουλάχιστον μέχρι σήμερα κάτι ανάλογο.
Καθόμουν στην κορυφή του βουνού που με είχε κουράσει για να το ανέβω και τα σκεφτόμουν όλες αυτές τις υπέροχες αναμνήσεις, τώρα καθόμουν λίγο έξω από την καφετέρια και σκεφτόμουν όλα αυτά τα γεγονότα που παρ ολίγον να γινόμουν μουσικός, σήμερα ήταν όλα κλειστεί και άδεια, και από κόσμο και από οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα, ήπια λίγο νερό και ξεκίνησα για την υπέροχη και λαχταριστή κατηφόρα που την ονειρευόμουν ώρες τώρα πώς και πώς, και να που τώρα κατεβαίνω χαλαρά και όμορφα, αγναντεύοντας την υπέροχη φύση το πλούσιο πευκοδάσος που φτάνει μέχρι κάτω στην θάλασσα.
Η κατηφόρα αρχίζει
Η ανηφόρα με είχε κάνει μούσκεμα έπρεπε να φορέσω κάτι μέχρι πάλι το έδαφος να ισιώσει και να μειωθεί η ταχύτητα μου, μα για κάτι τέτοιο έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ο ήλιος είχε κυριαρχήσει στην μάχη του με τα σύννεφα, απ αυτή την πλευρά του βουνού ήταν όλα λουσμένα στον ήλιο και στο φως, χαιρόσουν να τα βλέπεις όλα φωτεινά και πράσινα ως που έβλεπε το μάτι σου, πέρα μακριά καταπράσινα και δασωμένα, ήταν κάτι που το είχα κερδίσει με το μυικό μου σπαθί και τώρα έπρεπε να το απολαύσω, κατέβαινα φρενάροντας δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η όμορφη κατηφόρα γρήγορα, ήθελα να την καθυστερήσω όσο μπορώ, κατεβαίνοντας στο πρώτο μαγαζί που βρήκα σταμάτησα για λίγο νερό, ενώ είχα, ήταν ένας ακόμα τρόπος να καθυστερήσω λίγο ακόμα την κατάβαση μου, έψαχνα τρόπους να καθυστερήσω, να πάρω όσες μπορώ περισσότερες εικόνες στην μνήμη μου.
Αφού πέρασα τις μεγάλες κατηφόρες έφτασα στα ισιώματα και τα πλατώματα πριν τον χωριό Προκόπη και αφού πέρασα το στενότερο σημείο του ποταμού που έμοιαζε σαν φαράγγι, και στο αριστερό μέρος του δρόμου είχε μεταλλικά προστατευτικά για προστασία από τις κατολισθήσεις, βγήκα στο πλάτωμα το χωριού Προκόπη, το ποδήλατο κατέβαινε μόνο του, το μόνο που έκανα εγώ ήταν να φρενάρω να φωτογραφίζω και να χαίρομαι την εικόνα και την πλούσια βλάστηση που απλωνόταν μπροστά μου, χαιρόμουν την ελευθερία, και την ανεξάρτητη αίσθηση που σου δίνει η μετακίνηση με το ποδήλατο, μια ελευθερία μοναδική, ότι μπορώ να κοιμηθώ όπου θέλω και να πάω όπου θέλω με αυτό το υπέροχο όχημα που το μόνο που θέλει είναι υπομονή και ελεύθερο χρόνο, να έχεις διάθεση να βλέπεις καινούργιες εικόνες και να γνωρίζεις καινούργια μέρει και νέους ανθρώπους.
Έφτασα στην διακλάδωσή που πηγαίνει προς το Πύλη και την Βλαχιά, την προσπέρασα και κατευθύνθηκα προς το κέντρο του χωριού Προκόπη αυτή η κωμόπολη ήταν τυχερή, λόγο του ποταμού είχε μεγάλα πλατώματα μεγάλες πλατείες και χώρους για σχολεία πάρκα γήπεδα συγκριτικά με άλλες ορεινές περιοχές, όλη η πόλη αναπτυσσόταν σε ένα τεράστιο πλάτωμα που είχε διαμορφωθεί από τα φερτά υλικά που κατέβαζε το ποτάμι στα χιλιάδες χρόνια που τρέχει προς την θάλασσα, περνώντας στην άκρη την πόλης γεμίζοντας την πόλη με πλατάνια και τρεχούμενα νερά, σε ένα καφενείο έκατσα για μια μπύρα και ένα μεζεδάκι να πάρω δυνάμεις να ξεδιψάσω και να συνεννοηθώ με τον εαυτό μου το τι θα κάνω και πόσο θα πρέπει να προχωρήσω ακόμα τη χρόνους έχω και τη όρεξη ο ίδιος έχω μια και μέχρι τώρα είχα κάνει περίπου 50 χιλιόμετρα, επιβάλετε να ανασυγκροτήσω της δυνάμεις μου.
Χωριό Προκόπη, άγιος Γιάννης Ρόσσος
Έπινα την μπύρα μου και έβλεπα τους κατοίκους της πόλης να πηγαίνουν η να γυρνούν από τις δουλείες του μια και ήταν μεσημέρι, άλλοι πάνε σπίτι και άλλοι πάλη πηγαίνουν στην δουλειά τους, εγώ αραχτός, έπινα και κοίταζα τα παιδιά που γύριζαν από το σχολείο και τράβαγαν για τα σπίτια τους, εγώ με όλα μου τα υπάρχοντα φορτωμένα στο ποδήλατο έψαχνα της ορέξεις μου και την διάθεση μου σίγουρα ήθελα να συνεχίζω, να έμενα στον Άγιο Προκόπη για να διανυχτερεύσω δεν το έβλεπα, άλλωστε σε οκτώ χιλιόμετρα ήταν το Μαντούδι που είναι και παραλιακό, τη ήταν; ένα πέταμα, θα συνεχίσω σκέφτομαι, όσο έχω όρεξη και όπου βαρεθώ θα κάτσω να διανυχτερεύσω, την μόνη προϋπόθεσή που έβαζα για την διανυκτέρευση μου ήταν να έχει κάτι να φάω, ένα μαγαζί, μια ταβέρνα η κάτι τέτοιο, για τα υπόλοιπα έχω την δυνατότητα να τα καλύψω εγώ, το μόνο που δεν μπορώ να κάνω και θέλω να το απολαύσω είναι το φαγητό, χαιρέτησα τον Άγιο Προκόπη και συνέχισα για Μαντουδη.
Μορφολογικά το έδαφος ήταν ευθεία χωρίς καμιά δυσκολία, έτσι χωρίς να το καταλάβω έφτασα στην θάλασσα έξω από το Μάντούδη με κατεύθυνση προς Αγιά Άννα, εικόνες όμορφες, το βουνό και η θάλασσα σμίγουν και αγκαλιάζονται σε υπέροχους συνδυασμούς, τώρα βρίσκομαι στο βόρειο μέρος της Εύβοιας, αφήνω την παραλία και αρχίζουν τα όμορφα καταπράσινα λιβάδια να αγκαλιάζουν τις διάσπαρτες κατοικίες που βρίσκονται έξω από το Μαντούδη, το έδαφος άρχισε να ανηφορίζει ελαφρά και σιγά σιγά αφήνοντας πίσω μου την θάλασσα και μπαίνοντας στα πιο δασωμένα μέρη. Παρ’ ότι ήταν μεσημέρι και ο ήλιος ήταν κατακόρυφα η ζέστη δεν ήταν ιδιαίτερη, άλλωστε βρισκόμουν στην καρδιά της άνοιξης, η διάθεση μου στα ύψη, είχα περάσει το μεγάλο “σκόπελο” και έβλεπα την μία όμορφη εικόνα μετά την άλλη, ήταν καταμεσήμερο μέσα στην φύση και εγώ ήμουν σε απόλυτη επαφή μαζί της.
Ένιωθα μια εσωτερική ευχαρίστηση ανεξήγητη, το ποδήλατο έρρεε στην άσφαλτο του μεσημεριού χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, το μόνο πια που με ενδιέφερε εκείνη την στιγμή ήταν να φωτογραφίσω ότι έβλεπα να αφουγκράζομαι την φύση και της μυρουδιές της και τους ήχους της, γιατί το ποδήλατο είναι το μόνο μέσων μετακίνησης που σου επιτρέπει να αφουγκράζεσαι πραγματικά την φύση, να την “ακουμπάς” να την νιώθεις να γίνεσαι ένα μαζί της, είναι ένα μέσο μεταφοράς χωρίς ήχους, και χωρίς ρύπους, σε απόλυτη συνάφεια με το φυσικό περιβάλλον, και εάν συνδυαστεί η γαλήνη της Φύσης με την εσωτερική γαλήνη του ποδηλάτη νομίζω φτάνει κανείς σε υψηλά επίπεδα απόλαυση.
Όλες οι πληροφορίες που είχα έτειναν σε ένα βασικό συμπέρασμα, πως το μοναδικό μαγαζί που θα μπορούσε να μου φτιάξει κάτι να φάω ήταν μόνο στην “Αγιά Άννα”, όλα τα ενδιάμεσα χωριά μέχρι εκεί δεν έχουν ούτε καντίνα αυτήν την εποχή, ήταν πια ξεκάθαρο πως η οικονομική κρίση και τα οικονομικά μέτρα είχαν φέρει τα αποτελέσματά τους, την σχεδόν διάλυση της επαρχίας, εκτός από το καλοκαίρι τους υπόλοιπους μήνες τίποτε δεν λειτουργεί, ακόμα και στις τουριστικές περιοχές όπως είναι αυτές, στην παραλία της Αγίας Άννας σίγουρα έχει πολλά μαγαζιά για φαγητό μόνο που ο δρόμος που θέλω να συνεχίσω είναι στα ορεινά της, μια και συνεχίζει από εκεί και πέρα για τους Ωρεούς Πευκή και συνεχίζοντας θα φτάσω στον Αγιόκαμπο.
Είχα βάλει πλώρη για το επόμενο χωρίο “Κήρινθος” ένα χωριό όχι τίποτα ιδιαίτερο αλλά το όνομα του είχε κάτι το αρχαιοπρεπές, από μόνο του σε προετοίμαζε πως θα έβλεπες κάτι από την αρχαιότητα, αλλά δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερα, ένα απλό χωριουδάκι, το προσπέρασα αδιάφορα και έβαλα στόχο για Στροφιλιά, μια διακλάδωση που την έχω περάσει ένα σορό φορές, είναι ένα κομβικό σημείο που χωρίζει αυτό το κομμάτι της Εύβοιας στα δυο, ο ένας δρόμος αριστερά έχει κατεύθυνση για Λίμνη Ευβοίας,, και συνεχίζοντας φτάνεις Αιδηψό και συνεχίζοντας φέρνεις βόλτα αυτό το κομμάτι της Εύβοιας, εάν πάλι πάρεις το δεξί δρόμο φτάνεις Αγιά Άννα που ήταν ο σημερινός μου στόχος, και συνεχίζοντας περνάς Ιστιαία, Ωραιούς και πάλι φέρνεις βόλτα και φτάνεις στα Λουτρά της Αιδηψού, ο τελικός μου προορισμός για την Εύβοια ήταν ο Αγιόκαμπος μια και είχα βάλει στόχο το Βόλο.
Ο στόχος της Αγίας Άννας για να διανυκτερεύσω ήταν νομίζω εφικτός, με λίγη προσπάθεια, σίγουρα θα ήμουν εκεί κατά το απόγευμα, τώρα για ύπνο και φαγητό σίγουρα κάτι θα βρω, όπως λένε όλες οι πληροφορίες που συγκεντρώνω από την επαφή που έχω με τους ντόπιους, πότε σε βενζινάδικα και πότε από κατοίκους που συναντώ. Μια σύντομη κουβέντα μαζί τους παίρνεις δυνάμεις λίγο δροσερό νερό άλλα πάνω απ’ όλα πληροφορίες για την συνέχεια της διαδρομής που έχεις να διανύσεις και ιστορικές πληροφορίες για την περιοχή που βρίσκεσαι εκείνη την στιγμή.
Όσο πλησίαζα τον τελικό μου στόχο τόσο οι δυνάμεις μου έπεφταν, είναι μια περίεργη ψυχολογική διαδικασία γιατί στην πραγματικότητα δυνάμεις υπήρχαν και μάλιστα αρκετές, εάν για παράδειγμα έβαζα ένα μακρύτερο στόχο σίγουρα θα είχα δυνάμεις και για αυτόν, μα τώρα ήμουν ψυχολογικά προετοιμασμένος οι δυνάμεις μου να τελειώσουν στην Αγία Άννα και περίμενα ώρα την ώρα να φτάσω, έτσι πέρασα και την Στροφιλιά και δεν βρήκα ένα μαγαζί για ένα νερό, ήταν βέβαια τέσσερις το απόγευμα και στα χωριά συνηθίζεται να κάνουν τον μεσημεριανό τους υπνάκο, το σίγουρο είναι πως είναι τόσοι λίγοι κάτοικοι της “Στροφιλιάς” που δεν φαίνεται καμία ιδιαίτερη ανθρώπινη δραστηριότητα τέτοια ώρα. Ο ήλιος συνέχιζε να είναι καυτός παρ΄ ότι είναι άνοιξη λίγο πριν το Πάσχα αλλά η εσωτερική μου θερμοκρασία είχε ανέβει και αισθανόμουν πως ήταν καλοκαίρι, μερικές φορές, αναρωτιόμουν που είναι οι τουρίστες.
Βρισκόμουν μπροστά σε μια ευθεία ελαφρός ανηφορική μα ατελείωτη, η έτσι μου φαινόταν τουλάχιστον εμένα, εγώ να ποδήλατο ασταμάτητα με όλο μου το φόρτωμα, ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι ο ήλιος να με έχει αρπάξει στο πρόσωπο και να καίω λες και είναι καλοκαίρι, ο δρόμος ευθεία και στις δυο πλευρές του πεύκα ατελείωτα και η ευθεία να συνεχίζει, τα πράγματα μου να γίνονται όλο και πιο βαριά λες και μέσα είχα βάλει πέτρες, η κούραση βλέπεις παίρνει διάφορες μορφές, τα πεύκα με έχουν σχεδόν σκεπάσει και δεν βλέπω παρά μόνο τον δρόμο, συνεχίζω όλο και πιο δύσκολα όλο και βάζοντας μεγαλύτερη προσπάθεια όλο και χρησιμοποιώ μεγαλύτερο γρανάζι, και λογικά όλο και πιο σιγά να πηγαίνω, αλλά να πηγαίνω και όλο να φαίνεται η ευθεία ατελείωτη.
Ώσπου κάποια στιγμή ο δρόμος με έφερε μπροστά σε ένα ξυλουργείο που εκείνη την στιγμή έκοβε ξύλα, “για την παραλία της Αγίας Άννας ευθεία, για το χωριό αριστερά επάνω” κοιτάζω αριστερά και βλέπω μπροστά μου μια ανηφόρα άλλα δεν με ένοιαξε καθόλου, χάρηκα που μου είπε πως έφτασα στο χωριό “άλλα 300 μέτρα και μπήκες στο χωριό φίλε” λέω, έκανα τόσα χιλιόμετρα και θα κολλήσω σε αυτά τα λίγα μέτρα; Και άρχισα να ανεβαίνω, και να ανεβαίνω και η ανηφόρα να μεγαλώνει, η κλίση της να γίνεται ακόμα δυσκολότερη και ακόμα πιο δύσκολη και τέλος να μην έχει.
Για πρώτη φορά είχα βάλει όλα μου τα γρανάζια και το ποδήλατο ίσα που τσούλαγε, είχα βάλει όλες μου τις δυνάμεις, είχα εξαντληθεί σταμάταγα έπαιρνα ανάσες έπινα νερό και συνέχιζα να βάζω όλη μου την δύναμη των ποδιών μου για να τσουλήσει το ποδήλατο άλλα εκείνο εκεί, ακίνητο, ίσα που κουνιόταν, είχα εξαντληθεί, η ανηφόρα έδειχνε πως είχε τελειώσει άλλα στο χωριό δεν είχα μπει, έβλεπα το σημείο που τελείωνε η ανηφόρα άλλα αδυνατούσα να ανέβω με το ποδήλατο Καβάλα, ήμουν τόσο εξαντλημένος που δεν μπορούσα να ποδηλατώ πια, ήταν αδύνατον! Έτσι κατέβηκα και άρχισα να το σπρώχνω το ποδήλατο μου με τα χέρια, κάτι που δεν το είχα ξανακάνει σε καμία άλλη βόλτα μέχρι τώρα, όπου κόλλαγε έβαζα το 34 γρανάζι και πήγαινε το ποδήλατα με μόνο το βάρος του ποδιού μου χωρίς ιδιαίτερη δύναμη, τώρα βάζοντας όλες μου της δυνάμεις ήταν αδύνατον να προχωρήσω και ήταν αυτό που με είχε εξαντλήσει.
Χωριό Αγιά Άννα
Επιτέλους έφτασα στο κέντρο του χωριού ήμουν στην μέση της πλατείας και έψαχνα να ακουμπήσω κάπου, να πάρω ανάσα, να πιω ένα αναψυκτικό, ένα νερό, να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου, μέσα στην πλατεία ψυχή δεν κουνιόταν, τα μαγαζιά κλειστά, μόνο δύο καφενεία ανοικτά μπαίνω στο ένα και ζητώ εάν υπάρχει δωμάτιο για να διανυκτερεύσω, “όχι δεν νοικιάζουμε δωμάτια εδώ, τότε ένα νερό” με κοιτούν με απορία και έκπληξη λες και ήμουν κάτι το περίεργο, μου λένε την τρομερή απάντηση “δεν έχουμε” βγαίνω έξω από το μαγαζί και κάθομαι στα σκαλοπάτια, μην μπορώντας να εξηγήσω την στάση της καφετζούς μιας κυρίας περίπου στην ηλικία της μητέρας μου, τέτοια σκληρότητα δεν μπορούσα να φανταστώ από πού πηγάζει, τότε σκέφτηκα να αγοράσω ένα αναψυκτικό, ξανά μπαίνω μέσα και αγοράζω ένα αναψυκτικό, όλοι οι θαμώνες γυρίζουν και με κοιτούν αμίλητοι, μου θύμισε ταινία άγριας δύσης, μπαίνει μέσα στο μπαρ ο πιστολέρο και όλοι σταματάν ότι κάνουν και τον κοιτούν με δέος, έτσι ένιωσα και εγώ, αδιαφόρησα για το συμβάν και έκανα πως δεν πρόσεξα τίποτα, πλήρωσα και κάθομαι έξω από το μαγαζί και πίνω περιμένοντας να περάσει κανένας περαστικός,
Καθώς καθόμουν και πίνω το αναψυκτικό μου αφουγκραζόμουν τους διαλόγους που έκαναν οι θαμώνες του καφενείου με την καφετζού, “όχι αυτός δεν είναι πρόσφυγας έχει λεφτά, άμα μείνει στο χωριό θα μας αφήσει και λεφτά, φαίνεται καλός, δεν είδες τα λεφτά που έβγαλε; δεν είναι πεινασμένος” σκέφτομαι: κακόμηρη επαρχεία η τηλεόραση την κάνει οτι θέλει! Με είχαν περάσει για πρόσφυγα που ήθελε να μείνει στο χωριό τους και φοβόντουσαν πως θα με ταΐζουν για καιρό και προσπαθούσαν όπως όπως να με διώξουν, δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και βγαίνει έξω η καφετζού και μου λέει που πρέπει να απευθυνθώ για να ζητήσω δωμάτιο για να μείνω, αυτό ήταν, είχε αλλάξει όλη η συμπεριφορά τους απέναντι μου “και αν θέλεις νερό έχουμε” βλέπεις η τηλεόραση είχε κάνει την δουλειά της, όλη την ημέρα έβλεπαν εικόνες προσφύγων, από το πρωί μέχρι το βράδυ συνεχώς πρόσφυγες να έρχονται και να ζητούν να στρατοπεδεύσουν σε διάφορα νησιά, είχαν φοβηθεί οι πάντες, μέχρι και η Αγιά Άννα είχε πάρει φόβο όπως φάνηκε πως οι στρατιές των προσφύγων θα της κτυπούσαν την πόρτα και ήταν κουμπωμένοι σε όποιον ξένο έβλεπαν, με είδαν με ποδήλατο χωρίς αυτοκίνητο, ιδρωμένο βρόμικο με σορτσάκι χωρίς σοβαρή ενδυμασία, σού λέει να τους, μας ήρθαν, κλείστε τις πόρτες θα μας φάνε οι πρόσφυγες.
Έφυγα από αυτό το καφενείο και απευθύνθηκα στο επόμενο που ήταν ανοικτό, εκεί δεν μου έδωσαν καν σημασία, είχαν όλοι το νου τους στο κουμκάν και στην “δηλωτή” όλοι έπαιζαν μανιωδώς και χωρίς καν να με προσέξουν η να γυρίσουν το κεφάλι τους στον καινούργιο επισκέπτη του μαγαζιού τους ρωτό “υπάρχει κανένα δωμάτιο για διανυκτέρευση στο χωριό” μου απαντούν σχεδόν αδιάφορα χωρίς να αφήσουν τα χαρτιά από τα χέρια τους “όχι δεν υπάρχει τίποτα μόνο στην παραλία” είχα στραβώσει με το χωριό που έκανα τόσο κόπο να φτάσω και κατέβαλα τόση προσπάθεια και να μην μπορώ να ακουμπήσω να ξαποστάσω πουθενά, λέω ας προσπαθήσω να φάω κάτι, όλα τα μαγαζιά που μπορούσαν να κάνουν κάτι για φαγητό θα είχαν να μου προσφέρουν κάτι μόνο μετά τις 9, για την ώρα τίποτα!
Η ώρα ήταν περασμένες 6 και είχα να βάλω στο στόμα μου κάτι από το χωριό Προκόπη που ήπια την μπύρα και τσίμπησα ένα μεζέ, εκείνη την στιγμή τηλέφωνο από τον φίλο τον Λεωνίδα, “τι κάνεις πως περνάς” σκέφτομαι τι να του πω με αυτό το χωριό που έχω μπλέξει “ καλά αλλά πεινάω” του περιγράφω τη περνάει για να φάει κανείς στην Αγιά Άννα και πως σε αυτό το χωριό ο αρχαίος θεός της φιλοξενίας δεν έχει περάσει, λέμε τα δικά μας και αρχίζω να ψάχνω το χωριό κάπου να στήσω την σκηνή μου για να περάσω το βράδυ μου.
Λίγο μακρύτερα από την πλατεία βρίσκω το εκκλησάκι τις Αγίας, είχε ένα υπέροχο πλάτωμα για να απλώσω τα υπάρχοντα μου, αλλά με την λογική του χωριού αυτού σίγουρα θα είχα πρόβλημα, δίπλα στην εκκλησία είχαν ένα δωμάτιο πιθανά για τον παπά η για τα γραφεία του συλλόγου με μπάνιο και ντους, ξεκλείδωτο! μπαίνω μέσα βάζω και το ποδήλατο και απλώνω τα υπάρχοντα μου σαν νοικοκύρης “πρόσφυγας” ευκαιρία να κάνω και ένα ντους να ξελαφρώσω να συνέλθω, όσο για την θερμοκρασία ήταν υποφερτή, ανοιξιάτικη, κανένα πρόβλημα, μπανιαρίστηκα και αφού ξεκουράστηκα και συνήλθα, κατά της οκτώ βγήκα από το “σαλέ μου” έκανα βόλτα στο χωριό με πιο ανθρώπινη και πιο αποδεκτή εμφάνιση και για το χωριό.
Το σίγουρο ήταν πώς δεν θα πήγαινα σε κανένα από το μαγαζιά που πρώτο επισκέφτηκα όταν έφθασα στο χωριό, ένα μαγαζί που ήταν κλειστό όταν ήρθα μόλις είχε ανοίξει, σίγουρα σε αυτό θα έχω καλύτερη τύχει σκέφτηκα, “έχει κάτι να τσιμπήσουμε;” με κοιτά περίεργα σαν να λέει “από που μας ήρθε αυτός δεν τον ξέρω” σκέφτεται λίγο και μου λέει “ δυστυχώς δεν έχω ετοιμάσει κάτι, μετά τις εννιά φίλε” τον κοιτάζω και δεν ξέρω τη να πω, δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει σε αυτό το χωριό με αυτούς τους ανθρώπους, λες και έχουν πολλούς ξένους να εξυπηρετήσουν, λες και δεν θέλουν λεφτά, για να είμαι πιό ηρεμος αρχισα να προσπαθώ να τους καταλάβω, οι άνθρωποι εδώ στην επαρχεία, έχουν μια σειρά, μια ρέγουλα, δεν μπορεί ένας ξένος πεινασμένος να τους βγάλει από την σειρά τους, επειδή αυτός δεν έφαγε όλη την ημέρα! όλοι είναι στο ραχάτι τους, στους συνηθισμένους τους ρυθμούς, σιγά που θα προσαρμοστούν στα δικά μου γούστα. Εγώ κουβάλαγα μέσα μου την Αθήνα, την ταχύτητα και την ένταση, στην μεγαλούπολη όλα γίνονται όλες τις ώρες, εδώ στην επαρχία όλα έχουν μια σειρά, μια συγκεκριμένη ώρα που γίνονται, φαγητό το βράδυ μετά της εννιά, όχι νωρίτερα, όχι όποτε θέλεις εσύ φίλε μου, τότε όλοι θα βγουν έξω να ξεσκάσουν λίγο, άρχισα να συμφιλιώνομαι με τους ρυθμούς ήθελα δεν ήθελα.
Κάθισα υπομονετικά και παρήγγειλα μια μπύρα, είχα χάση υγρά είχα αφυδατωθεί όλη την ημέρα στον ήλιο και στην προσπάθεια, πρέπει να αναπληρώσω της χαμένες μου θερμίδες έστω και με μια μπύρα, Με πολλή γλυκό τρόπο ζήτησα από τον μαγαζάτορα εάν μπορεί να μου φέρει μαζί με την μπύρα και λίγο ντομάτα λίγο τυράκι λίγο ψωμί λίγες ελιές, σκέφτηκα αφού αυτά που ετοιμάζει θα είναι έτοιμα μετά τις 9 ας σπάσω την πείνα μου με οτιδήποτε ορεκτικά έχει το μαγαζί, και συνάμα να δώσω το σινιάλο στον μαγαζάτορα πώς τρώω ότι νάνε ακόμα και πέτρες, η απάντηση του με εντυπωσίασε “αααα τέτοια θέλεις; μίλα ρε φίλε, έχω και τυρόπιτα σπιτικιά θέλεις; έχω και μια τοπική σαλάτα θέλεις; έχω και έχω και έχω” “ φερ΄τα όλα άνθρωπε μου μπας και συνέλθουμε λίγο.
Μετά από ένα τέτοιο απολαυστικό γεύμα έκανα έναν ύπνο σαν πουλάκι, ξύπνησα κατά τις οκτώ το πρωί, το χωριό είχε περισσότερο ζωή την ημέρα από το βράδυ, έφτιαξα ένα τσάι στο χώρο που κοιμήθηκα, και άρχισα να προετοιμάζομαι για την αναχώρησή μου, για το πρωινό μου είχα φροντίσει να έχω την αυτονομία μου, είχα ότι χρειαζόμουν μαζί μου, για το μόνο που δεν ήμουν προετοιμασμένος ήταν και για το φαγητό μου, μα στα επόμενα ταξίδια μου ίσως θα πρέπει να σκεφτώ κάτι και για αυτό μια και τα προβλήματα είναι απ ότι δείχνει η εμπειρία πολλά, αφού προετοιμάστηκα ξεκίνησα για άλλους κόσμου και για άλλα μέρη.
Όλη η φύση ήταν δική μου, ένα πρωινό υπέροχο ξανοίγεται μπροστά μου, η πρωινή πάχνη σκέπαζε κάποια τμήματα της πρωινής μου εικόνας αλλά η θάλασσα κάτω χαμηλά φαινόταν ξεκάθαρα να γυαλοκοπά, εδώ επάνω στα ορεινά η πρωινή υγρασία έφτιαχνε άλλες εικόνες, έφευγα από την Αγιά Άννα και της κακές εντυπώσεις της χτεσινής ημέρας σχεδόν της είχα ξεχάσει, το ταξίδι που έχω μπροστά μου σίγουρα με περιμένουν τα καλύτερα.
Χωριό Παπάδες
Με το καλημέρα και φεύγοντας από την Αγία άρχισε η ανάβαση, ήμουν ξεκούραστος και δεν με πτοούσε τίποτε ακόμα, η όμορφη πρωινή εικόνα με αποζημίωνε, είχα προπονηθεί την προηγούμενη ήμερα στης αναβάσεις και δεν με στεναχωρούσε τίποτε ακόμα, εάν μπροστά μου είχα ανηφόρες η ήταν ευθεία δεν λογάριαζα τίποτα, έτσι ταξίδευα σχεδόν τραγουδώντας και ανέβαινα τις ανηφοριές χαμογελαστός, κάποια στιγμή ήρθε η ευθεία και έπιασα τα ισιώματα, έφτασα στο επόμενο χωριό, το όνομά του “Παπάδες” σταμάτησα περισσότερο να μιλήσω να μάθω την ιστορία του χωριού να πιω ένα νεράκι εκεί έμαθα για την ζωή που είχαν αυτά τα μέρει, όταν τα μεταλλεία στο Μάντουδι δούλευαν στο φουλ, δέκα αυτοκίνητα γύριζαν το βράδυ γεμάτα εργάτες για τα χωριά τους και το πρωί τους πήγαιναν στο μεταλλείο για δουλειά, “καλές εποχές φίλε είχαμε όλοι μας λεφτά, μισθούς καλούς που μπορούσαν να ψωνίσουν, έτσι η τοπικές κοινωνίες ήταν ζωντανές και γεμάτο κόσμο, τώρα ερημιά και σκοτεινιά, κανείς δεν περνά από εδώ πια, μόνο κάτι τουρίστες σαν και του λόγου σου, και οι ντόπιοι κάτοικοι των γύρω περιοχών, πεθαίνουμε φίλε σιγά σιγά το ξέρεις;” ήταν μια δήλωση, μια κραυγή αγωνίας του καφετζή του χωριού που έβλεπε τον τόπο του να νεκρώνει, όλα αυτά μου Θύμισαν μια ταινία του Αγγελόπουλου με τον Βέγγο να λέει “αν είναι η Ελλάδα είναι να πεθάνει να πεθάνει γρήγορα” στην προκειμένη περίπτωση η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα, με αυτήν την έννοια η Ελλάδα πεθαίνει, αλλά πεθαίνει αργά χωρίς να γεννιέται κάτι καινούργιο δυστυχώς.
Πήρα μια ανάσα και συνέχισα την πορεία μου, ποδηλατούσα και χάζευα την απέραντη πευκόφυτη φύση που με περιέβαλε παντού, μια απέραντη ζούγκλα, μια ανέγγιχτη φύση, και αρχίζει κατηφόρα και ξανά κατηφόρα στα δεξιά μου άρχισα να βλέπω θάλασσα, και να που έφτασα ξανά σε τουριστική περιοχή “Βασιλικά" το όνομα λέει η ιστορία έχει την καταγωγή της από τους περσικούς πολέμους, περισσότερα στο λίνγ που παραθέτω, φτάνοντας στο κέντρο του χωριού στον κεντρικό δρόμο δηλαδή μεγάλη κινητικότητα, βλέπεις σε μία εβδομάδα έχουμε Πάσχα και πολλοί κάτοικοι της περιοχής που έχουν τα εξοχικά τους έχουν έρθει να προετοιμάσουν να τα καθαρίσουν, έτσι υπήρχε δραστηριότητα, κόσμος πάει και κόσμος έρχεται, εγώ στο δικό μου κόσμο με το ποδήλατο μου, παίρνω μία μπανάνα για να πάρω δυνάμεις για να προσθέσω κάλιο μια και ηλεκτρολύτες δεν έπαιρνα, μια μικρή ανάσα και συνεχίζω για το επόμενο το δρόμο μου, πέρασα τον κόλπο των βασιλικών και αρχίζει μια ανάβαση που έβλεπα όλη την παραλία τον Βασιλικών, όταν έφτασα στο ίσιωμα συναντώ την διακλάδωση για “Ψαροπούλι” που σε οδηγεί στην άκρη της παραλίας των Βασιλικών,
Ο δρόμος ξανοίγεται μπροστά μου ευθύς, το ίδιο απλώνεται και η φύση πλούσια και πυκνή, λίγο πιο κάτω φτάνω κάτω από το χωριό “Ελληνικά” σε αυτό το χωριό λέγεται πως είχε εγκατασταθεί ο ελληνικός στόλος, από εκεί και το όνομα του χωριού, περνάω και το επίνειο των Ελληνικών την διακλάδωσή για τον Άγιο Νικόλα, συνεχίζω τον δρόμο μου με απαλή ανηφόρα και φτάνω έξω από το γήπεδο των “Ελληνικών” χορταριασμένο και έρημο, δήγμα πως το γήπεδο έχει να χρησιμοποιηθεί πολλή καιρό, τα χωριά έχουν αδειάσει από νέους ανθρώπους, τα παιδιά έχουν φύγει για της μεγάλες πόλεις, ποιος θα παίξει στο γήπεδο; ποιος θα χρησιμοποιήσει αυτές τις εγκαταστάσεις; σε πιάνει θλίψει με την ερημιά που αντικρίζεις σε όλη την επαρχιακή χώρα, όπου και εάν ταξιδέψεις η ίδια εικόνα.
Ακόμα λίγο ανάβαση και το ίσιωμα ξανοίγεται μπροστά μου, μαζί και η παρθένα ευβοιώτικη φύση, πλησιάζω το χωριό Αγριοβότανο και όχι πολλή μακριά αγναντεύω την θάλασσα, πέρασα και το Αγριοβότανο χωρίς να σταματήσω δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο να δει κανείς, έξω από το χωριό ένα μικρό βουναλάκι από ξύλα σιγοκαίνε στο επάνω μέρος τους, τα ξυλοκάρβουνα θέλουν καμιά εβδομάδα να σιγοκαίνε για να είναι έτοιμα, όπως μου είπε η ομάδα που δούλευε επάνω σε αυτή την δουλειά, θα είναι έτοιμα να καταναλωθούν της ημέρες του Πάσχα, συνεχίζω την κατηφόρα ασταμάτητα και είναι ατελείωτη, δίπλα στο ποτάμι βλέπω τα πουλιά και τα κοράκια να κράζουν και να κελαηδούν σαν να αναγγείλουν τον ερχομό μου σε αυτά τα απόμακρα παραθαλάσσια μέρει, κάποια στιγμή φτάνω στο χωριό Γούβες, όμορφο και καθαρό χωριό ένα χωριό σχεδόν παραθαλάσσιο με μια απόσταση ασφαλείας από την θάλασσα.
Δεν έχω διάθεση να σταματήσω καθόλου, ποδηλατούσα ασταμάτητα με διάθεση να ξαναβγώ στην θάλασσα, τόση ώρα στα ορεινά και στα πευκόφυτα δάση της βόρειας Εύβοιας ένιωθα πως είχα εγκλωβιστεί, ένιωθα να πνίγομαι, ήθελα την απλωσιά της θάλασσας, να ανοίξει μάτι μου, να αγναντέψω πέρα μακριά στον ορίζοντα. Τώρα έβλεπα θάλασσα και μάλιστα αγνάντευα απέναντι, την στεριά του Παγασητικού κόλπου, ήμουν σχεδόν απέναντι από το Τρίκερι, είχα πλησιάσει το χωριό Αρτεμίσιο, παραθαλάσσιο και τουριστικό απ ότι φαίνεται από τα τουριστικά καταλύματα που βρίσκονται στο δρόμο μου, τώρα πια το Πευκή ήταν δίπλα μου που λέει ο λόγος, αισθανόμουν καλά, ένιωθα την χαρά και την ομορφιά του τοπίου να με περιλούζει, θα ήταν κοντά στης 12 το μεσημέρι και ποδηλατούσα από το πρωί ήμουν με μία μπανάνα που είχα φάει κατά τις 10 στο Ψαροπούλι. Περισσότερο σαν ευκαιρία να καθυστερήσω, να αφομοιώσω αυτό που είχα κάνει και να επεξεργαστώ τις εικόνες που είχα δει από το πρωί αποφάσισα να πιω μια μπύρα με το κλασικό πια μεζέ, η μπύρα για να αποκαταστήσει τα υγρά που είχα χάσει και ένα μικρό μεζεδάκι για να σπάσω την πείνα μου άλλα και να μην με φουσκώσει και δεν έχω όρεξη να συνεχίσω μια και ο προορισμός μου είναι ο Αγιόκαμπος, και έχουμε δρόμο πολλή ακόμα.
Πευκή
Απόλαυσα την μπύρα μου και έπιασα συζήτηση με τους θαμώνες του μαγαζιού για την περιοχή για το κλήμα και τον τουρισμό που τον τελευταίο καιρό έχει μειωθεί, δεν είχα όρεξη να μείνω για πολλή έπρεπε να συνεχίσω, μπήκα στο Πευκή το διάσημο τουριστικό θέρετρο και έφυγα όπως μπήκα χωρίς να κάτσω καθόλου ούτε για νερό, συνέχισα ασταμάτητα να ποδηλατώ και μπήκα Ιστιαία μεσημέρι, μια μικρή διακοπή μόνο για να αποφασίσω εάν θα κάτσω να πιω ένα καφέ η να συνεχίσω, έβλεπα όλον αυτόν τον κόσμο να τρέχει και ο μόνος που ήμουν στον κόσμο μου ήμουν εγώ τους κοίταγα και συλλογιζόμουν πως και στην Αθήνα αυτή την στιγμή θα τρέχουν να προλάβουν τις υποχρεώσεις τους σίγουρα με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν που έβλεπα στην Ιστιαία, τουλάχιστον αυτοί έχουν κοντά τους την θάλασσα την φύση τα δάση μες τα πόδια τους οι “άμοιρη” η Αθηναίοι όλα αυτά τα έχουν μακριά τους.
Όλη αυτή η βιασύνη του κόσμου αυτή η τρεχάλα με γέμισε άγχος, με έκανε να θυμηθώ τους λόγους που και εγώ έφυγα από την Αθήνα για μερικές ημέρες, μόνο και μόνο για να ξεφύγω έστω και για λίγο, τώρα τους έβλεπα τρεχάτους, γεμάτους υποχρέωσης και βάσανα, και εγώ ήμουν στο κόσμο μου, άλλος σχόλασε από της δουλειές του, και άλλος πήγαινε σπίτι του βιαστικά, μια πόλη ζωντανή, ήθελα να γνωρίσω λίγο την πόλη να ρουφήξω τον αέρα της, να μάθω κάτι από την ιστορία της, άλλα πάλι ο Αγιόκαμπος δεν είναι μακριά, δεν πάω κατ ευθείαν να δω πού θα εγκατασταθώ για να βγάλω το βράδυ μου; αυτές ήταν και οι σκέψης που με παρακίνησαν να συνεχίσω χωρίς σταματημό, αυτή η εμμονή μου είχε γίνει άγχος μόνιμο αν δεν φτάσω δεν θα ηρεμήσω.
Μια ακτίνα σπασμένη
Πάλι στο ποδήλατο, στον κεντρικό δρόμο καταμεσήμερο μέσα στο λιοπύρι να ποδηλατώ για τον τελικό μου στόχο, και όλα τα ερώτημα να τριγυρίζουν στο κεφάλι μου, πώς να είναι ο Αγιόκαμπος; θα μπορώ να στήσω το σκοινάκι μου; και που θα κοιμηθώ; θα έχω την φιλοξενία που έχω ανάγκη; η δεν θα βρω κανέναν άνθρωπο; θα βρω κάτι να φάω η θα την βγάλω πεινασμένος; ποδηλατούσα και σκεφτόμουν. Είχα φτάσει έξω από τους Ορεούς όταν από την πίσω ρόδα ακούω ένα θόρυβο κλιν κλίν κλίν κλίν.
Σταμάτησα για να ελέγξω από πού προέρχεται ο θόρυβος, θλιβερή διαπίστωση μία σπασμένη ακτίνα και η ρόδα είχα ελαφρός στραβώσει, συμπέρασμα μπορώ να ταξιδέψω αλλά χωρίς να πρέπει να βάλω μεγάλη δύναμη στο πετάλι μου μια και θα στραβώσει περισσότερο η ρόδα μου, και δεν ξέρω εάν θα μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι μου, ευτυχώς το φρένο δεν επηρεάζεται από το στράβωμα της ρόδας μια και τα φρένα μου είναι με δίσκους και μάλιστα υδραυλικής συμπίεσης, έτσι το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν πως δεν μπορούσα να αναπτύξω ταχύτητα, ιδιαίτερα στην κατηφόρα, γιατί λόγο της στραβής μου ρόδας δημιουργούσε μια ταλάντωση μεγάλη και το ποδήλατο πήγαινε σαν σεισμόπληκτο.
Με μια ακτίνα σπασμένη και το ποδήλατο να πηγαίνει πέρα δώθε, μέρα μεσημέρι ο ήλιος καυτός, ιδρωμένος και με το άγχος μου να κτυπά κόκκινο άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα που ξανοιγόταν μπροστά μου, η κυρίαρχη σκέψη μου τώρα ήταν μία, το πώς θα φτιάξω το ποδήλατο μου, έτσι ώστε αύριο να μπορώ να συνεχίσω για το Βόλο που έχω προγραμματίσει να φτάσω, ο αναγνώστης θα σκεφτεί “περιπέτεια δεν ήθελες Κώστα; να η ευκαιρία” ένα απρογραμμάτιστο γεγονός σε βγάζει από την ποδηλατική σου ρουτίνα, σου αλλάζει το πρόγραμμά, την πορεία σου, τα στάνταρ σου την βολή σου.
Φτάνω στον Αγιόκαμπος με σπασμένη ακτίνα
Διακλάδωση ευθεία Αιδηψός και δεξιά Αγιόκαμπος, την διακλάδωση που περίμενα μια ολόκληρη ημέρα να την αντικρίσω και τώρα που θα έπρεπε να χαίρομαι που βρισκόμουν εμπρός της, τώρα δεν ήξερα τι να κάνω, το ερώτημα μου ήταν: θα έχουν ποδηλατάδικο στον Αγιόκαμπο η δεν θα έχουν; στην Αιδηψό σίγουρα θα έχουν, να του δώσω κατ ευθείαν για Αιδηψό η να στρίψω για Αγιόπαμπο; ήταν περασμένες τρεις το μεσημέρι και με κέρδισε η ιδέα να του Αγιόκαμπου, όσο για την βλάβη βλέπουμε τι θα κάνουμε. Πήρα τον δρόμο για Αγιόκαμπο ένας δρόμος στενότερος από αυτόν που ποδηλατούσα μέχρι πριν λίγο, πέρασαν δέκα λεπτά και με το ποδήλατο μου τραυματισμένο μπαίνω στο κέντρο του Αγιόπαμπου, ένα ήσυχο μικρό και με λίγους κατοίκους τουριστικό παραθαλάσσιο χωριό, με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και την παραλία τους με μαγαζιά για φαγητό και ποτό, ένα τουριστικό θέρετρο που μόλις άρχισε να ζωντανεύει λόγο των ημερών του Πάσχα που ερχόταν σε μια εβδομάδα.
Ο Δρόμος οδηγούσε κατ' ευθείαν στην παραλία, ήθελα για να δω θάλασσα, να πιω μια μπύρα κατά την συνήθεια μου, να πάρω μια ανάσα να αισθανθώ πως για σήμερα έχω τελειώσει με το ταξίδι μου, είδη είχα αρχίσει να νιώθω πως έφτασε στον προορισμό μου, έκατσα σε ένα από τα παραλιακά μαγαζιά με γνώμονα την φάτσα του ιδιοκτήτη έφαγα το κάτι τις μου και άρχισα να καλοβλέπω την ιδέα να κοιμηθώ σε ένα από τα πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια που είχε στην περιοχή, να ρίξω και ένα ντουζάκι τις προκοπής και να νιώσω λίγο σαν τουρίστας "νοικοκύρης" και όχι σαν “γύφτος” σε ένα από τα τηλεφωνήματα που είχα με την κόρη ανησυχούσε για μένα, "που κοιμάσαι μπαμπά, μην σου συμβεί τίποτα μπαμπά" έτσι είπα να ζητήσω δωμάτιο, αυτή την εποχή όλα ήταν άδεια και η τιμές τους χαμηλές έτσι το δωμάτιο μου ήρθε κουτί, σενιαρίστικα και κατέβηκα στην παραλία με τους λιγοστούς κατοίκους, το απόγευμα τους το πέρναγαν ψαρεύοντας από την αμμουδιά και κοιτάζοντας την θάλασσα, στα ερωτήματα μου που θα φτιάξω το ποδήλατο ή απάντηση ήταν “η στην Αιδηψό η στο Βόλο” σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στον μηχανικό που μου συντηρεί το ποδήλατο για να ακούσω την γνώμη του για την βλάβη, το ερώτημα μου είναι εάν θα με βγάλει μέχρι τον Βόλο που ήταν ο προορισμός μου, ο Παναγιώτης ήταν καθησυχαστικός “μην ανησυχείς δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα εάν πηγαίνεις λίγο πιο σιγά στις κατηφόρες για να μη έχεις πρόβλημα” λόγο του στραβώματος τις ρόδας δημιουργεί όταν περιστρέφεται μια ταλάντωση, ασήμαντη στην ανηφόρα μα μεγαλύτερη στην κατηφόρα στην πίσω ρόδα, εκεί δηλαδή που έχω το φόρτωμα και το βάρος, με καθησύχασε και αφέθηκα στο να ρεμβάζω.
Απολάμβανα τις βραδυνές εικόνες σαν κανονικός τουρίστας, έπεφτε το δειλινό και η θάλασσα απόκτησε ένα μπλε σκούρο χρώμα, μια θάλασσα ατάραχη, ήρεμη και γαλήνια, χαζεύω αυτό το φυσικό στενό πέρασμα ανάμεσα στην Εύβοια και τον Παγασητικό κόλπο, απέναντι μου η Γλύφα η ακτή που θα βρίσκομαι αύριο με το φέρι που φεύγει πρωί πρωί, εκεί άλλωστε είναι η συνέχεια της διαδρομής μου με προορισμό τον Βόλο. Ήθελα να ζωγραφίσω μα δεν μου ερχόταν, περισσότερο ήθελα να βλέπω, να χαίρετε το μάτι μου πέρα μακριά, φανταζόμουν την ακτή που θα διανύσω αύριο και τις εικόνες που θα συναντήσω, και ονειρευόμουν, άλλοτε πάλι μου ερχόντουσαν οι εικόνες που πέρασαν από μπροστά μου όλη την ημέρα, άλλωστε από το πρωί ταξιδεύω με το ποδήλατο, ξεκινώντας από την άγια Άννα μέσα στα βουνά έφτασα στα παραθαλάσσια μέρη περνώντας από χωρία και πόλεις ποτάμια και κάμπους, και τη δεν είδα, πραγματικά αυτή είναι η δυνατότητα του ποδηλάτου, με τον αργό ρυθμό που πηγαίνεις συναντάς, γνωρίζεις και μυρίζεις τα πάντα, γεμίζεις εικόνες, έχω αφεθεί να σκέφτομαι την βόλτα μου.
Με επανέφερε στην πραγματικότητα ο μαγαζάτορας που ήρθε στο τραπέζι μου και αρχίσαμε κουβέντα, δουλειά δεν είχε και αυτός πολλή και μου έκανε ερωτήσεις, περισσότερο για να μάθει τα κλασικά... από πού έρχομαι και πού πηγαίνω κ.λ.π “την κάνεις συχνά φίλε αυτήν την τρέλα γιατί μου αρέσει”...... ήταν η πιο χαλαρή κουβέντα που είχα κάνει εδώ και δύο ημέρες που ταξίδευα στην Εύβοια, είχα σχεδόν ξεχάσει από πού ξεκίνησα και άλλα πολλά, πάντα ένα δείγμα πώς περνάμε καλά στις διακοπές μας ήταν και είναι το πως ξεχνάμε τις βασικές μας υποχρεώσεις και ότι μας δένει απ’ την πόλη απ’ όπου καταγόμαστε, πότε ξεκίνησα, τη ημέρα είναι, σχεδόν τα είχα ξεχάσει όλα, είχα πάθει ένα μικρό ταξιδιωτικό Αλτσχάιμερ, ένα μικρό ταξιδιωτικό σβήσιμο τις μνήμης, με αφορμή την κουβέντα με το παλικάρι του μαγαζιού άρχισα να “θυμάμαι” σιγά σιγά, η κουβέντα συνεχίστηκε κάτω από το φως του φεγγαριού και της θαλασσινής βραδινής ανοιξιάτικης αύρας, είχαμε αρχίσει να νιώθουμε την παγωνιά στο σώμα μας, δήγμα πώς ήταν ώρα να το διαλήσουμε, είναι ώρα για ξεκούραση μια και αύριο με περίμενε μια επίπονη ποδηλατική ημέρα.
Πρωί πρωί ήμουν στο λιμάνι μαζί με τους πρωινούς εργάτες με τους φορτηγατζήδες με ένα κόσμο του καθημερινού μόχθου, εγώ με το ποδήλατο μου, με τα μπαγκάζια του φορτωμένο περιμένοντας το φέρι, ήταν ένα υγρό ανοιξιάτικο πρωινό, όλα γύρω μου ήταν μούσκεμα από την πρωινή πάχνη, ακόμα ο ήλιος δεν είχε βγει για τα καλά αλλά εγώ με τους νταλικέρηδες που μετέφεραν προμήθειες στα χωριά της Γλύφας ήμασταν επάνω στο πλοίο, μια θάλασσα όπως και χτες, ήρεμη και γαλήνια, το μόνο που την τάραζε ήταν το φέρι που μας μετέφερε στην απέναντι ακτή αργά αργά.
Γλύφα, πλησιάζω τον Βόλο
Στην Γλύφα δεν έχω ξανά έρθει μέχρι τότε ποτέ, αλλά την είχα φανταστεί αρκετές φορές όταν άρχισα να σχεδιάζω το ταξίδι στο μυαλό μου, πάντα φανταζόμουν το πώς θα είναι, θα έχει εύκολο δρόμο για ποδήλατο; θα είναι φιλόξενο μέρος για να μείνει κανείς; και άλλα τέτοια ερωτήματα τριγύριζαν στο μυαλό μου, άλλωστε όλα τα άγνωστα μέρει τους ταξιδευτές πάντα τους σαγηνεύουν και θέλουν να τα γνωρίσουν, έτσι για να έχουν μια εικόνα το πώς είναι, όταν φτάσαμε μου λύθηκε η ταξιδιωτική μου απορία, η Γλύφα δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, ουσιαστικά κοιμόταν ακόμα, μόνο κάποιοι ταξιδευτές που ήθελαν να περάσουν στον Αγιόκαμπο περίμεναν να μπουν στο πλοίο, δεν πλησίαζε στο ελάχιστο στο απέναντι λιμάνι, υποτυπώδεις εγκαταστάσεις μόνο και για την εξυπηρέτησή των αναγκών του “φέρι” και μερικά σπίτια τίποτε πάρα πάνω, ήταν ένα καθαρά μετακομιστικό κέντρο που δεν είχε κατορθώσει να γίνει χωριό όπως ο Αγιόκαμπος, έτσι το μόνο που μπόρεσε να μου προσφέρει ήταν μία τυρόπιτα και ένα καφέ στο πόδι, ίσα για να βρει το χρόνο να ανέβη ο ήλιος λίγο πιο ψηλά και να αρχίσει να εξατμίζει την πρωινή υγρασία που είχε κάνει τα πάντα μούσκεμα.
Αφού προετοιμάστηκα ψυχολογικά για την πορεία που θα ακολουθήσω, έριξα μια ματιά στο ποδήλατο μου και το πρόβλημα που αντιμετώπιζα με την σπασμένη ακτίνα, όλα θα πάνε καλά και να πηγαίνεις με σύνεση, είχε πει ο Παναγιώτης, αυτό έκανα και εγώ όχι μεγάλη ταχύτητα στην κατηφόρα, μόνο που τώρα μπροστά μου έχω μία ανηφόρα απερίγραπτη, βάζω πρώτη ταχύτητα και με ορθοπεταλιά, έχω φτάσει στα όρια μου, άλλα είναι πρωί, είμαι ξεκούραστος και ορεξάτος και δεν καταλαβαίνω τίποτα, συνεχίζω με όρεξη μέχρι να βγάλω την ανηφόρα που θα με βγάλει στο ίσιωμα, και να φανταστείτε είναι τα πρώτα χιλιόμετρα από την Γλύφα και είναι όλο ανηφόρα.
Μετά από μερικά χιλιόμετρα ο δρόμος ισιώνει και φτάνω επάνω στα πλατώματα, δρόμος ήσυχος επαρχιακός το βλέμμα φτάνει πέρα μακριά, βλέπεις τα πάντα, ταξιδεύεις νοερά, φαντάζεσαι χωριά και πόλεις, ηρεμείς και προσπαθείς να προσανατολιστείς, προσπαθώ να βρω μέσα από τα άπειρα χωριά που βλέπω μπροστά μου που βρίσκεται ο Βόλος αλλά δεν μπορώ να βγάλω άκρη, χαζεύω γύρω μου τα κτήματα, τη φύση και το θαλάσσιο πέρασμα που είναι ανάμεσα στην Εύβοια και τον Παγασητικό κόλπο, και να, κατηφόρα! Φρενάρω για να μην ταλαντώνετε το ποδήλατο περισσότερο, μια και η ρόδα έχει στραβώσει λίγο, μα πέραν αυτού τίποτε άλλο, όλα καλά.
Αχίλλειο παραθαλάσσιο χωριό
Χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο επόμενο παραλιακό χωριό Αχίλλειο, ήσυχο ψαροχώρι με τα βαρκάκια του αραγμένα και δεμένα στο μουράγιο, η πόλη μόλις πήγαινε να ξυπνήσει, κοντοστάθηκα για λίγο, μου άρεσε να κάτσω λίγο να απολαύσω ένα καφεδάκι πρωινό με την άνεση μου, αλλά πάλη δεν ήξερα τη με περιμένει στην ποδηλατική μου συνέχεια, τι δυσκολίες θα βρω μπροστά μου, το άγχος βλέπεις του ταξιδιού! έτσι πήρα μια φωτογραφία και συνέχισα το δρόμο μου, είναι αλήθεια πώς ζήλεψα αυτήν την ηρεμία του λιμανιού αυτή τη γαλήνη. Βλέποντας το μου ήρθε στο μυαλό μου κάτι που θέλω να κάνω πάντα, να βρω ένα ψαροχώρι και να αράξω για μία εβδομάδα χωρίς να κάνω τίποτα, μόνο να ζωγραφίζω και να κοιτάζω πότε τις βάρκες και τα καΐκια και πότε την θάλασσα μέσα βαθειά να φουρτουνιάζει, και να κάνω βόλτες στο ψαροχώρι έτσι χωρίς πρόγραμμα και στόχους, και να χαζολογάω χωρίς σκοπό, αλλά ποτέ δεν το κάνω και όλο λέω “δεν είναι αυτό που γυρεύω” να δω πότε θα το κάνω πραγματικότητα!
Έσκυψα το κεφάλι για να διώξω το όνειρό μου και πήρα τον δρόμο που με οδηγούσε έξω από το Αχίλλειο και συνέχισα το δρόμο μου για το επόμενο χωριό, ονόματι Πτελεός, τα πρώτα χιλιόμετρα μετά το Αχίλλειο σχεδόν ευθεία, δροσερά, πέρναγα γέφυρες και ρεματιές και σκιερά κομμάτια επαρχιακού δρόμου χωρίς κίνηση, μόνο μερικά αγροτικά που έκαναν τοπικές αγροτικές μετακινήσεις, μετά από ώρα ποδηλασίας ο δρόμος άρχισε απαλά να ανεβαίνει, αρχίζω να αγναντεύω το χωριό στα ψιλά, λέω, “δεν μπορεί να είναι εκεί ο δρόμος μου, ίσως είναι κάπου χαμηλότερα, αλλά δυστυχώς ο δρόμος οδηγεί εκεί ψηλά και ακόμα ψηλότερα” φτάνω στο Πτελεό και συνεχίζω να ανεβαίνω και να ανεβαίνω ακόμα και τελειωμό δεν είχε, ο ήλιος τώρα είχε για τα καλά ψηλώσει και βάραγε, το ένιωθα από τις σταγόνες ιδρώτα που έσταζαν στο μέτωπό μου, τα λίτρα το νερό έφευγαν το ένα μετά το άλλο και ξανά νερό και η ανηφόρα να μην τελειώνει, το πήρα πια απόφαση η ανηφόρα ήταν όλη δική μου, ας την απολαύσω λυπών, έτσι αφέθηκα στις σκέψεις μου καθώς ανέβαινα ψηλά και ακόμα πιο ψηλά, τώρα πια βλέπω το χωριό πολύ πολύ χαμηλά, και το τέλος της ανηφόρας δεν φαίνεται.
Κάποια στιγμή όλα τελειώνουν έτσι και η αναθεματισμένη ανηφόρα κάποια στιγμή τελείωσε και ξαφνικά, ίσιωμα και όχι μόνο πεδιάδα αλλά και ελαφρά κατηφόρα χαίρομαι τον καθαρό αέρα που πέφτει στο πρόσωπο μου, και σιγά σιγά στεγνώνω από τον ιδρώτα και επανέρχομαι, άρχισα να βλέπω και να απολαμβάνω μια και τόση ώρα είχα σκύψει το κεφάλι και δεν έβλεπα τίποτα ,το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσει η ανάβαση και να αλλάξω εικόνα να βλέπω άλλο τοπίο, και να τώρα που είναι πραγματικότητα, μπροστά μου έχω κάμπους μακριά βλέπω τον Αλμυρό και ακόμα πιο μακριά χαίρομαι και αφήνω το ποδήλατο να τρέχει στην κατηφόρα με το πίσω μέρος να κουνιέται σαν λατέρνα λόγο της στραβής ρόδας που είχα από την σπασμένη αχτίνα, δεν θα είχε περάσει μισή ώρα από το σημείο που τελείωσα την ανηφόρα και φτάνω στο χωριό Σούρπη.
Σούρπη χωριό πλήρως ανακαινισμένο
Αυτή η ησυχία της επαρχίας με μαγεύει, ηλιόλουστη ημέρα, καθαρή ορατότητα ως πέρα μακριά, ησυχία και λιγοστή κάτοικοι, οι περισσότερη στα καφενεία να κάθονται και να λιάζονται, εντυπωσιάζομαι που βλέπω τα παλιά σπίτια τους ανακαινισμένα και περιποιημένα, ασβεστωμένα και καθαρά, παντού αυτή η καθαριότητα και η τάξη, δεν έβλεπες ένα χωριό παρατημένο και σπίτια διαλυμένα και απαραποίητα, αλλά κυριαρχούσε η τάξη και η φροντίδα, όχι μόνο στα σπίτια που εφάπτονταν στο δρόμο αλλά και στα πιο μέσα στα περιφερειακά σπίτια του χωριού, παντού φροντίδα και καθαριότητα.
Κάθομαι σε ένα καφέ που βρίσκεται στο δρόμο μου για κάτι παγωμένο και δροσερό, θέλω να βρω λίγο χρόνο να μιλήσω με τους ντόπιους κατοίκους του χωριού, πριν ρωτήσω οτιδήποτε οι θαμώνες έχουν μεγαλύτερη περιέργεια από εμένα, με κοιτούν με περιέργεια και μου κάνουν το κλασικό ερώτημα, “που πας φίλε;.... στο Βόλο; και δεν βαριέσαι με τέτοια ζέστη, μέσα στον ήλιο, τρέλα που την έχεις” με πήραν από τα μούτρα και εγώ τη να πω; Εγώ όμως έπρεπε να λύσω την περιέργεια μου «πολύ περιποιημένο χωριό έχετε» χαμογελούν και σαρκαστικά κουνώντας το κεφάλι τους «ας είναι καλά οι επιδοτήσεις της Ε.Ε, τώρα τη κάνουμε που έχουν σταματήσει μου λες;» Πήρα την απάντηση στο ερώτημα που μου γεννήθηκε και συνέχισα την πορεία μου στον απέραντο κάμπο που ξανοιγόταν μπροστά μου.
Συνέχισα τον δρόμο μου στον απέραντο κάμπο, άλλοτε οργωμένα και άλλοτε απεριποίητο, φαντάζομαι πως σύντομα και αυτά θα τα οργώσουν μια και στη περιοχή δεν αφήνεται τίποτε ακαλλιέργητο, φτάνω στο “Νέο Πλάτανο” και τον προσπερνάω χωρίς να σταματήσω μία και δεν βρίσκω κάτι το ενδιαφέρων, σκόρπια σπίτια χωρίς συγκεκριμένο κέντρο, ίσως βρισκόταν λίγο έξω από τον δρόμο μου και δεν είδα τίποτα, ποδηλατώ ολοταχώς για “Αλμυρό” τον έβλεπα τόση ώρα από μακριά, χωριό η μάλλον πόλη θα έλεγα καλύτερα, φτάνω και σταματώ είναι λίγο μετά το μεσημέρι, ο ήλιος καίει για τα καλά, βρίσκω μια πλατεία και μία δροσιά παίρνω λίγο νερό και συνεχίζω, δεν είχα όρεξη να κάτσω είχα τον στόχο μου, Βόλος και τίποτε άλλο, άλλωστε το σημείο δεν είχε και κάτι να με μαγέψει κάτι να με ενθουσιάσει, δυνάμεις είχα ακόμα καλές είχα βέβαια χάσει υγρά αλλά τα αποκαθιστούσα πίνοντας το ένα μπουκάλι νερό μετά το άλλο.
Ποδήλατό μέσα στον κάμπο είχα έναν αέρα κόντρα αλλά τον αντιμετώπιζα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, η ρόδα πέρα από την ταλάντωση δεν έχει κάτι ιδιαίτερο ούτε έχει μεγαλώσει η ταλάντωση της, μπορώ να πω πως το έχω συνηθίσει και το αντιμετωπίζω ψύχραιμα χωρίς φόβο με την σιγουριά πια πως θα φτάσω Βόλο με μόνο το πρόβλημα της ταλάντωσης. Σταματώ για λίγο στον κάμπο να χαζέψω ένα κοπάδι πουλιά, ένα κοπάδι Γύπες έχουν πέσει μέσα σε ένα χωράφι και μασουλάνε δεν ξέρω τί κοντά στον δρόμο, τους κοιτώ και εντυπωσιάζομαι με το μέγεθος τους, τα χαζεύω, θεωρό πως είμαι πολλή τυχερός που ήμουν δίπλα τους και δεν έφυγαν, μετά από μερικά δευτερόλεπτα κάνουν να σηκωθούν με κόπο μεγάλο μια και ο όγκος τους δεν τους επέτρεπε να πετάξουν γρήγορα, κάνουν θόρυβο με τα φτερά τους, φράπ φράπ φράπ φράπ αργά αργά σηκώνονται και φεύγουν σαν μικρά ελικόπτερα δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό θέαμα.
Συνεχίζω την βασανιστική μου πορεία στον κάμπο μέσα στην ζέστη και στον καυτό ήλιο χωρίς κάτι να ομορφαίνει την πορεία μου, ατέλειωτες αγροτικές εκτάσεις καλλιεργημένες οι ακαλλιέργητες. Όταν έχω ανηφόρα λέω πότε να τελειώσει όταν έχω κατηφόρα λέω ποτέ να μην τελειώσει αυτό που είναι όμορφο είναι η ευθεία δίπλα σε ποτάμια και θάλασσες αλλά η πορεία μέσα στον κάμπο μεσημεριάτικα θεωρό πως είναι τραγικά άσχημη ιδιαίτερα μεσημεριάτικα και να μην φαίνεται πώς τελειώνει. Μόλις έφτασα σε ένα χωριό ονόματι Κρόκιο με την ταβέρνα του πάνω στον δρόμο και κόσμο να τρώει κάτω από τον ίσκιο μεγάλων δένδρων, σκέφτηκα να η ευκαιρία που γύρευα, να σταματήσω για μια μπύρα και ένα μικρό μεζέ για να συνέλθω λίγο, να φυγή λίγο η κάψα του μεσημεριού, να δροσίσει λίγο και να φτιάξει λίγο το κέφι μου.
Μια μπύρα και λίγο φαγητό μου ανέβασαν το ηθικό, έσπασαν λίγο την μονοτονία και την ρουτίνα της ποδηλασίας στην πεδιάδα κάτω από τον καυτό ήλιο, ήταν μεσημέρι και εργάτες έτρωγαν το μεσημεριανό τους φαγητό, έπιναν της μπύρες τους και κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα, χαιρόντουσαν την όμορφη ημέρα την ξεγνοιασιά της επαρχίας την δροσιά των δένδρον, έδειχναν να είναι χαρούμενοι χωρίς μεγάλα προβλήματα να τους κρατάνε κατσούφηδες και σκυθρωπούς, ετούτοι εδώ ήταν έξω καρδιά χαμογελαστή, έδειχναν να είναι χαρούμενοι από την ζωή τους, τους κοιτούσα και τους χαιρόμουνα, μία εικόνα που δεν βλέπεις συχνά στην Αθήνα που οι περισσότερη είμαστε σκυθρωποί σοβαροί και αγχωμένοι.
Μικροθήβες ιστορικός κόμβος
Με ανανεωμένες τις δυνάμεις μου και ανεβασμένη το ηθικό μου ξεκίνησα για τα υπόλοιπα χιλιόμετρα μέχρι το Βόλο, δεν πέρασαν πολλά χιλιόμετρα και να μπροστά μου η πολυπόθητη διακλάδωση με το διάσημο όνομα “Μικροθήβες” πόσες και πόσες φορές δεν έχω ακούσει στην τηλεόραση για τα τρακτέρ των αγροτών που κλείνουν τις Μικροθήβες, και να τώρα που βρίσκομαι σε αυτό το σταυροδρόμι, ο ένας δρόμος έρχεται από τον Αρμυρό που έρχομαι και εγώ ο άλλος από Καρδίτσα και συνεχίζεται για Βόλο αυτόν που έχω πάρει και πηγαίνω και εγώ.
Επάνω στον φαρδύ σχεδόν τεράστιο δρόμο το ποδήλατο ρολάρει τώρα σχεδόν μόνο του μια και επιτέλους έχει λίγη κατηφόρα, η ταλάντωση επιβάλει να το φρενάρω κάθε λίγο και λιγάκι για να μπορέσει με πάει στο Βόλο με το ποδήλατο και όχι να το κουβαλώ στα χέρια, συνεχίζω ασταμάτητα περνώντας την νέα Αγχίαλο και συνεχίζω, κάποια στιγμή όπως όλα τα όμορφα πράγματα δεν διαρκούν πολλή, έτσι και η κατηφόρα έχει ένα τέλος, και κάπου εκεί αρχίζει η ανηφόρα, σε αυτόν τον τεράστιο και πλατύ δρόμο κάτι που την ποδηλασία την κάνει ακόμα πιο άχαρη μια και τα αυτοκίνητα περνούν δίπλα μου με τεράστια ταχύτητα και εγώ! Με ποδήλατο με 5 χιλιόμετρα νιώθω σταματημένος και σαν βλάκας σε αυτό το άχαρο περιβάλλων, και να ξανά πάλη ευθεία και λίγο κατηφόρα και ξανά η ανηφόρα να συνεχίζεται με τα αυτοκίνητα να πολλαπλασιάζονται το ίδιο και η ταχύτητα τους, δήγμα πώς πλησιάζουμε σε μεγαλούπολη.
Κάπου εκεί αρχίζει μια βασανιστική ανηφόρα που σε συνδυασμό με την κούραση, τον ήλιο, το φόρτωμα που είχα και την ταλάντωση του ποδηλάτου με είχαν λυγίσει, οι στάσεις τώρα είναι συχνές, πρέπει να παίρνω ανάσες και να ανακτώ δυνάμεις, έτσι η στάσεις είναι συνεχόμενες, βλέπω στο βάθος την μεγαλούπολη και αποθαρρύνομαι βλέποντας τα σπίτια πόσο μικρά είναι, μαζεύοντας δυνάμεις συνεχίζω την ανάβαση με κατεβασμένο κεφάλι χωρίς να προσέχω πια τίποτα μια και δεν υπάρχει κάτι το όμορφο, το μόνο που σκέφτομαι είναι το πότε θα φτάσω στο Βόλο, να πιο κάτι και να φάω και κυρίως να ξεκουραστώ, ψυχολογικά ήθελα να είχα φτάσει στο Βόλο, ήθελα να είχα φτάσει στον προορισμό μου, αυτή η ψυχολογική διάθεση το ξέρω πως πολλαπλασιάζει την κούραση και θέλεις οπωσδήποτε να τελειώσεις, απ’ εκεί και πέρα δεν ευχαριστιέσαι τίποτε παρά μόνο ποδηλατείς μόνο και μόνο για να φτάσεις στο τέρμα χωρίς να βλέπεις και να ακούς τίποτε.
Από την προηγούμενη ημέρα είχα μιλήσει με τον φίλο τον Κώστα, “που είσαι; δεν έρχεσαι από τον Βόλο μία βόλτα να σε δω λίγο;” έτσι ήξερα πως με περιμένει ένας φίλος στην πόλη του Βόλου, το ερώτημα ήταν το πότε θα φτάσω, μια και δεν ήξερα με τον ρυθμό που πηγαίνω και της ανηφόρες που θα συναντούσα πότε θα έφθανα, το ότι θα έφτανα ήταν σίγουρο το ερώτημα ήταν το πότε.
Άρχισα να δουλεύω στο μυαλό μου ερωτήματα, το εάν θα φύγω κατ’ ευθείαν για Αθήνα η θα μείνω ακόμα μία ημέρα στο Βόλο; αυτές τις ημέρες που έλειπα από το σπίτι τα τηλέφωνα έπεφταν βροχή, πότε από την Κατερίνα και πότε από τα παιδιά, η Σταυρούλα έδειχνε να ανησυχεί, το ίδιο και ο Νίκος “πότε θα γυρίσεις;” ήταν το συχνότερο ερώτημα, μου έδιναν την εντύπωση πώς είχα φύγει και εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό, όταν έχεις αφήσει ανθρώπους δικού σου πίσω η αλήθεια είναι πώς δεν μπορείς να είσαι τελείως ελεύθερος για πολλές ημέρες, όλα αυτά τα τηλεφωνήματα λίγο πολλή με ανάγκασαν να επισπεύσω την επιστροφή μου γρηγορότερα απ ότι θα ήθελα, άρχισα να γέρνω προς την άποψη να φύγω κατ ευθείαν με το πρώτο λεωφορείο που φεύγει για Αθήνα, δεν είναι και δύσκολο; φορτώνω τα πράγματα στο λεωφορείο και το βραδάκι είμαι Αθήνα, μπάνιο οικογενειακή θαλπωρή και αγκαλίτσες...
Όμορφα όλα αυτά αλλά ας φτάσω πρώτα στο Βόλο και βλέπουμε, προς το παρών το θέμα είναι να τελειώσει αυτή η απαίσια ανηφόρα που φαίνεται ατελείωτη, κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω άρχισε ο δρόμος να κατηφορίζει και ξανά κατηφόρα και αφέθηκα να την απολαμβάνω, επιτέλους ο θαλασσινός αέρα με δρόσιζε και άρχισα να στεγνώνω από τον ιδρώτα της ανηφόρας, τα σπίτια άρχισαν να μεγαλώνουν και ο δρόμος να στενεύει και να μην είναι ευθείς όπως πριν, τώρα άρχισαν οι τεθλασμένες στόφες μέσα στην πόλη, και να τα φανάρια το ένα μετά το άλλο, και να η παραλία με τα καΐκια της και τα ιστιοπλοϊκά της με τον κόσμο να κάνει βόλτα στον πεζόδρομο του λιμανιού, εγώ κατ ευθείαν στο πρακτορείο για εισιτήρια, και συνεχίζω κατ ευθείαν για μπύρα με τον φίλο τον Κώστα για κουτσομπολιό δίπλα στην θάλασσας.
Είχα ανάγκη να ηρεμήσω και να χαλαρώσω κάτω από της δροσιές του πάρκου του Βόλου, μια και αναπολούσα κάτι τέτοιο από ώρα, να κάτσω στην δροσιά και να απολαύσω και εγώ σαν άνθρωπος την μπύρα μου χωρίς το άγχος της συνέχειας και της πιθανής ανάβασης πού με περιμένει, αναπολώ όλο το ταξίδι μου και τις ευχάριστες στιγμές που πέρασα, γιατί με το ποδήλατο μόνο ευχάριστες έχεις στιγμές όλες τις δυσκολίες που είναι κυρίως και μόνο στην αναβάσεις έχεις την τάση να τις ξεχνάς, έχω κάνα δίωρο μέχρι να έρθει η ώρα για να πάρω το λεωφορείο μου, μέχρι τότε αφιέρωσα τον χρόνο μου κουβεντιάζω με τον Κώστα, και χαζεύοντας τους κατοίκους αυτής της όμορφης πόλης που πέρναγαν την ζωή τους κάνοντας βόλτες στην προκυμαία, τους έβλεπα άλλοτε ζευγαρωμένους και άλλοτε σαν οικογένειες και αναπολούσα και εγώ τους δικούς μου ανθρώπους, με περίμεναν και εμένα κάπου στην Αθήνα, τώρα το μόνο που ήθελα ήταν ένα ζεστό μπάνιο και ένα οικογενειακό περιβάλλον, χαιρέτισα τον Κώστα και μπήκα στο λεωφορείο και κατά της δέκα το βράδυ ήμουν στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου