Ήταν η εποχή,
που το ενδιαφέρον
και τον ελεύθερο
χρόνο μας, τα
μονοπωλούσε η θάλασσα.
Έρωτας μεγάλος
η θάλασσα και το windsurfing.
Που μας έχανες,
πού μάς έβρισκες,
στην Λούτσα και στο surf
club του Πώλ.
Τότε ήταν το
μοναδικό club της Λούτσας.
Άλλωστε,
όλα από αυτό το club ξεκίνησαν.
Τα περισσότερα
ελεύθερά μας
απογεύματα και σαββατοκύριακα τα
περνούσαμε στην παραλία,
είτε κάνοντας
windsurf, είτε
περιμένοντας τον
αέρα, πίνοντας
καφέ με άλλους σερφίστες.
Πολλές φορές
περιμένοντας το ρίχναμε στις
ρακέτες και άλλες
πάλι κάναμε μπάνιο.
Συνέβαινε επίσης
να βραδιαστούμε
στην παραλία κουβεντιάζοντας,
κι ύστερα μέχρι το ξημέρωμα καμιά
φορά, να
μετατρέψουμε
το surf
club σε
night
club.
Είχαμε αναγάγει
το surf σε τρόπο ζωής,
γι αυτό μας πίκραιναν
οι μέρες της άπνοιας. Τρωγόμασταν να
κάνουμε κάτι, να μην πηγαίνει «χαμένος
ο χρόνος μας!» Και ήταν τότε,
που έπεσε η ιδέα να έχουμε ένα ποδήλατο
γι αυτά
τα άεργα απογεύματα.
Έτσι
λοιπόν, για να κάνουμε κάτι διαφορετικό,
όταν ο αέρας δεν ήταν ο κατάλληλος για
να μπούμε στο νερό και να παίξουμε με
την σανίδα μας, καταφύγαμε
στα ποδήλατα,
τα οποία είχαμε
μεν σχεδόν όλοι,
αλλά
κάναμε χρήση
περιορισμένη.
Μικρές βόλτες μερικών δεκάδων χιλιομέτρων
στα πέριξ, αλλά
φυσικά και εκδρομές ημερήσιες,
φορτώνοντας όμως
τα ποδήλατα στα αυτοκίνητα και εξερευνώντας
ορεινές διαδρομές του Χελμού,
της Εύβοιας, του Ελικώνα κλπ. Κι
όλα αυτά με μια παρέα,
που περισσότερο μας έδενε η αγάπη μας
για την θάλασσα και το windsurf
παρά το ποδήλατο.
Το ποδήλατο
λειτουργούσε επικουρικά
στην αρχή. Σιγά-σιγά
όμως, ανιχνεύοντας τις
δυνατότητες του
μέσου, μας κέρδισε η γοητεία του,
και οραματιστήκαμε μάλλον παρά
συνειδητοποιήσαμε, το που θα μας
οδηγούσε το
καινούργιο μας παιχνίδι στο μέλλον.
Ήμασταν βλέπεις, οι
πρωτεργάτες αυτής της κίνησης. Η
αλήθεια είναι,
ότι δεν είχαν όλοι
την ίδια όρεξη να ποδηλατούμε για ώρες
ιδρωμένοι μες
τον ήλιο, μακριά
από τις ανέσεις
του σπιτιού, την
ευκολία του
αυτοκινήτου
και τις κοινωνικές
ευκαιρίες που
προσφέρει η «παραλία».
Άλλοι δεν είχαν
το χρόνο που απαιτούνταν
για τις μακρινές βόλτες, άλλοι δεν
το βρήκαν και τόσο ευχάριστο για να το
συνεχίσουν, άλλοι πάλι δεν ήθελαν να
κολάν τα ρούχα τους ιδρωμένα επάνω στο
σώμα τους. Ναι
υπήρχαν και τέτοιες περιπτώσεις.
Με τον καιρό
τελικά, φάνηκε
ποιοι είχαν την διάθεση να συνεχίσουν
να κάνουν μακρύτερες διαδρομές
κι έτσι από μόνο
του το πράγμα ξεκαθάρισε και με τους
πιο ορεξάτους συνεχίσαμε διαδρομές με
μεγαλύτερες απαιτήσεις σε χρόνο και
αντοχές.
Όπως και να ’ταν
την Αττική την
είχαμε οργώσει.
Αυτό που μας
δυσαρεστούσε και
μας φρέναρε λιγάκι,
ήταν η αρνητική στάση
των οδηγών αυτοκινήτων, που
μας κοιτούσαν με περίεργα βλέμματα,
έτοιμοι να βάλουν
τα γέλια, λέγοντα μας συχνά,
«πώς αυτά τα
πράγματα είναι για παιδιά και πρέπει
να σοβαρευτούμε κάποια στιγμή».
Εμείς βέβαια
επιμέναμε να μην σοβαρευτούμε.
Οι απογευματινές μας εξορμήσεις στις
γύρω περιοχές της Λούτσας, της
Βραυρώνας, της Ραφήνας, της Νέας
Μάκρης, είχαν
γίνει πια κανόνας.
Μας είχαν γνωρίσει
τα καφέ των γύρω περιοχών.
Σιγά-σιγά
πήραμε σβάρνα όλα τα παραλιακά μέρη
της ανατολικής αττικής.
Οι βόλτες
ξεμάκραιναν,
εμείς δυναμώναμε,
κι η Αττική μίκραινε.
Η πρώτη ιδέα για πολυήμερες εκδρομές
με το ποδήλατο μας ήρθε αρκετά χρόνια
πριν, τότε
που γεννιόντουσαν πολλοί από τους
σημερινούς ποδηλάτες. Κοντά στο
1995. Ήταν
παραμονές Χριστουγέννων,
που αποφασίστηκε να ανεβούμε με ποδήλατο
στην Μουσουνίτσα.
Δεν είχε κανείς
μας προηγούμενη εμπειρία από τέτοιου
τύπου εξορμήσεις.
Ήταν κάτι
διαφορετικό από αυτό που ξέραμε μέχρι
τότε. Έτσι
η ιδέα κουβεντιάστηκε ανάμεσα σε μένα
και τον φίλο και
συνάδελφο Τάσο.
Μας προκαλούσε το κάτι διαφορετικό,
κάτι δυναμικό, κάτι που να μην το έχουμε
ξανά κάνει. Χωρίς
πολλές κουβέντες και σκέψη και χωρίς
να πολυ-καταλαβαίνουμε
τις δυσκολίες ενός τέτοιου ποδηλατικού
ταξιδιού, είπαμε
και οι δύο μας το ναι και αρχίσαμε τις
προετοιμασίες.